Επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και άμυνα εναντίον της
Λόγοι ακύρωσης
27/11/2024
28/11/2024
Στο άρθρο αυτό θα εξεταστούν εγγύτερα ορισμένα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης με τον Ν. 4759/2020, τα οποία είχαμε εξετάσει ακροθιγώς σε προηγούμενα άρθρα.
Κρίθηκε νομολογιακά σχετικώς ότι με τη δέσμευση της ιδιοκτησίας επί μακρόν χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, η οποία, μάλιστα, είχε αρχικώς καθοριστεί, αλλά δεν καταβλήθηκε εντός του κατά το Σύνταγμα χρονικού διαστήματος, την αδυναμία του Δήμου να καταβάλει την αποζημίωση για την επανεπιβολή και άμεση συντέλεση της απαλλοτρίωσης, όπως η αδυναμία αυτή συνάγεται από την παρέλευση ιδιαίτερα μεγάλου χρονικού διαστήματος τόσο από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης όσο και από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η άρνηση της Διοίκησης να την άρει και το γεγονός ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν προκύπτει από τη φύση του πράγματος, ότι είναι πολεοδομικώς αναγκαία, όπως τούτο συνάγεται από την ως άνω συμπεριφορά της Διοίκησης, δηλαδή του μακρού διαδραμόντος χρόνου χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία συντελέσεως της απαλλοτρίωσης του ακινήτου προκειμένου να διανοιγεί η οδός, η δε αιτιολογία για την επίδικη επανεπιβολή «δεν αντίκειται στις κατά τεκμήριο πολεοδομικές ανάγκες της εξεταζόμενης περιοχής» δεν παρίσταται επαρκής, η επιχειρούµενη με την προσβαλλόμενη πράξη τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου δεν είναι νόμιμη.
Η πράξη τροποποίησης σχεδίου πόλεως δέον όπως καταρχήν αιτιολογείται νομίμως ως προς την αναγκαιότητα διατήρησης των συγκεκριμένων πολεοδομικών ρυθμίσεων βάσει πολεοδομικών κριτηρίων. Ο Δήμος (στην υπόθεση αυτή) δεν ήταν αρμόδιος να τροποποιήσει το σχέδιο πόλης αφεαυτός και όφειλε να διαβιβάσει το αίτημα των αιτούντων ιδιωτών για την τροποποίηση του σχεδίου πόλης προς άρση ρυμοτομικού βάρους επί της ιδιοκτησίας τους στην αρμόδια για την τροποποίηση του σχεδίου αρχή. Για τον λόγο αυτόν, ο οποίος καθ’ ερμηνεία του δικογράφου προβάλλεται, είναι ακυρωτέα η παράλειψη του Δήμου να διαβιβάσει την αίτηση των αιτούντων στο αρμόδιο για την τροποποίηση του σχεδίου πόλης όργανο της Διοικήσεως.
Για την επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης απαιτείται, όχι μόνον η καταρχήν πρόθεση και η δυνατότητα της Διοίκησης να αποζημιώσει τη θιγόμενη από τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση αιτούσα, ιδιοκτήτρια του εν λόγω χώρου, αλλά και η παρακαταθήκη εκ μέρους του Πράσινου Ταμείου συγκεκριμένου χρηματικού ποσού υπέρ του παρεμβαίνοντος Δήμου προς το σκοπό καταβολής της αποζημίωσης που οφείλεται στην αιτούσα λόγω της ένδικης απαλλοτρίωσης. Η δε κρίση της Διοίκησης περί συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, με τον χαρακτηρισμό του επίδικου ακινήτου εκ νέου ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου.