logo-print

Αλλαγές στον ΚΠολΔ: Παρατηρήσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Ως προς τη μείωση των προθεσμιών έκδοσης απόφασης, την αύξηση της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, τη θέσπιση σταδίου προελέγχου του δικογράφου, τον επαναπροσδιορισμό των ανακοπών και άλλα ζητήματα

09/07/2025

09/07/2025

Τις παρατηρήσεις της επί του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου του Υπουργείο Δικαιοσύνης, με το οποίο επέρχονται νέες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δημοσίευσε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.

Όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου της Ένωσης, ανάμεσα στην πλειάδα των προτεινόμενων ρυθμίσεων ξεχωρίζουν:

α) η ρύθμιση του 307 ΚΠολΔ για τη μείωση των προθεσμιών έκδοσης απόφασης και τη θέσπιση προληπτικής απολογίας προς το Προϊστάμενο ενόψει ακόμα και μόνο του ενδεχομένου υπέρβασης της προθεσμίας, με παράλληλη ενημέρωση και των διαδίκων,

β) η ραγδαία αύξηση της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου δικάζοντος κατ΄ έφεση από τις 30.000 ευρώ στις 80.000 ευρώ,

γ) η θέσπιση σταδίου προελέγχου του δικογράφου ακόμα και για την αοριστία,

δ) ο άμεσος προσδιορισμός δικασίμου με την κατάθεση του δικογράφου, χωρίς πρόνοια για μεταβατικό στάδιο και αποφυγή διπλών πινακίων και

ε) ο επαναπροσδιορισμός των ανακοπών.

Πιο αναλυτικά, η Ένωση επεσήμανε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

Άρθρο 18παρ.2 ΚΠολΔ (αρθ.4 ΣχΝ): Αρμοδιότητα Πολυμελούς Πρωτοδικείου εφέσεων

Η επιλογή αυτή, παρά την προσωρινή ελάφρυνση που προκαλεί στο εφετείο, σε βάρος του πολυμελούς πρωτοδικείου, α) ανατρέπει την κανονικότητα που είναι το κατ΄ έφεση δικαστήριο να συντίθεται από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές σε σχέση με το πρωτοβάθμιο, αξιοποιώντας την εμπειρία τους, β) θα προκαλέσει σημαντικά λειτουργικά προβλήματα στις συνθέσεις των νέων πολυμελών πρωτοδικείων, ιδίως των επαρχιακών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις του ίδιου δικαστηρίου, θα καλούνται να δικάζουν τις πρωτόδικες αποφάσεις των ομόβαθμων πια συναδέλφων τους, γ) ενόψει του γεγονότος ότι το ύψος του ορίου απαιτήσεων (80.000 ευρώ) αφορά πολύ μεγάλο ποσοστό της δικαστικής ύλης, το οποίο αφαιρείται από τα εφετεία, καθιστά τα τελευταία ένα σχηματισμό προσανατολισμένο κυρίως στην εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, εξέλιξη προβληματική δοθέντος ότι το εφετείο αποτελεί εκείνο το τμήμα του Σώματος που θα αποτελέσει τη δεξαμενή των δικαστών που θα στελεχώσουν τον Άρειο Πάγο και δ) περιορίζεται δραστικά το εύρος των λόγων αναίρεσης, λόγω των περιορισμών του άρθρου 560 ΚΠολΔ, σε ένα τεράστιο εύρος υποθέσεων, καθώς οι απαιτήσεις ύψους 80.000 ευρώ, κάθε άλλο παρά μικρές και επουσιώδεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν λαμβάνοντας υπόψιν και τις παρούσες οικονομικές συνθήκες.

Μέχρι τη θέσπιση των αναγκαίων τουλάχιστον 200 νέων οργανικών θέσεων εφετών, θα πρέπει η ύλη του Εφετείου να παραμείνει ανάλογη με τον αριθμό των υπηρετούντων σε αυτά δικαστών. Επομένως φρονούμε ότι η αρμοδιότητα ως προς τις εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου θα πρέπει να παραμείνει στα σημερινά επίπεδα, ήτοι όταν η αξία της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, ή όταν το μίσθωμα της μισθωτικής διαφοράς δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ ή στις ειδικές περιπτώσεις των άρθρων 14 ως 24 του άρθρου 16.

