Το επιτρεπτό των παρεκκλίσεων στην ασφαλιστική σύμβαση Γενικής Αστικής Ευθύνης
Σύμφωνα με την υπ' αριθ. 2461/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, γνωστή ασφαλιστική εταιρεία αποζημιώνει με το ποσό των 100.000 ευρώ μεταφορική εταιρεία, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και δη λόγω θανατηφόρου εργατικού ατυχήματος. Κρίθηκε αλυσιτελής ο ισχυρισμός της ασφαλιστικής εταιρείας ότι με το εκδοθέν ασφαλιστήριο συμβόλαιο εξαιρούνταν οι εργαζόμενοι ως «τρίτοι» από την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου. Ο ασφαλιστής φέρει το βάρος της απόδειξης ότι ο λήπτης της ασφάλισης ενημερώθηκε για τις επίμαχες παρεκκλίσεις, γραπτώς ή με σχετική σημείωση με εντονότερα γράμματα στην πρώτη σελίδα του παραδοθέντος σε αυτόν ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Επίσης, θα πρέπει να έχει χορηγηθεί στο λήπτη της ασφάλισης έγγραφη δήλωση εναντίωσης και ο τελευταίος να μην έχει εναντιωθεί γραπτώς μέσα στην παραπάνω μηνιαία προθεσμία από την παραλαβή του περιέχοντος τις παρεκκλίσεις ασφαλιστηρίου.
26/09/2024
26/09/2024
Με αφορμή την υπ' αριθ. 2461/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προέκυψαν κάποιες ενδιαφέρουσες σκέψεις για τις προϋποθέσεις δεσμευτικότητας των «παρεκκλίσεων» στην ασφαλιστική σύμβαση γενικής αστικής ευθύνης, όπως επίσης και για τη δυνατότητα διεύρυνσης των απαλλακτικών ρητρών σε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, ζήτημα το οποίο θα αναλύσουμε στο Β' Μέρος αυτού του άρθρου.
Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 2: «περί ασφαλιστηρίου» του ν. 2496/1997, «Όταν η σύμβαση διέπεται από γενικούς ή ειδικούς ασφαλιστικούς όρους, ο ασφαλιστής οφείλει να μνημονεύσει τούτο στο τμήμα του ασφαλιστηρίου που αναγράφονται τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης και να τους παραδώσει στον ασφαλισμένο μαζί με το ασφαλιστήριο».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 5, «Αν το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, οι παρεκκλίσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί από την αρχή, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και εφόσον ο ασφαλιστής τον έχει ενημερώσει για την παρέκκλιση και για το δικαίωμα εναντίωσης γραπτά ή με σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, στοιχειοθετημένη με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη και έχει χορηγήσει σε αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης. Αν ο ασφαλιστής παρέλειψε να ενημερώσει ως άνω τον λήπτη και να του χορηγήσει το ως άνω υπόδειγμα, τότε οι παρεκκλίσεις δεν δεσμεύουν τον λήπτη της ασφάλισης και θεωρείται ότι έχει συμφωνηθεί το περιεχόμενο της αίτησης για ασφάλιση».
Συνεπώς, από το νόμο (άρθρο 2 του ν. 2496/1997) καθιερώνεται ως αποδεικτικός τύπος της ασφαλιστικής σύμβασης και των τυχόν προσθέτων όρων αυτής, το έγγραφο (ασφαλιστήριο), το οποίο εκδίδεται και υπογράφεται από τον ασφαλιστή, χωρίς να απαιτείται και η υπογραφή από τον λήπτη της ασφάλισης, ο οποίος δεσμεύεται και από τους τυχόν προσθέτους όρους, που τέθηκαν από τον ασφαλιστή κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου, κατά παρέκκλιση της αίτησης και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι «κατά παρέκκλιση» της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι, αναγράφονται στα εξατομικευμένα στοιχεία του ασφαλιστηρίου, γίνεται μνεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου με εντονότερα στοιχεία, ότι ο λήπτης έχει δικαίωμα εναντίωσης και χορηγείται στο λήπτη μαζί με το ασφαλιστήριο υπόδειγμα έντυπης δήλωσης εναντίωσης, ο δε λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώθηκε γραπτώς στους «κατά παρέκκλιση» της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όρους, εντός μηνός από της παραλαβής του ασφαλιστηρίου, σύμφωνα με την παρ. 4 του ως άνω άρθρου. Η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική, εάν αναλογισθεί κανείς, ότι στην παρ. 2 - περ. στ' του άρθρου 1 του ίδιου νόμου (ν. 2496/1997) ορίζεται, ότι θα πρέπει να αναγράφονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (σώμα) οι τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αν οι «εξαιρέσεις» αποτελούν «παρεκκλίσεις» από την αίτηση ασφάλισης και ο ασφαλιστής που εξέδωσε το ασφαλιστήριο παρέλειψε, να ενημερώσει τον λήπτη, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, δηλαδή με εντονότερα στοιχεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, καθώς και να χορηγήσει στο λήπτη έγγραφη δήλωση εναντίωσης, τότε οι «κατά παρέκκλιση» της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι δε δεσμεύουν το λήπτη και η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί υπό τους όρους της αίτησης προς κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις τάσσονται σωρευτικά από το νόμο (άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2496/1997), χωρίς να μπορεί η αναγραφή του δικαιώματος εναντίωσης με εντονότερα στοιχεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, να αρκεί για την απόδειξη της αδράνειας εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης, εάν δεν παραδοθεί στο λήπτη η έγγραφη δήλωση εναντίωσης εις διπλούν.
