logo-print

Ανάκληση και άρση μη συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης

Πότε παύει να θεωρείται ένα ακίνητο απαλλοτριωμένο, όταν δεν έχει καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση

Αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι η δέσμευση ενός ακινήτου για την εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών, π.χ. για τη δημιουργία μιας πλατείας.

Η απαλλοτρίωση σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που δεσμεύεται πρέπει να αποζημιωθεί για τη στέρηση της ιδιοκτησίας του.

Κατά το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, η αποζημίωση που ορίστηκε λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της αποφάσεως για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημιώσεως και σε περίπτωση απευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως από τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. Η διάταξη αυτή, όπως και οι όμοιες διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν.δ. 797/1971 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και 11 παρ. 3 του ισχύοντος Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001), ως ίσχυαν κατά το χρόνο που εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατ` έφεση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη, τέθηκαν προς εξυπηρέτηση του συμφέροντος του καθ` ου η απαλλοτρίωση, έτσι ώστε αυτή να μη μένει για μεγάλο χρονικό διάστημα εκκρεμής προς βλάβη του, λόγω της δεσμεύσεως που συνεπάγεται για την ιδιοκτησία του.

Έτσι, αποβλέποντας στο συμφέρον του καθ` ου η απαλλοτρίωση, ο οποίος ενδέχεται να επιθυμεί τη διατήρηση της απαλλοτριώσεως, ο κοινός νομοθέτης θέσπισε διατάξεις που οδηγούν στην αναβίωση της απαλλοτριώσεως που ήρθη αυτοδικαίως. Ειδικότερα, με την παρ. 3 του άρθρου 11 του ν.δ. 797/1971, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 212/1975, ορίστηκε ότι η αυτοδίκαιη ανάκληση (άρση) της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως θεωρείται ως μη γενόμενη, αν εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από την εκπνοή της προθεσμίας του ενάμισι έτους για την καταβολή της προσωρινά ή οριστικά καθορισμένης αποζημιώσεως, ο καθ` ου η απαλλοτρίωση υποβάλλει στη Διεύθυνση Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών έγγραφη δήλωση ότι επιθυμεί την περαιτέρω διατήρηση της απαλλοτριώσεως. Αντίστοιχη διάταξη δεν διέλαβε αρχικά ο ν. 2882/2001 (Κ.Α.Α.Α.).

Με βάση αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, διαμορφώθηκε νομολογιακά η θέση ότι η αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτριώσεως δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί και προς τούτο νομιμοποιείται αποκλειστικά ο καθ` ου η απαλλοτρίωση, με το σκεπτικό ότι οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στο δικό του μόνον συμφέρον να μη παραμείνει η εις βάρος του αναγκαστική απαλλοτρίωση επί μακρόν μετέωρη και εκκρεμής (Α.Π. 1132/2003). Επίσης, με την 26/2010 απόφαση του ΑΕΔ, που επέλυσε τη διαφωνία μεταξύ των ολομελειών του Αρείου Πάγου (αριθ. 7/2007) και του Συμβουλίου Επικρατείας (αριθ. 3689/2009), έγινε δεκτό ότι η αυτοδίκαιη ανάκληση θεωρείται ότι δεν έγινε, στην περίπτωση κατά την οποία ο καθ` ου η απαλλοτρίωση υποβάλλει προς το Υπουργείο έγγραφη δήλωση ότι επιθυμεί τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης εντός προθεσμίας ενός έτους από την πάροδο της τασσόμενης για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως προθεσμίας του ενάμιση έτους. Στη συνέχεια ακολούθησε νομοθετική μεταβολή και με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 προστέθηκε νέα διάταξη στην παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001 (Κ.Α.Α.Α.), που ορίζει: "Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης που άρθηκε αυτοδίκαια λόγω παρέλευσης της ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, μπορούν να υποβάλουν αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση της προθεσμίας, περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας".

