Γιατί συμφέρει η κατάθεση και κατοχύρωση ονόματος και η συχνότερη περίπτωση προσβολής εμπορικού σήματος (trademark).
07/02/2022
13/05/2022
Ι. Οι αριθμοί
Σύμφωνα με έρευνα του EUIPO (European Union Intellectual Property Office – Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) σε συνεργασία με τον EPO (European Patent Office – Ευρωπαϊκό Γραφείο ∆ιπλωµάτων Ευρεσιτεχνίας), επιχειρήσεις οι οποίες επενδύουν σε δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (τέτοιο είναι και το εμπορικό σήμα - trademark) παρουσιάζουν αυξημένα έσοδα ανά υπάλληλο (revenue per employee ratio) κατά 55%.
Πράγματι, το εμπορικό σήμα αποτελεί σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης για μια επιχείρηση. Παράλληλα, αποτελεί βασικό περιουσιακό στοιχείο με μεγάλη δυναμική. Βάσει δεδομένων και επιστημονικών μελετών, αποφέρει κέρδη. Αυτό άλλωστε το αναγνωρίζει και η ίδια η αγορά: σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), από το 2008 παρατηρείται μία συνεχής αύξηση των αιτήσεων καταχώρισης σήματος της ΕΕ. Εντός του 2020 κατατέθηκαν 176.992 αιτήσεις, αριθμός υπερδιπλάσιος από εκείνο των 87.498 που καταγράφηκε για το 2008.
Υπό το πρίσμα και των ανωτέρω διαπιστώσεων, παρίσταται δικαιολογημένη η ιδιαίτερη μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι επιχειρήσεις για τη διαφύλαξη των εμπορικών σημάτων τους από ενδεχόμενες προσβολές.
Ποιος είναι όμως ο λόγος προσβολής του σήματος που διαπιστώνεται συχνότερα στη διοικητική και δικαστηριακή πρακτική; Πρόκειται για τον «κίνδυνο σύγχυσης» (likelihood of confusion). Η εξοικείωση με τον όρο αυτό είναι χρήσιμη για κάθε σηματούχο.
ΙΙ. Η βασική λειτουργία του σήματος - πότε παραβιάζεται
Τα παρακάτω βοηθούν αποφασιστικά στην παρουσίαση του ζητήματος. Είναι εύκολα στην κατανόησή τους και αποτελούν «δομικούς λίθους» για το δίκαιο του εμπορικού σήματος.
Η θεμελιώδης λειτουργία του σήματος συνίσταται σε εκείνο το οποίο στη νομική επιστήμη αποκαλούμε «λειτουργία προέλευσης». Το σήμα απολαμβάνει προστασίας διότι έχει, βασικά, την εξής χρησιμότητα: διακρίνει τα αγαθά μεταξύ τους με βάση την προέλευση. Αυτό, με τη σειρά του, όχι μόνο ευνοεί τους καταναλωτές (εξοικονομώντας τους χρόνο για την εξεύρεση του αγαθού της αρεσκείας τους), αλλά και τις επιχειρήσεις, οι οποίες βλέπουν στο σήμα τους το όχημα στο οποίο μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν μεγάλο μέρος των επενδύσεών τους. Η όποια «καλή απόδοση» συγκεκριμένου προϊόντος, κεφαλαιοποιείται «χτίζοντας» πάνω στο σήμα το οποίο φέρει. Στο εξής, το καταναλωτικό κοινό θα διάκειται ευμενέστερα προς τα προϊόντα τα οποία η σηματούχος επιχείρηση θα κυκλοφορήσει στην αγορά. Τούτο αποτελεί ένα κέρδος, ένα προβάδισμα στην αγορά, ήδη από την 1η ημέρα.
Με άλλα λόγια και με μια πιο παραστατική διατύπωση, η καλή απόδοση συγκεκριμένου προϊόντος «χτίζει» σε δύο επίπεδα: στις υψηλές πωλήσεις αυτού καθ’ εαυτού του αγαθού αλλά και στη βελτίωση της εικόνας με την οποία το καταναλωτικό κοινό συνδέει το σήμα που φέρει το συγκεκριμένο αγαθό. Ακριβώς αυτή η δεύτερη σύνδεση, θα έχει ως αποτέλεσμα ένα αφετηριακό πλεονέκτημα για κάθε επόμενο αγαθό που θα φέρει το ίδιο σήμα. Αν τώρα και το επόμενο προϊόν είναι ικανοποιητικό, αυτό πάλι θα χτίσει σε δύο επίπεδα κ.ο.κ.