Αδιαμφισβήτητα, δίχως, την παράθεση και γνώση των ρητρών εξαίρεσης της ασφάλισης το αντικείμενο της ασφάλισης παραμένει ασαφές κατά τρόπο, μάλιστα, που ο λήπτης της ασφάλισης να αιφνιδιάζεται για το περιεχόμενό τους. Οι ρήτρες που εισάγουν εξαιρέσεις κάλυψης, είναι λοιπόν καθοριστικές για την περιγραφή του ασφαλιζόμενου κινδύνου. Δεν αφορούν επουσιώδη στοιχεία της σύμβασης, αλλά ουσιώδη, καθώς αναφέρονται στο προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες παρέχεται ασφαλιστική προστασία. Ο ν. 2497/1997 επιβεβαιώνει, ότι πρόκειται για ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης, αφού επιβάλλει την υποχρέωση του ασφαλιστή να συμπεριλάβει με ρητή αναφορά τις εν λόγω «εξαιρέσεις» στο ίδιο το ασφαλιστήριο, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 1: «Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον: στ) τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης». Δεν αρκεί, προκειμένου να αποκτήσουν ισχύ, μόνο η πρόβλεψή τους στο έντυπο των γενικών όρων ασφαλίσεως.
Η "ratio” του νομοθέτη με την πρόβλεψη αυτή είναι η διασφάλιση της ορθής γνώσης του λήπτη της ασφάλισης και η προστασία του από αθέμιτες και αιφνιδιαστικές πρακτικές των ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες επεδίωκαν, να καλλιεργούνται ανακριβείς εντυπώσεις για το εύρος της ασφαλιστικής κάλυψης με τον πρωτογενή προσδιορισμό της ασφαλιστικής κάλυψης, οι οποίες, ωστόσο, ανατρέπονταν πλήρως, μέσω των λεγόμενων «ψιλών γραμμάτων». H αναγκαιότητα αυτής της νομοθετικής παρέμβασης ερείδεται στο γεγονός, ότι ο λήπτης της ασφάλισης - κατά κανόνα – δε λαμβάνει τα έντυπα των γενικών όρων πριν την υποβολή της αίτησης, υποβάλει δε την αίτηση ασφάλισης, χωρίς η σύναψη αυτής να προϋποθέτει την υπογραφή ή έγγραφη αποδοχή και από τον ίδιο της ασφαλιστικής σύμβασης. Πλέον, η παραπάνω διαδικασία για την ένταξη των «εξαιρέσεων» και «περιορισμών» στην ασφαλιστική σύμβαση, διασφαλίζει, ότι ο λήπτης της ασφάλισης έχει με την παράδοση του ασφαλιστηρίου σαφή και πλήρη γνώση του εύρους της κάλυψης, ώστε να τη συγκρίνει και να την επιλέξει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται η καταστρατήγηση του σκοπού της ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς οι «εξαιρέσεις», όταν δεν έχουν καταστεί με εμφαντικό τρόπο γνωστές, απογοητεύουν τις συναλλακτικές προσδοκίες του λήπτη της ασφάλισης και δεν κατοχυρώνεται η απαιτούμενη διαφάνεια.
