Δημοτική φορολογία: Η αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού, κωδικοποίησης και ερμηνείας της νομοθεσίας
05/11/2020
06/11/2020
Με την ορολογία «δημοτική φορολογία» εννοούμε μια σειρά φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών, κυρίως ανταποδοτικού χαρακτήρα, η επιβολή των οποίων, είτε είναι εκ του νόμου υποχρεωτική (τέλη καθαριότητας και φωτισμού, Τ.Α.Π.), είτε προβλέπεται δυνητικά (ειδικά τέλη), προκειμένου οι δήμοι να αντιμετωπίζουν υπηρεσιακές δαπάνες ή πόρους για την κατασκευή τοπικών έργων. Τα έσοδα που προέρχονται από την επιβολή όλων των ανωτέρω αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των λεγόμενων τακτικών δημοτικών προσόδων.
Σχεδόν όλη η δημοτική φορολογία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ακίνητη περιουσία. Και για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, τα έσοδα των δήμων προσδιορίζονται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό από τα ιδιωτικά ακίνητα των δημοτών τους. Ειδικότερα, η τοπική αυτοδιοίκηση επιβάλλει εις βάρος των ιδιοκτητών, εκτός από το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (Τ.Α.Π.) -το ύψος του οποίου καθορίζεται από τους ίδιους του δήμους- και επιπλέον τέλη καθαριότητας και φωτισμού, φόρο ηλεκτροδοτούμενων χώρων, δυνητικά τέλη και τέλη κατάληψης πεζοδρομίου, σημεία τριβής στις σχέσεις μεταξύ των δήμων και των δημοτών.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, στον οποίο καταλήγουν πολλές αναφορές, έχει διαπιστώσει εδώ και μια δεκαετία περίπου, ότι το θεσμικό πλαίσιο -στο οποίο βασίζονται όσα ανωτέρω αναφέρονται- αποτελεί «θύλακα διαφθοράς» της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εξάλλου, η προβληματική αντιμετώπιση πρακτικών ζητημάτων επιβολής φόρων και η μη ενιαία εφαρμογή της νομοθεσίας από δήμο σε δήμο, προκαλούν σοβαρές αμφισβητήσεις της νομιμότητας των σχετικών πράξεων.
Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων που ακυρώνουν σωρεία διοικητικών πράξεων των ΟΤΑ, για τυπικούς λόγους. Όμως, το «σύστημα αντέχει» γιατί ο πολίτης, οποτεδήποτε ανακύπτει μια μικροδιαφορά του με την πολιτεία προτιμά να «τελειώνει» άρον άρον με αυτήν, ακόμη και στην περίπτωση που αντιλαμβάνεται ότι ο Δήμος του παρανομεί και εφαρμόζει το νόμο κατά το δοκούν. Εξάλλου, συνήθως, το κόστος για τον απλό πολίτη, είναι ανεκτό και έτσι ο Δήμος εισπράττει μικροποσά από πολλούς, που δεν αντέχουν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, από την οποία, ναι μεν θα δικαιωθούν, αλλά θα έχει ήδη περάσει μία πενταετία, τουλάχιστον…
Ας δούμε όμως, γιατί φθάσαμε ως εδώ: τα δημοτικά τέλη επιβλήθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 25/1975 (ΦΕΚ Α’ 74) «σε κάθε ακίνητο εντός της διοικητικής περιφέρειας του δήμου…», το δε Τ.Α.Π. με το άρθρο 24 του Ν. 2130/1993 (ΦΕΚ Α’ 62). Η ιστορία ξεκινάει πολύ παλαιότερα με το Β.Δ. 29.9/20.10.1958, συνεχίζεται με το Ν.Δ. 318/1969, το Ν 429/1976, το Ν. 1080/1980, το Ν. 2130/1993, το Ν. 2539/1997 κ.α. και καταλήγει σε σωρεία διάσπαρτων διατάξεων της τελευταίας δεκαπενταετίας, με αποκορύφωμα τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα, με τα οποία επιχειρήθηκε ο ορισμός των εννοιών των «ηλεκτροδοτούμενων», «κενών», «μερικώς χρησιμοποιούμενων» κ.α. κατηγοριών ακινήτων και των κύριων και βοηθητικών χώρων αυτών. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, μετά από τόσες και τόσες προσπάθειες, η ίδια η Διοίκηση αλλιώς ορίζει, επί παραδείγματι το «ηλεκτροδοτούμενο» ακίνητο για τις ανάγκες της κεντρικής φορολογίας (ΕΝΦΙΑ - Ε9) και αλλιώς για τα δημοτικά τέλη. Αλλιώς, ορίζει την έννοια του «κύριου χώρου» ο Κτιριοδομικός Κανονισμός και αλλιώς τον εννοεί η ΠΟΛ 1237/2014, για τις ανάγκες συμπλήρωσης του Ε9.
Πρόσφατα, με το άρθρο 51 του Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ Α’ 204) έγινε μια αξιόλογη προσπάθεια εκ μέρους του Υπουργείου Εσωτερικών και με τη συνδρομή του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος λειτούργησε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα (https://tetragonika.govapp.gr/) με την οποία ο πολίτης είχε την ευχέρεια από τον υπολογιστή του, να υποβάλλει ηλεκτρονικά δηλώσεις με τα στοιχεία των ακινήτων του σε κάθε δήμο, με χρήση των πληροφοριών του Περιουσιολογίου (Ε9) και του Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. μέσω του οποίου εισπράττονται όλα τα ανωτέρω μαζί με τους λογαριασμούς κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και τελικά να απαλλαγεί από τυχόν αναδρομικά δημοτικά τέλη και Τ.Α.Π. με προσαυξήσεις και πρόστιμο.