Περαιτέρω, στο άρθρο 39 παρ. 3α εδάφ. στ` και ζ` του ν. 4024/2011 ορίστηκε ότι η ρύθμιση αυτή έχει αναδρομική ισχύ εφαρμοζόμενη και επί απαλλοτριώσεων που είχαν αυτοδικαίως αρθεί, λόγω παρέλευσης της παραπάνω προθεσμίας του ενάμισι έτους κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011 (27.10.2011), υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι θα υπέβαλαν την ανωτέρω αίτηση και υπεύθυνη δήλωση για τη διατήρηση της απαλλοτριώσεως μέχρι τις 31.12.2012. Έτσι, με την επαναφορά σε ισχύ, με το άρθρο 39 παρ. 3α του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226/Τεύχος Α/27-10-2011), διατάξεως παρεμφερούς του άρθρου 11 παρ. 3 ν.δ. 797/1971, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 ν. 212/1975 (ΑΕΔ 26/2010, ΣτΕ Ολομ. 922/2014), η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είχε περιληφθεί, αρχικά, στο ν. 2882/2001, διευκολύνεται η διάσωση της απαλλοτριώσεως και η εκτέλεση έργων δημόσιας ωφέλειας, με την συναίνεση, όμως, των θιγόμενων ιδιοκτητών, προκειμένου να μην πλήττεται το άξιο προστασίας συμφέρον τους (βλ. σελ. 23 της αιτιολογικής εκθέσεως του νόμου 4024/2011), οι οποίοι και μόνο, όπως θα εκτεθεί στην συνέχεια, έχουν το δικαίωμα να προβάλουν την αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτριώσεως με την παρέλευση των δεκαοκτώ μηνών, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Πάντως, με τις προεκτεθείσες διατάξεις ενεργοποιείται πλέον η επιβολή περιορισμών στην περιουσία του ενδιαφερομένου για την διατήρηση της απαλλοτριώσεως ιδιοκτήτη. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης επεμβαίνει, αφενός μεν στο ανώτατο ύψος της ήδη καθορισμένης αποζημιώσεως, αποκλείοντας στον καθ` ου την δυνατότητα να ζητήσει τον δικαστικό επανακαθορισμό της σε μεγαλύτερο ύψος με βάση την επίκαιρη αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου του, αφετέρου δε, στους τόκους υπερημερίας που θα οφείλοντο σε περίπτωση εγέρσεως, εκ μέρους του, καταψηφιστικής αγωγής για την επιδίκαση της αποζημιώσεως, με δικαιολογητικό λόγο την επιδίωξη του νομοθέτη να περιοριστεί το πρόσθετο οικονομικό κόστος, εξαιτίας της επανακηρύξεως της απαλλοτριώσεως και του καθορισμού αυξημένων, λόγω του μεταγενέστερου χρόνου υπολογισμού, τιμών μονάδας, χωρίς να παραβλέπεται και η μείωση του κύρους του Δημοσίου ή άλλων δημόσιων φορέων, υπέρ των οποίων κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση και οι οποίοι κατέλαβαν τις εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν, δίχως να πληρώσουν την αποζημίωση, όπως αυτά διατυπώνονται στην ίδια 23η σελίδα της αιτιολογικής αυτής εκθέσεως (Α.Π. 275/2016).

Επομένως, υπό την ισχύ της νέας ως άνω ρυθμίσεως καθίσταται σαφές ότι: α) η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από την δημοσίευση της αποφάσεως προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως, β) η αρμόδια διοικητική αρχή (αν το ζητήσει ο θιγόμενος ιδιοκτήτης) υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από την λήξη της προθεσμίας του προηγουμένου εδαφίου πράξη με βεβαιωτικό χαρακτήρα για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γ) εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτριώσεως (που κατά τα ανωτέρω ήρθη αυτοδικαίως), έχουν το δικαίωμα μέσα σε ένα έτος από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής να υποβάλουν (τυπική) αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρμόδια διοικητική αρχή, ζητώντας τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της προσδιορισμένης αποζημιώσεως, δ) το αίτημά τους δεν γίνεται πλέον, χωρίς άλλο, δεκτό, αλλά υπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της διοικητικής αρχής, η οποία σταθμίζοντας, ως υπόχρεη για την καταβολή της αποζημιώσεως, την σκοπιμότητα του έργου και γενικότερα το δημόσιο συμφέρον για την διατήρηση της απαλλοτριώσεως, αποφασίζει επ` αυτού κυριαρχικά.