Ιδανικά το κοινό έχει συνδέσει ξεκάθαρα στο μυαλό του το σήμα με συγκεκριμένη επιχείρηση: οτιδήποτε μπορεί να διαταράξει αυτή την καθαρή εικόνα, αποτελεί πρόβλημα για την αρχιτεκτονική του δικαίου του σήματος και για τις αξιολογήσεις οι οποίες το στηρίζουν. Τέτοιο πρόβλημα ανακύπτει, για παράδειγμα, στην περίπτωση στην οποία από τη συνύπαρξη δύο σημάτων δημιουργείται ο κίνδυνος σύγχυσης στο μυαλό του ενδιαφερόμενου κοινού. Ως «κίνδυνος σύγχυσης», με άλλα λόγια, θα μπορούσε να περιγραφεί αυτή η «επικάλυψη» του ενός σήματος από ένα άλλο. Πράγματι, αυτό τον όρο χρησιμοποιεί και ο νέος νόμος 4679/2020 περί εμπορικών σημάτων, σε στοίχιση με διατάξεις της ΕΕ (Οδηγία 2015/2436 ΕΕ και Κανονισμός 2017/1001 ΕΕ).
ΙΙΙ. Ο κίνδυνος σύγχυσης
Το πότε συντρέχει κίνδυνος σύγχυσης αποτελεί μία θεματική η οποία από μόνη της υποστηρίζει την έκδοση νομικού συγγράμματος. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψιν είναι αρκετοί και η περιπτωσιολογία σχεδόν ανεξάντλητη.
Παρακάτω θα επιχειρηθεί μια σύντομη παρουσίαση των βασικότερων παραγόντων που εξετάζει στην πράξη η Διοικητική Επιτροπή Σημάτων (ΔΕΣ) και τα διοικητικά και τα πολιτικά Δικαστήρια προκειμένου να διαπιστώσουν εάν συντρέχει (ή όχι) κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ δύο ενδείξεων:
Αρχικά, λαμβάνει χώρα μια σύγκριση μεταξύ των εκατέρωθεν ενδείξεων. Αυτή, περαιτέρω, βασίζεται σε τρεις άξονες: i) στην οπτική σύγκριση των ενδείξεων (visual comparison – απαντά στο ερώτημα «τι φαίνεται»;) ii) στην ηχητική σύγκριση των ενδείξεων (aural comparison – απαντά στο ερώτημα «τι ακούγεται αν διαβαστεί το λεκτικό τμήμα της ένδειξης»;) και iii) στη νοηματική σύγκριση των ενδείξεων (conceptual comparison – απαντά στο ερώτημα «πού παραπέμπει τη σκέψη μας το λεκτικό ή εικαστικό τμήμα της ένδειξης»;). Για κάθε κατ’ ιδίαν είδος σύγκρισης, έχουν διαπλασθεί ειδικότεροι κανόνες, μέσω της νομολογίας αλλά και κατευθυντήριων γραμμών (guidelines) από τον EUIPO.
Κατόπιν, ισοσθενή σημασία έχει και η σύγκριση των εκατέρωθεν αγαθών τα οποία φέρουν το σήμα. Όσο περισσότερο αυτά γειτνιάζουν, τόσο πιθανότερο είναι να καταλήξει το Δικαστήριο σε διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης˙ αξίζει αυτό το πόρισμα να το ελέγξει κανείς και στον εαυτό του. Πράγματι, είναι πιθανότερο να υποκύψουμε σε σύγχυση (εννοείται πάντα: μεταξύ ενδείξεων) εάν τα αγαθά που φέρουν οι δύο συγκρουόμενες ενδείξεις είναι ίδια ή ακόμα και αρκετά όμοια, παρά εάν τα αγαθά παρουσιάζουν μικρό μόνο βαθμό ομοιότητας. Η πιθανότητα να μπερδέψει κανείς το σήμα Α με το (έστω παρόμοιο) σήμα Β είναι λιγότερες αν το σήμα Α διακρίνει τσιπς και το σήμα Β διακρίνει προϊόντα γάλακτος, παρά αν και το σήμα Β διακρίνει τσιπς ή γκοφρέτες.