Άρθρο 144 ΚΠολΔ (αρθ. 22 ΣχΝ): Δεσμευτικότητα προθεσμιών για το δικαστήριο

Με την προτεινόμενη προσθήκη διάταξης επιχειρείται η δια νόμου παραβίαση του αυτοδιοίκητου των πολιτικών δικαστηρίων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη αυτή, οι προθεσμίες που θέτει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, θα πρέπει να αποκτούν ένα βαθμό υπέρτερης ισχύος, ώστε να ακυρώνονται δι΄ αυτών τα όσα ορίζονται στους κανονισμούς ως προς την οργάνωση της λειτουργίας του δικαστικού σχηματισμού και τον χρόνο προσδιορισμού της εκδίκασης των υποθέσεων, χωρίς να δύναται να ληφθούν οι υπόψιν οι λοιπές συνθήκες υπηρεσιακής οργάνωσης και στελέχωσης των δικαστικών σχηματισμών ή φαινόμενα υπερχρέωσης.

Η προτεινόμενη διάταξη είναι αντίθετη με τον πυρήνα του συνταγματικώς κατοχυρωμένου αυτοδιοίκητου χαρακτήρα της οργάνωσης των δικαστηρίων, στο βαθμό που περιορίζει –στα στενότερα όρια που διαγράφουν οι θεσπιζόμενες προθεσμίες του ΚΠολΔ - τη δυνατότητα εύρυθμης διαμόρφωσης της δικαστικής οργάνωσης, όπως αυτή διαγράφεται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων. Πρόκειται για διάταξη που παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις του Συντάγματος και ιδίως του άρθρου 93παρ.1 και επόμενα και πρέπει να απαλειφθεί.

Άρθρο 215 ΚΠολΔ (αρθ. 24 ΣχΝ) για τον προσδιορισμό συζήτησης υποθέσεων

Η προτεινόμενη τροποποίηση είναι άλλη μία παρέμβαση στην οργάνωση των δικαστικών σχηματισμών, που θίγει ευθέως το αυτοδιοίκητο και την ισχύ των Κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ως άνωθι εκτέθηκε ενόψει και της αλλαγής στο άρθρο 144 ΚΠολΔ, ενώ βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων που καθιερώνουν την ύπαρξη ανώτατης κατά κεφαλήν χρέωσης του δικαστικού λειτουργού (άρθρο 19παρ.5β ΚΟΔΔΚΛ). Σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη, κατά την κατάθεση, προσδιορίζεται απευθείας και ο χρόνος συζήτησης της υπόθεσης, η οποία θα λαμβάνει χώρα σε διάστημα από 6 έως 7 μήνες από την κατάθεση (ή από 9 έως 10 αν αφορά επίδοση στο εξωτερικό).

Η ρύθμιση σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 144 ΚΠολΔ, επιχειρεί να διαμορφώσει ένα ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο εκδίκασης όλων των υποθέσεων, ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία εκδικάζονται και τις ανάγκες του δικαστηρίου. Ιδίως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου το περίσσευμα χρέωσης, έχει καταστήσει αδύνατο μέχρι σήμερα τον προσδιορισμό περίπου δύο ετών υποθέσεων τακτικής διαδικασίας, η ανελαστική λογική που διέπει τη ρύθμιση, οδηγεί με μαθηματικά βέβαιο τρόπο σε αριθμητικό τριπλασιασμό των πινακίων, καθώς στην απευκταία περίπτωση που η εφαρμογή της διάταξης εκκινήσει από 16 Σεπτεμβρίου 2025, αναμένεται η άμεση δημιουργία παράλληλων πινακίων με ορίζοντα τουλάχιστον διετίας.