Μνημειώδης ήταν η σχετική αναφορά για την αναγκαιότητα υιοθέτησης της εν λόγω διάταξης στην αιτιολογική έκθεση του προς ψήφιση -τότε- νομοσχεδίου: «Υπάρχουν Δήμοι που με αποφάσεις των οργάνων τους, κατά παράνομο τρόπο, απενεργοποίησαν την είσπραξη του δημοτικού τέλους […] και δημιούργησαν στους οφειλέτες την πεποίθηση ότι δεν όφειλαν να εισπράξουν το τέλος αυτό από τους συναλλασσόμενους με αυτούς. Αυτό όπως είναι φυσικό δημιούργησε οφειλές, με πρόστιμα και προσαυξήσεις τα οποία επιβλήθηκαν χωρίς οι οφειλέτες να έχουν καμία ευθύνη, αφού οι αποφάσεις των δημοτικών αρχών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, με παράνομο τρόπο, τους απάλλασσε από την καταβολή του εν λόγω τέλους. Προκειμένου να αρθεί η αδικία αυτή, κρίνεται σκόπιμο, οι οφειλέτες αυτοί, να απαλλαγούν από πρόστιμο και προσαυξήσεις και να τους δοθεί η δυνατότητα να […]».
Ήδη, από την 1η Οκτωβρίου 2020, η προθεσμία των δηλώσεων έληξε και μεταξύ των δήμων επικρατεί σύγχυση για τον τρόπο επιβολής των αναδρομικών τελών και προστίμων:
- Αρκεί η δήλωση από έναν συνιδιοκτήτη (και όχι από όλους), τη στιγμή που η πλατφόρμα κατασκευάστηκε με βασικό κριτήριο τον αριθμό παροχής ρεύματος ανά ακίνητο, ή απαιτείτο να γίνει από όλους;
- Θα απαλλαγεί ο ένας, ως συνεπής πολίτης και θα πληρώσει ο άλλος αναδρομικά από το έτος 2009 και με προσαύξηση 200% για την τελευταία μη παραγεγραμμένη πενταετία για το Τ.Α.Π. και προσαύξηση 100% για τα δημοτικά τέλη; Ή θα απαλλαγούν και οι δύο μέχρι 31/12/2019;
- Τι γίνεται με τα ακίνητα που ηλεκτροδοτούνται εποχιακά;
- Τι ευχέρεια παρέχει ο νόμος στους δήμους, πλέον του προσδιορισμού των συντελεστών (0,25‰-0,35‰ Τ.Α.Π.), να ορίζει άλλες τιμές ανά κατηγορία ακινήτου (π.χ. επαγγελματικά ακίνητα, κατοικίες, αγροτικές αποθήκες, στεγασμένους χώρους, κ.ο.κ);
- Απαλλάσσονται ή όχι οι στεγασμένες βεράντες από το Τ.Α.Π.;
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα εκατοντάδες ερωτήματα που οι ίδιοι οι δημοτικοί υπάλληλοι μας έθεσαν κατά τη διάρκεια ενός εξειδικευμένου σεμιναρίου για το εν λόγω θέμα -που εισηγηθήκαμε- και πρέπει άμεσα να δοθούν απαντήσεις από τους αρμόδιους φορείς.
Οι λύσεις είναι πολλές και εξαρτώνται από την οπτική του καθενός και τα συμφέροντα που -με την επιστημονική έννοια- εξυπηρετεί. Μία λύση θα ήταν, η κεντρική Διοίκηση να αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους και κάθε Δήμος να εφαρμόζει το νόμο, όπως επιθυμεί, στο πλαίσιο μιας μικροπολιτικής που διαιωνίζει την κακοδιοίκηση και εν τέλει, τη διαφθορά.
Η άλλη λύση, που κάθε πολίτης θα απαιτούσε από τους υγιείς δημοκρατικούς θεσμούς, είναι να υπάρξει μια ενιαία και συνολική -αυτή τη φορά- αντιμετώπιση του θέματος, στη βάση μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης της έννοιας της δημοτικής φορολογίας. Δύσκολο και μακρόπνοο έργο…
Υπάρχει όμως και μια ενδιάμεση λύση, ίσως όχι απολύτως νομικά ορθή, πλην όμως αρκετά αποτελεσματική, όπως εξάλλου έχει γίνει αποδεκτή στη χώρα μας και σε μεγάλο βαθμό «δουλεύει» στη φορολογική πρακτική. Είναι αυτή της έκδοσης ερμηνευτικής εγκυκλίου, από τον αρμόδιο Υπουργό, που θα καθιστά σαφή το νόμο -και πάντως θα εισηγείται ενιαίο τρόπο εφαρμογής του-.
Η ενιαία αντιμετώπιση του θέματος είναι ο στόχος. Εξάλλου, με τον τρόπο αυτό, θα έρθουμε πιο κοντά στις επιδιώξεις του «Καλλικράτη», που δεν ήταν άλλες από την αποτελεσματικότητα των Ο.Τ.Α. ως διοικητικές δομές και την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας και ευρωστίας τους…