Και σε αυτό το στάδιο, η παρακολούθηση της νομολογίας αποτελεί, θα λέγαμε, το σημαντικότερο εφόδιο για την διαφύλαξη των συμφερόντων του σηματούχου. Διότι το εάν πρόκειται ή όχι για όμοια αγαθά, αποτελεί μια κρίση η οποία στηρίζεται σε πληθώρα λοιπών ειδικών υποκριτηρίων. Συγκεκριμένα και ειδικά σε σχέση με το κριτήριο συνάφειας των αγαθών, έχει κριθεί ότι, ενδεικτικά, θα εξεταστεί η αγορά στην οποία απευθύνονται, τι είδους καταναλωτικές ανάγκες καλύπτουν και λοιπά στοιχεία όπως η ύλη από την οποία συνίστανται. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), λαμβάνονται υπ’ όψιν όλα τα στοιχεία που μπορούν να συνδράμουν στη σύγκριση των αγαθών και ιδίως η φύση τους, η χρήση για την οποία ενδείκνυνται (προορισμός - π.χ. επί φαρμακευτικών προϊόντων το εάν αντιμετωπίζουν την κεφαλαλγία ή τις μυικές κράμπες), ο τρόπος που αυτή γίνεται (π.χ. αλοιφή ή χάπι), εάν τα αγαθά τελούν σε σχέση ανταγωνισμού μεταξύ τους (εναλλάξιμα προϊόντα), εάν αποτελεί το ένα συμπλήρωμα του άλλου, ή ακόμα και εάν τα διακρινόμενα αγαθά είθισται να παρέχονται από μία επιχείρηση (ώστε να παρίσταται πιθανότερος ο κίνδυνος διαταραχής της λειτουργίας προέλευσης στη συνείδηση του κοινού).
Κρίσιμο όμως είναι και το κοινό στο οποίο απευθύνεται το αγαθό που φέρει το σήμα, υπό την έννοια ότι εξετάζεται ο βαθμός προσοχής του. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, κρίσιμα είναι και πάλι τα αγαθά που φέρουν τις συγκρινόμενες ενδείξεις, για τον ακόλουθο λόγο: άλλη προσοχή επιδεικνύουμε κατά την αγορά ενός ακριβού ρολογιού και άλλη κατά την αγορά ενός αναψυκτικού. Επομένως, αν επιδείξουμε μεγάλη προσοχή, ενδέχεται μια ελαφριά διαφοροποίηση στη μια ένδειξη να αρκεί ή πάντως να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κρίση του Δικαστηρίου (και επομένως εκείνο να μπορεί ευκολότερα να καταλήξει στη διαπίστωση μη συνδρομής κινδύνου σύγχυσης). Αντίθετα, εάν τα αγαθά είναι π.χ. καθημερινής κατανάλωσης, εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι το κοινό κατά κανόνα δεν αποδίδει ιδιαίτερη σημασία σε μικρές διαφοροποιήσεις. Όλα τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία τα οποία λαμβάνει υπ’ όψιν η διοικητική αρχή ή το Δικαστήριο.
Υπ’ όψιν επίσης λαμβάνεται και ένα σύνολο λοιπών παραγόντων όπως de facto καταστάσεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν (για παράδειγμα η «ειρηνική» συνύπαρξη επί σειρά ετών των δύο ενδείξεων θα απομακρύνει τη διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης - για αυτό είναι και σημαντικό να λαμβάνονται μέτρα από πλευράς σηματούχου ευθύς αμέσως μόλις αντιληφθεί την προσβολή).