Δεν αρκεί, λοιπόν, να ενημερώνει το ασφαλιστήριο για την ύπαρξη εξαιρέσεων, αλλά θα πρέπει να προβλέπει το ίδιο τις «εξαιρέσεις». Η μη τήρηση, όπως προεκτέθηκε, της παραπάνω νομοθετικής προϋπόθεσης τάξης περί εισαγωγής των «εξαιρέσεων» στο σώμα του ασφαλιστήριου συμβολαίου συνεπάγεται το ανίσχυρο αυτών, κατά τα άρθρα 1 παρ. 2 και 2 παρ. 3 του ν. 2496/1997.
Γίνεται δεκτό από την υπ' αριθ. 2461/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ότι εισάγεται ρύθμιση διαφορετική από τις διατάξεις των άρθρων 191 εδ. β' και 192 Α.Κ., κατά τις οποίες «Αποδοχή (της προτάσεως) με τροποποιήσεις θεωρείται σαν αποποίηση με νέα πρόταση. Η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει, σ' αυτόν που πρότεινε, η δήλωση αποδοχής της πρότασής του». Η διαφοροποίηση αυτή υπαγορεύθηκε από την ανάγκη, να παρασχεθεί στο λήπτη της ασφάλισης και, κατ' επέκταση, στον ασφαλισμένο προστασία έναντι της οργανωμένης και ευρισκόμενης σε πλεονεκτικότερη θέση ασφαλιστικής επιχείρησης, από τον αιφνιδιασμό του λήπτη με τη θέση ειδικών όρων και ρυθμίσεων στο ασφαλιστήριο, το οποίο εκδίδεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, συνήθως μετά την κατάρτιση της ασφαλιστικής συμβάσεως. Ως «παρεκκλίσεις» από την αίτηση θεωρούνται εκτός των άλλων και οι «ειδικοί όροι εξαίρεσης» από την κάλυψη, οι οποίοι τέθηκαν από τον ασφαλιστή κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου, και οι οποίοι δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της αιτήσεως. Ο ασφαλιστής φέρει το βάρος της απόδειξης ότι ο λήπτης της ασφάλισης ενημερώθηκε για τις επίμαχες παρεκκλίσεις, γραπτώς ή με σχετική σημείωση με εντονότερα γράμματα στην πρώτη σελίδα του παραδοθέντος σε αυτόν ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Επίσης, θα πρέπει να έχει χορηγηθεί στο λήπτη της ασφάλισης έγγραφη δήλωση εναντίωσης και ο τελευταίος να μην έχει εναντιωθεί γραπτώς μέσα στην παραπάνω μηναιαία προθεσμία από την παραλαβή του περιέχοντος τις παρεκκλίσεις ασφαλιστηρίου. Διαφορετικά, σε περίπτωση αγωγικής αξίωσης του λήπτη της ασφάλισης λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, προβάλλεται αλυσιτελώς ο ισχυρισμός, ότι με το εκδοθέν ασφαλιστήριο προβλέπονται εξαιρέσεις από την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου (ΟλΑΠ 9/2014, ΑΠ 1825/2008, ΠολΠρωτΠειραιά 2461/2024).
Ωστόσο, πέραν της διαδικασίας ένταξης μίας «εξαίρεσης» κάλυψης στη σύμβαση, ο ν. 2496/1997 θέτει περιορισμούς με βάση ουσιαστικά κριτήρια. Ο βασικός ουσιαστικός περιορισμός προκύπτει από το άρθρο 13 του ν. 2496/1997, το οποίο επιτρέπει τη συμβατική διεύρυνση των περιορισμών στις δύο πρώτες παραγράφους «εξαιρέσεων» κάλυψης, μόνον «εφόσον αυτή υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή» (παρ. 3). Δεν καταλείπεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στις ασφαλιστικές εταιρείες ως προς την εισαγωγή «εξαιρέσεων» κάλυψης. Η «Γενική Αστική Ευθύνη» υπό το πρίσμα των άρθρων 13 και 25 του ν. 2496/1997, περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη. Επιδέχεται, όμως, «εξαιρέσεις» και δεν παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη, αν οι πράξεις ή οι παραλείψεις προκλήθηκαν από δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή σε περίπτωση που η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου οφείλεται σε πολεμικά γεγονότα, στάσεις ή λαϊκές ταραχές, σε φυσική απομείωση των πραγμάτων αυτών. Επιπλέον, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης προς ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται, στη μεν ασφάλιση ζημιών, σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων, μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους ή των νομίμων αντιπροσώπων τους ή των επαγγελματικά η φύλαξη του αντικειμένου της αφάλισης. Ο ασφαλιστής δικαιούται μόνο το δεδουλευμένο ασφάλιστρο (παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 2496/1997).