logo-print

Δάνειο σε Ελβετικό Φράγκο: Η πρώτη δικαίωση

Η απόφαση 23/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης αποτελεί την πρώτη πανελλαδική δικανική κρίση, κατά τη γνώση του γράφοντος, σε επίπεδο νομικής αντιμετώπισης της ρήτρας συνομολόγησης σύμβασης σε ελβετικό φράγκο. Είχε αντικείμενο επί τα χείρω για το δανειολήπτη (εν προκειμένω καταναλωτή) μεταβολή της ισοτιμίας των νομισμάτων Ευρώ (€) και Ελβετικού Φράγκου (CHF), με συνέπεια την υπέρμετρη επιβάρυνση της θέσης του λόγω της κατακόρυφης αύξησης της μηνιαίας δόσης του και άρα του πραγματικού ποσού αποπληρωμής. Η ρήτρα αυτή κρίθηκε, ορθώς, βάσει των συνθηκών της σύναψης της σύμβασης και του αντικειμενικού ορίζοντα κατανόησης του δανειολήπτη, καταχρηστική βάσει του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 και άρα άκυρη.

Πιο αναλυτικά, ο ενάγων, συνταξιούχος αστυνομικός και απόφοιτος τεχνικού λυκείου, συνήψε σύμβαση στεγαστικού δανείου με νόμισμα χορήγησης το Ελβετικό Φράγκο και εκταμίευσης το ισόποσό του σε Ευρώ το 2007, για να επωφεληθεί από το προσφερόμενο επιτόκιο LIBOR. Οι μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις καταβάλλονταν σε Ευρώ, στο ισόποσο της τρέχουσας δόσης που υπολογιζόταν αρχικά σε ελβετικό φράγκο, με βάση την ισοτιμία του εθνικού μας νομίσματος σε σχέση με το ελβετικό. Κατά το άρθρο 7α της επίμαχης σύμβασης, ο δανειολήπτης είχε υποχρέωση να εκπληρώνει τις απορρέουσες από τη σύμβαση υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Πλην όμως, αν και η ισοτιμία των δύο νομισμάτων ανερχόταν σε 1,65 Ευρώ/ Ελβετικά Φράγκα όταν καταρτίστηκε η σύμβαση, σταδιακά το ελβετικό νόμισμα ενισχύθηκε, με συνέπεια κάποια στιγμή να βρίσκεται 1,19. Άρα, αν και το ποσό της μηνιαίας δόσης σε Ελβετικό Φράγκο έμενε σταθερό, εντούτοις το πραγματικά καταβαλλόμενο από το δανειολήπτη ποσό σε Ευρώ γιγαντωνόταν υποχρεούμενος εν τέλει να καταβάλει πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που πραγματικά δανείστηκε.

Κατόπιν αγωγής του, το δικαστήριο διέγνωσε την καταχρηστικότητα του ως άνω όρου 7α της ένδικης δανειακής σύμβασης κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν.2251/1994, διότι, κατά το αιτιολογικό, « ... , με την ως άνω ρήτρα δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, εν προκειμένω, ο ενάγων, ο οποίος από κανένα στοιχείο δενα ποδείχθηκε πως διέθετε ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, α μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσει, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου... Δεν μπορούσε, επομένως, αυτός να γνωρίζει εκ των προτέρων τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει. Και ναι μεν ο επίμαχος όρος ήταν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη, πλην, όμως, μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα,- στην οικεία μείζονα σκέψη, προκειμένου να κριθεί ως έγκυρος βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας του ως προς τις οικονομικές συνέπειες του οδηγεί ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών καιν δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή - πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την Τράπεζα (ΑΠ
1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128).
Εν τέλει, καταλήγει στο συμπέρασμα πως η εναγόμενη Τράπεζα, όσον αφορά την απόδοση του εν λόγω δανείου, δεν μπορεί να εφαρμόζει συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική από εκείνη, που ίσχυε κατά την αποδέσμευση του κεφαλαίου αυτού (δανείου). Έτσι, έκρινε τον επίμαχο όρο άκυρο, αναγνωρίζοντας ότι οι καταβολές, που ο ενάγων είχε πραγματοποιήσει σε ευρώ προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών που απέρρεαν από την ένδικη σύμβαση, έπρεπε να υπολογιστούν από την εναγόμενη σε ελβετικά φράγκα, με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου (2007).

Η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ούτε να θεωρείται εξαιρετική, αλλά προβλέπεται να ακολουθήσουν και άλλες με παρόμοιο σκεπτικό, διότι ακολουθεί κατά γράμμα πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην απόφασή του της 30.4.2013 C – 26/13, Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε προδικαστική απόφαση επί του ζητήματος, κατόπιν ερωτημάτων που τέθηκαν από το Ουγγρικό Ακυρωτικό.

Στην υπό κρίση περίπτωση λοιπόν κρίθηκε ορθώς ότι με την ένδικη ρήτρα 7α δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων. Έτσι, και λαμβανομένων υπόψη των λοιπόν ιδιαιτεροτήτων της σύμβασης, ιδίως του μορφωτικού επιπέδου του ενάγοντος, για τον οποίο δεν αποδείχθηκε πως διέθετε ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος για να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσει, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου, ο όρος κρίθηκε ως καταχρηστικός. Σημειώνεται ότι ο όρος είναι σαφής κατά το γράμμα του και δεν τίθεται ζήτημα ένταξής του στη σύμβαση, πλην όμως η νοηματική του ασάφεια οδηγεί εν τέλει σε καταχρηστικότητα του όρου και έτσι σε ακύρωσή του. Το επιγενόμενο κενό καλύφθηκε με συμπληρωτική ερμηνεία της σύμβασης, κατά το άρθρο 200 ΑΚ (εν προκειμένω δεν φαίνεται μεθοδολογικά ορθή η προτεραιότητα του ενδοτικού δικαίου έναντι της βούλησης των μερών κατά την πλήρωση του κενού), και οδήγησε στην αναγνώριση ως νομίσματος υπολογισμού των αποπληρωμών εξ αρχής το ελληνικό νόμισμα με βάσει την αρχική ισοτομία τη στιγμής της κατάρτισης της σύμβασης βάσει ενός συνόλου «ενδείξεων», δηλαδή κινητών κριτηρίων, αλληλοσυμπληρωματικά δρώντων, τα οποία βάρυναν κατά την κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου και τις οποίες χρησιμοποίησε για να πληρώσει το κενό που εμφανίστηκε στη δικαιοπραξία.

Δείτε την απόφαση 23/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης εδώ.

Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης

Ο Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης είναι Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Υπηρετεί στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών Εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών Εταιρεία Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων. Διατέλεσε Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Αστικού Δικαίου στη Νομική...

Ο ρατσιστικός λόγος μίσους ως μορφή του ρατσιστικού εγκλήματος

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΣΚΑΛΗΣ

Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας 2η έκδοση- καλλιτεχνικό

ΜΠΙΤΖΙΛΕΚΗΣ Ν.

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send