Προσοχή όμως χρειάζεται και στο εξής: προκειμένου να διαπιστωθεί η συνδρομή κινδύνου σύγχυσης απαιτείται έστω ελάχιστη ομοιότητα ενδείξεων και έστω ελάχιστη ομοιότητα αγαθών. Δηλαδή, εάν κριθεί ότι είτε οι ενδείξεις είτε τα αγαθά διαφέρουν μεταξύ τους, η συνδρομή κινδύνου σύγχυσης είναι αποκλεισμένη. Αυτός ο κανόνας είναι βασικός – παρέκκλιση εντοπίζουμε μόνο στα λεγόμενα σήματα φήμης (η προστασία των σημάτων φήμης θα αποτελέσει περιεχόμενο άλλης δημοσίευσης). Έτσι, εάν παραλλάσσαμε το ανωτέρω παράδειγμα των τσιπς και των προϊόντων γάλακτος με ποδήλατα, από τη μία πλευρά, και χάπια για τον πονοκέφαλο, από την άλλη, ο κίνδυνος σύγχυσης θα πρέπει να θεωρείται αποκλεισμένος (με εξαίρεση, όπως γράφτηκε, το πεδίο των «σημάτων φήμης»).
Γενικά, τα ειδικότερα κριτήρια βάσει των οποίων διεξάγονται αυτές οι συγκρίσεις είναι λεπτομερή και απαιτούν τη συνεχή παρακολούθηση και την εξέλιξη της νομολογίας, τόσο της εγχώριας, όσο και της διεθνούς. Ακριβώς επειδή πρόκειται για έντονα υποκειμενικές αξιολογήσεις, η κρίση διενεργείται βάσει αρχών που διαπλάθονται μέσω της νομολογίας – η δε διάπλαση βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη. Για το λόγο αυτό πολύ συχνά η κοινή αίσθηση περί ομοιότητας (ή όχι) μεταξύ ενδείξεων ή αγαθών κινδυνεύει να είναι εσφαλμένη. Χρήσιμη είναι η συνδρομή ενός ειδικού, ο οποίος θα εφαρμόσει τα ειδικά κριτήρια που δέχεται η νομολογία και θα καταλήξει σε μια ασφαλή συμβουλή ή ακόμα και σε συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές (dos & don’ts) προς διαμόρφωση του σήματος.
IV. Με λίγα λόγια
Είναι ευφυές η προστασία του εμπορικού σήματος να τίθεται ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων μιας επιχείρησης. Ένα καλό προϊόν ή υπηρεσία, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την ισχύ του εμπορικού σήματος που τα συνοδεύει. Πρόκειται για μία διαδικασία αμοιβαία επωφελή και «εμπορικά οικολογική»: το καλό προϊόν χτίζει το σήμα, το οποίο σήμα στη συνέχεια δίνει ήδη μία ώθηση “from day one” σε κάθε νέο προϊόν˙ παράλληλα εάν και το νέο προϊόν επιβεβαιώσει τη φήμη του σήματος και είναι καλό, θα προσθέσει κύρος στο σήμα το οποίο στη συνέχεια θα υποστηρίξει με ακόμα περισσότερη ένταση τα νέα προϊόντα. Μπορούμε όλο αυτό τον μηχανισμό να το παρομοιάσουμε με ένα κλειστό κύκλωμα με μηδενικές «τριβές», μηδενικές απώλειες και μεγιστοποίηση των ωφελειών. Κατά τούτο, η περιφρούρησή του από εγχειρήματα που ενδέχεται να το προσβάλουν και να το αποδυναμώσουν αποτελεί μια πράγματι καλή συμβουλή.