Επιπλέον, η ίδια η μορφή της διάταξης, αναμένεται να οδηγήσει και σε τεχνικά προβλήματα. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, ο προσδιορισμός κατά την κατάθεση, θα οδηγήσει στην επιβάρυνση των πινακίων και του χρόνου απονομής Δικαιοσύνης, με υποθέσεις οι οποίες εν τέλει δε θα εκδικασθούν για λόγους που αφορούν τους διαδίκους. Όμως αυτό δε θα μπορεί να διαπιστωθεί παρά μόνο όταν πλέον θα είναι αργά, προκαλώντας την ίδια κατάσταση την οποία το ΣχΝ επιδιώκει να αντιμετωπίσει στα πλαίσια του επαναπροσδιορισμού των ανακοπών.

Άρθρο 307 ΚΠολΔ (αρθ.32 ΣχΝ): Προθεσμίες έκδοσης οριστικής απόφασης

Με την προτεινόμενη ρύθμιση, που είναι με διαφορά, η πιο αποκομμένη από την πραγματικότητα και η πιο προσανατολισμένη στην οριζόντια εντατικοποίηση του δικαστικού έργου, επιχειρείται η μείωση του χρόνου έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, όταν αφορά υποθέσεις τακτικής και ειδικής διαδικασίας και εκούσιας δικαιοδοσίας στους 6 και 4 μήνες αντίστοιχα. Οι προτεινόμενες προθεσμίες, που αποτελούν σημαντική απόκκλιση από τον κανόνα του εύλογου χρόνου έκδοσης απόφασης στους οκτώ μήνες κατά τον ΚΟΔΚΔΛ, δε λαμβάνουν υπόψιν τόσο το μεγάλο αριθμό των χρεώσεων των δικαστικών λειτουργών, τα πολλαπλά καθήκοντά τους, λαμβανομένου υπόψιν του ότι πλην της ειδικής περίπτωσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου λειτουργεί αυτοτελές ποινικό τμήμα, οι λοιποί δικαστές ταυτόχρονα με τις πολιτικές υποθέσεις, προετοιμάζονται, δικάζουν και εν τέλει παραδίδουν καθαρογραμμένες και πλήθος ποινικών αποφάσεων ετησίως, χρέωση ιδιαίτερα σημαντική που όμως παρουσιάζεται ως αμελητέα.

Ταυτόχρονα, ο νομοθέτης επιχειρεί να θεσπίσει ένα θεσμό προκαταβολικής απολογίας του δικαστή, ενόψει του ενδεχομένου υπέρβασης του καθορισμένου χρόνου έκδοσης των αποφάσεων. Για το λόγο αυτό σχεδιάζεται ότι θα υποχρεούται ο δικαστής να ενημερώνει τον διευθύνοντα το δικαστήριο περίπου ένα μήνα πριν την υπέρβαση του ορίου, ότι ενδέχεται να οδηγηθεί σε υπέρβαση του χρόνου και αυτή του η δήλωση θα διαβιβάζεται στην Επιθεώρηση του ΑΠ. Μετά τη διαδικασία αυτή, το δικαστήριο θα πρέπει να ενημερώνει τους διαδίκους για την ενδεχόμενη καθυστέρηση.

Με το σχεδιασμό αυτό, εισάγεται μια χαοτική γραφειοκρατία, κατά την οποία ο δικαστής θα πρέπει να αφιερώνει κάθε μήνα χρόνο και κόπο για να καταγράφει εκείνες τις δικογραφίες για τις οποίες το επόμενο μήνα θα συμπληρώνεται η προθεσμία του ή στην περίπτωση των ασφαλιστικών, οι 20 ημέρες από τη συζήτηση της υπόθεσης. Η ενημέρωση της διοίκησης του δικαστηρίου αλλά και της επιθεώρησης όχι για την καθυστέρηση, αλλά μόνο για το ενδεχόμενο αυτής, είναι μια πρωτοφανής σύλληψη, η οποία εκτός του ότι καθιστά υπόλογους ακόμα και εκείνους που συστηματικά κατορθώνουν να τηρούν τις προθεσμίες, επιβαρύνει πολύ το δικαστικό έργο χωρίς να προσφέρει τίποτα και άγει σε ένα μοντέλο φοβισμένου και διαρκώς ελεγχόμενου δικαστή, ο οποίος θα πρέπει στη δικανική του κρίση να συνυπολογίζει ότι το κόστος της σε βάθος διερεύνησης μίας υπόθεσης, μπορεί να είναι ο πειθαρχικός έλεγχος ή και η απόλυσή του. Το δε ενδεχόμενο, το δικαστήριο να ενημερώνει και τους διαδίκους, για τους λόγους καθυστέρησης της υπόθεσης, που μπορεί να είναι προσωπικοί, οικογενειακοί ή υγείας, σίγουρα πάντως απόρρητοι και προστατευόμενοι από τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα, δεν αποτελεί ένδειξη λογοδοσίας έναντι των πολιτών, όπως εσφαλμένα διατείνεται το υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά σαφή παραβίαση της προσωπικής τους ζωής και των προσωπικών τους δεδομένων.