Η απόφαση της διοικήσεως για διατήρηση της απαλλοτριώσεως, κατ` εφαρμογή της νέας διατάξεως, δεν συνιστά δέσμια αρμοδιότητα, αλλά ρητά αφέθηκε στην διακριτική της ευχέρεια με βάση το δημόσιο συμφέρον και την σκοπιμότητα του έργου. Επομένως, σε αντίθεση με το προ του άρθρου 39 παρ. 3α ν. 4024/2011 καθεστώς, υπό τις νέες ρυθμίσεις δεν αρκεί μόνη η υποβολή από τον θιγόμενο ιδιοκτήτη δηλώσεως για τη διατήρηση της αυτοδικαίως αρθείσας απαλλοτριώσεως, αλλά πρέπει επιπροσθέτως το σχετικό αίτημά του να γίνει αποδεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση, χωρίς, πάντως, να τίθεται κάποια προθεσμία μέσα στην οποία η διοίκηση θα πρέπει να γνωστοποιήσει την απάντησή της στον αιτούντα, οπότε θα ισχύει η προθεσμία των πενήντα (50) ημερών του άρθρου 4 παρ. 1 εδάφ. α` του ν. 2690/1999 (Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) και ε) αν το αίτημα του καθ` ου η απαλλοτρίωση γίνει δεκτό από την αρχή αυτή, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημιώσεως (αφού ισχύει η ήδη καθορισμένη) ούτε η αναζήτηση (από τον δικαιούχο της αποζημιώσεως) τόκων υπερημερίας. Η υποβολή της ως άνω δηλώσεως απαιτείται για την ενημέρωση του Υπουργείου προς έκδοση της σχετικής πράξεως για την άρση της απαλλοτριώσεως, η οποία έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα (Ολ.ΑΠ 7/2007). Ωστόσο, η προαναφερόμενη αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτριώσεως, με βάση τη γενικευμένη παραδοχή ότι αποβλέπει αποκλειστικά στο συμφέρον του καθ` ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, για να μην παραμένει η απαλλοτρίωση (που κηρύχθηκε σε βάρος του) επί μακρό χρονικό διάστημα εκκρεμής και μετέωρη, προς βλάβη των συμφερόντων του, εξαιτίας της δεσμεύσεως της ιδιοκτησίας του, μόνο απ` αυτόν μπορεί να προταθεί, όχι όμως και από εκείνον υπέρ του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση ή τον υπόχρεο προς καταβολή της αποζημιώσεως (Α.Π. Ολομ., 12/2018, 7/2007). Κατά συνέπεια, η προθεσμία αυτή (του ενός έτους από την παρέλευση της παραπάνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας) ούτε αποκλείει την κατά τη διάρκειά της υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως που προσδιορίστηκε οριστικά ούτε, στην περίπτωση άπρακτης παρελεύσεώς της, επιφέρει απόσβεση της αξιώσεως αποζημιώσεως από την πιο πάνω αιτία για τον δικαιούχο, που όχι μόνο δεν την επικαλείται αλλά, αντίθετα, ασκεί αγωγή επιδικάσεως της εν λόγω αποζημιώσεως που έχει καθοριστεί ή εκδίδει διαταγή πληρωμής ως τίτλο για την είσπραξη αυτής (Α.Π. Ολομ. 12/2018, βλ. και Α.Π. Ολομ. 7/2007, Α.Π. 1630/2018, Α.Π. 498/2017, Α.Π. 754/2011, Α.Π. 1305/2010).

Περαιτέρω, με το άρθρο 131 παρ. 1 του ν. 4070/ 2012 (ΦΕΚ 82/Τεύχος Α/10-4-2012) προστέθηκε η παράγραφος 10 του άρθρου 20 του ν. 2882/2001, σύμφωνα με την οποία, εφόσον η απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως, κατ` εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 11 ή ανακλήθηκε νόμιμα, κατ` εφαρμογήν της παρ. 1 του άρθρου 11, δεν υφίσταται δικαίωμα του καθ` ου η απαλλοτρίωση για την έγερση καταψηφιστικής αγωγής με αντικείμενο την καταβολή της οριστικής αποζημιώσεως. Στην μεταβατική διάταξη του άρθρου 146 του ίδιου νόμου 4070/2012 προσδιορίζεται ποίες από τις νέες διατάξεις εφαρμόζονται αποκλειστικά στις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται από την έναρξη της ισχύος του και εφεξής (παρ. 1) και ποίες εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών απαλλοτριώσεων (παρ. 9). Στις τελευταίες αυτές διατάξεις δεν αναφέρεται ρητά το τροποποιημένο άρθρο 20 του ν. 2882/2001 (Α.Π. Ολομ. 12/2018, Α.Π. 1630/2018).

Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης

Ο Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης είναι Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Υπηρετεί στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών Εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών Εταιρεία Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων. Διατέλεσε Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Αστικού Δικαίου στη Νομική...

Συλλογικό εργατικό δίκαιο - 3η έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η απόλυση υπό όρο στην ποινική νομοθεσία των ναρκωτικών

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΠΑΛΝΑΚΟΣ

send