Όπως είδαμε, βασική αιτία προσβολής του σήματος αποτελεί η πρόκληση «κινδύνου σύγχυσης». Η κρίση περί του τι συνιστά κίνδυνο σύγχυσης αποτελεί μία διανοητική διεργασία με μεγάλη περιπτωσιολογία, πολυπαραγοντική, πολλές φορές μάλιστα απαιτεί και μια διεπιστημονική θεώρηση των πραγμάτων. Το ελάχιστο προαπαιτούμενο είναι η στενή παρακολούθηση της νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων αλλά κυρίως του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ και ΓΔΕΕ). Η εξήγηση είναι απλή: οι διατάξεις για το εμπορικό σήμα προέρχονται από ενωσιακά κείμενα, για την ερμηνεία του περιεχομένου των οποίων τη μεγαλύτερη βαρύτητα έχουν οι κρίσεις των Δικαστηρίων της ΕΕ. Πράγματι και στην πρακτική της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (ΔΕΣ) και των ελληνικών Δικαστηρίων, η πλευρά της οποίας η θέση θα υποστηρίζεται από τη νομολογία του ΔΕΕ ή του ΓΔΕΕ συνηθέστατα επικρατεί.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, απλουστευτικά, πολλές φορές (ιδίως στην Αμερική) γίνεται λόγος για το “grandma’s test”: εάν η γιαγιά μπερδέψει το ένα σήμα με το άλλο, μάλλον θα υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης. Στην πραγματικότητα όμως η όλη διεργασία είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, τα αγαθά δεν θα απευθύνονται πάντα «στη γιαγιά» ενώ και η προσοχή που επιδεικνύουμε – αναλόγως των αγαθών – διαφέρει. Όλα αυτά τα λαμβάνουν φυσικά υπ’ όψιν η νομολογία και η Διοίκηση όταν κρίνουν επί υποθέσεων σήματος, ενώ και η δημιουργία ειδικών κριτηρίων και υποκριτηρίων βρίσκεται υπό συνεχή εξέλιξη.
Είναι σημαντικό να επιστήσουμε την προσοχή στο εξής: περιπτώσεις προσβολής είναι πιθανό να ανακύψουν ακόμα και στις περιπτώσεις στις οποίες ένας μη νομικός δεν το θεωρεί καν πιθανό. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να μας προσεγγίζουν εντολείς στους οποίους επιδόθηκε εξώδικο ή ακόμα και αγωγή ή αίτηση ακύρωσης σήματος, για χρήση συγκεκριμένης ένδειξης, με τον ισχυρισμό ότι «προκαλείται κίνδυνος σύγχυσης» με σήμα τρίτου και οι οποίοι (εντολείς) ειλικρινώς θεωρούν ότι η ένδειξή τους διαφοροποιείται επαρκώς. Βάσει αυτής της πεποίθησης, άλλωστε, οικοδόμησαν την εμπορική τους προσπάθεια σε συγκεκριμένη ένδειξη.
Όπως σημειώθηκε όμως, η διαπίστωση για τη συνδρομή κινδύνου σύγχυσης πολύ απέχει από μια υποκειμενική εντύπωση που, δικαιολογημένα, μπορεί να έχει ο καθένας από εμάς. Ακριβώς επειδή πρέπει να υπάρχει μια ελάχιστη ασφάλεια και αντικειμενικότητα στις κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, η διοίκηση και τα Δικαστήρια βασίζονται σε συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία, ευλόγως, ο επιχειρηματίας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, πολλώ δε μάλλον να εφαρμόζει.
Όλα τα παραπάνω ενισχύονται αν συνυπολογίσουμε ότι (νομικά) ο «κίνδυνος σύγχυσης» περιλαμβάνει και τον «κίνδυνο συσχέτισης» – ζήτημα που θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο μας. Προς το παρόν, αρκούμαστε στην εξής αναφορά: ως κίνδυνος συσχέτισης νοείται όχι απλά ο κίνδυνος να θεωρήσει το κοινό ότι δύο ενδείξεις προέρχονται από την ίδια επιχείρηση, αλλά ακόμα και ότι προέρχονται από διαφορετικές επιχειρήσεις οι οποίες όμως διατηρούν ορισμένο σύνδεσμο (π.χ. οικονομικό, εμπορική συνεργασία κτλ).
*Ο Γιάννης Ψαράκης (ΜΔΕ Αστικού Δικαίου – ΜΔΕ Φορολογικού Δικαίου – ΜΔΕ Εμπορικού Δικαίου) είναι συνεργάτης της Δικηγορικής Εταιρείας Ψαράκης|Κεφαλάς (www.psarakislegal.com) και ιδρυτής του IP Hub “The Trademark Hoop” (www.thetrademarkhoop.com).
Το βιβλίο του «Ο Κίνδυνος Σύγχυσης στο Δίκαιο του Σήματος» κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο «Νομική Βιβλιοθήκη».
(Αναδημοσίευση από www.epixeiro.gr/article/301855)