Η δωρεά αιτία θανάτου ως εξαίρεση της απαγόρευσης σύναψης κληρονομικής σύμβασης
19/09/2024
15/10/2024
Σύμφωνα με το άρθρο 1710§1 ΑΚ «Κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι)». Από το άρθρο αυτό προκύπτει με ενάργεια ότι οι λόγοι κληρονομικής διαδοχής καθορίζονται περιοριστικά στο νόμο και κατ’ επέκταση, η κληρονομιά μπορεί να επαχθεί στον εκάστοτε κληρονόμο μόνο με διαθήκη ή με νόμο. Παρεπόμενα, η επαγωγή της κληρονομιάς με σύμβαση κατ’ αρχήν δεν είναι επιτρεπτή.
Το αυτό γεγονός επιβεβαιώνει και το άρθρο 368 ΑΚ, που ορίζει ότι σύμβαση για την κληρονομία προσώπου που ζει είτε με το ίδιο είτε με τρίτο πρόσωπο, είτε για ολόκληρη είτε για ποσοστό της, είναι άκυρη. Το ίδιο ισχύει και για τη σύμβαση με την οποία περιορίζεται η ελευθερία ως προς τις διατάξεις τελευταίας βούλησης.
Δικαιολογητική βάση του εν λόγω θεσμού αποτελεί το ότι η σύναψη κληρονομικής σύμβασης πολλές φορές συνεφέλκεται με ανήθικες εξαρτήσεις μεταξύ των μερών, που την συνάπτουν και ελλοχεύει κινδύνους σε ό,τι αφορά συναλλαγές, που έχουν ως περιεχόμενο μελλοντικά δικαιώματα. Ούτω, και η ελευθερία του διατίθεται υπερισχύει της συμβατικής ελευθερίας, ενόψει του ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ο δωρητής να μεταβάλλει την απόφασή του ως προς την αιτία θανάτου διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων.
Στο πλαίσιο αυτό ζήτημα γεννάται αναφορικά με το εάν η δωρεά αιτία θανάτου αποτελεί κληρονομική σύμβαση, η κατάρτιση της οποίας απαγορεύεται βάσει της διάταξης του αρ. 368 ΑΚ. Κατά την κρατούσα άποψη, η δωρεά αιτία θανάτου εκφεύγει της ρυθμιστικής εμβέλειας του αρ. 368 ΑΚ, καθώς ο κανόνας της διάταξης αυτής δεν είναι απόλυτος, αλλά επιδέχεται εξαιρέσεις σε περίπτωση, που συνάγεται άλλως από το νόμο. Δεδομένου δε, ότι η δωρεά αιτία θανάτου ρυθμίζεται από τις διατάξεις του αρ. 2032 επ. ΑΚ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάρτισή της δεν καλύπτεται από την ως άνω απαγόρευση, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι ο δωρητής δεν καταλείπει όλη την περιουσία του στο δωρεοδόχο, όταν αυτός πεθάνει.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το αρ. 2032 ΑΚ αν δωρεά συμφωνηθεί με την αναβλητική αίρεση αν προαποβιώσει ο δωρητής ή αν πεθάνουν συγχρόνως και οι δύο συμβαλλόμενοι, χωρίς να έχει στο μεταξύ ο δωρεοδόχος την απόλαυση των αντικειμένων που δωρίζονται (δωρεά αιτία θανάτου), εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις δωρεές, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.
Έχοντας ως εφαλτήριο την ανωτέρω διάταξη, παρατηρείται ότι ο σκοπός απαγόρευσης της κληρονομικής σύμβασης δεν καταστρατηγείται, αφού για την κατάρτιση της δωρεάς αιτίας θανάτου θα πρέπει να υφίσταται συμφωνία ότι σε περίπτωση που ο δωρητής προαποβιώσει, το αντικείμενο της κληρονομιάς θα περιέλθει στο δωρεοδόχο και περαιτέρω ότι ενόσω βρίσκονται και τα δύο πρόσωπα εν ζωή, ο δωρεοδόχος δεν θα έχει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του ως άνω περιουσιακού στοιχείου.
Εξόν δε αυτού, η δωρεά αιτία θανάτου δεν αποτελεί έναν ανακόλουθο θεσμό εν σχέση με την απαγόρευση της κληρονομικής σύμβασης, ενόψει του ότι το γεγονός της επέλευσης του θανάτου, από το οποίο εξαρτώνται τα αποτελέσματα της σύμβασης, δε μεταβάλλει το χαρακτήρα της τελευταίας ως σύμβασης εν ζωή, αφού παράγει εν μέρει τα αποτελέσματά της και πριν από το θάνατο του δωρητή. Έτσι, ο δωρεοδόχος αντλεί δικαιώματα από την εν ζωή περιουσία του δωρητή και όχι από την κληρονομιά του.
Περαιτέρω, εριζόμενο θέμα αναφύεται στην περίπτωση που το αντικείμενο της συμβάσης αποτελεί ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του δωρητή. Κατά την ορθότερη άποψη, το γεγονός ότι η επαγωγή του περιουσιακού στοιχείου του δωρητή στο δωρεοδόχο θα γίνει μόνο μετά το θάνατό του δε συνεπάγεται και παραβίαση του αρ. 368 ΑΚ, επειδή η συρρίκνωση της ευχέρειας του εκάστοτε προσώπου να καταρτίζει δικαιοπραξίες εν ζωή διαθέτοντας την περιουσία του, έτσι ώστε να μπορεί να τη διαθέσει ελεύθερα αιτία θανάτου δεν εμπίπτει στον προστατευτικό σκοπό της ανωτέρω διάταξης.
Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση είναι εύλογη ενόψει του ότι θα ήταν αντιφατικό να θεωρείται έγκυρη η τοιαύτη σύμβαση, αν αντικείμενο της συμφωνίας αποτελούσε η μεταβίβαση του περιουσιακού αντικειμένου του δωρητή εν ζωή, ενώ η ίδια σύμβαση να λογίζεται ως άκυρη, όταν προστίθεται ένας επί της ουσίας ευνοϊκός όρος για το δωρητή, ήτοι ότι η επαγωγή του περιουσιακού του στοιχείου και η εκμετάλλευσή του από το δωρεοδόχο θα γίνει μετά το θάνατό του. Εξάλλου, το αυτό συμβαίνει σε περίπτωση που ένα πρόσωπο έχει μεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα ενός πράγματος με παρακράτηση της επικαρπίας του, ότε και μετά το θάνατό του, ο επικαρπωτής αποκτά πλήρες δικαίωμα κυριότητας επί του πράγματος.