Η διάταξη του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αποτελεί στο σύνολό της κόκκινη γραμμή για την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και πρέπει να απαλειφθεί στο σύνολό της. Ο χρόνος δημοσίευσης των πολιτικών αποφάσεων να παραμείνει ως ορίζεται στο σημερινό άρθρο 307 ΚΠολΔ.

Άρθρα 127-137 ΣχΝ: Ως προς τον επαναπροσδιορισμό των ανακοπών

Με τις προτεινόμενες διατάξεις επιχειρείται η προσπάθεια να λάβει χώρα διαχείριση του όγκου των προσδιορισμένων ανακοπών, ιδίως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, οι χρόνοι προσδιορισμού των οποίων έχουν καταστεί μη διαχειρίσιμοι. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αναγνωρίζει την αναγκαιότητα να λάβει χώρα μια διαδικασία εκκαθάρισης, ώστε να προκύψει το πραγματικό μέγεθος της εκκρεμότητας, καθώς ένας σημαντικός αριθμός εκ των προσδιορισμένων ανακοπών έχει ήδη εκδικασθεί κατά προτίμηση ή αναμένεται να ματαιωθεί, πλην όμως καταλαμβάνει χώρο στα πινάκια, εμποδίζοντας την επιτάχυνση της εκδίκασης των πραγματικά εκκρεμών υποθέσεων.

Όμως, η διαδικασία του επαναπροσδιορισμού, πρέπει να επιτρέπει στις Διοικήσεις των δικαστηρίων τη διακριτκή ευχέρεια να προσδιορίσουν εκ νέου σε συντομότερο χρόνο μεν την εκδίκαση, λαμβάνοντας, όμως, υπόψιν και τα υπόλοιπα δεδομένα υπερχρέωσης που αναμένεται να προκύψουν λόγω των προτεινόμενων ρυθμίσεων του παρόντος Σχεδίου Νόμου. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο ο επαναπροσδιορισμός να γίνει σταδιακά, λαμβάνοντας υπόψιν τον συνολικό αριθμό των αιτήσεων επαναπροσδιορισμού που θα λάβουν χώρα, ώστε να καταστεί διαχειρίσιμη η εκδίκαση υποθέσεων, που είχαν προσδιορισθεί για να εκδικασθούν σε πολύ μακρύτερο χρονικό σημείο, αλλά ταυτόχρονα να αποφευχθεί η δημιουργία νέας πηγής παράλληλης υπερχρέωσης για τους δικαστές σε όλα τα δικαστήρια. Σε αντίθετη περίπτωση, λόγω του τεράστιου όγκου αυτής της δικαστικής ύλης, που έχει καταλάβει δικασίμους μέχρι και το 2034, αναμένεται το ύψος των χρεώσεων κάθε δικαστή να υπερβεί κατά πολύ ακόμα και τα προτεινόμενα από το υπουργείο ανώτατα όρια χρεώσεων. Ρυθμίσεις που περιορίζουν την διακριτική ευχέρεια της διοίκησης των δικαστηρίων, ως προς το χρόνο επαναπροσδιορισμού, θα πρέπει να απαλειφθούν.

Δείτε αναλυτικά τις παρατηρήσεις της Ένωσης στο ende.gr

send