logo-print

Συνταγματικότητα του προβλεπόμενου ποσού αποζημίωσης 10.000€ για διαφημιστικά μηνύματα και κλήσεις

Απόφαση Εφετείου Αθηνών 573/2025

Άλλη μία δικαστική απόφαση, του Εφετείου Αθηνών αυτή τη φορά, ήρθε να επιβεβαιώσει ότι σύμφωνα με τη διαφαινόμενα παγιούμενη σταδιακά  νομολογία, το ελάχιστο όριο των 10.000€ που προβλέπει το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 3471/2006 ως αποζημίωση για τις ανεπιθύμητες διαφημιστικές κλήσεις και μηνύματα είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα και την αρχή της αναλογικότητας.

Τι προβλέπει ο Νόμος για τα ανεπιθύμητα διαφημιστικά μηνύματα και e-mails.

Υπενθυμίζουμε ότι ο Νόμος 3471/2006 (για την Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών) ορίζει στο άρθρο 11 παρ. 1 ότι μηνύματα για σκοπούς απευθείας προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, επιτρέπονται μόνο αν ο συνδρομητής συγκατατεθεί εκ των προτέρων ρητώς (σύστημα opt in). Εξαίρεση στον κανόνα αυτό προβλέπει η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου (11), σύμφωνα με το οποίο δεν απαιτείται προηγούμενη συγκατάθεση εάν πρόκειται για συνδρομητή με τον οποίο ο διαφημιζόμενος είχε προηγούμενη συναλλαγή κι έτσι απέκτησε τα στοιχεία επικοινωνίας του, υπό την διπλή προϋπόθεση ότι: α) του δίνεται εξαρχής η δυνατότητα εναντίωσης (συνεπώς θα πρέπει ήδη κατά την ώρα της συλλογής των στοιχείων επικοινωνίας να ενημερώνεται ότι αυτά πρόκειται να διατηρηθούν για σκοπούς άμεσης εμπορικής προώθησης) και β) να του δίνεται η δυνατότητα εναντίωσης σε κάθε μήνυμα εύκολα και δωρεάν (συνήθως στην πράξη αυτό επιτυγχάνεται μέσω του γνωστού πλήκτρου unsubscribe, ή υπερσυνδέσμου που οδηγεί σε ιστοσελίδα απεγγραφής).

Σε περίπτωση παραβίασης της εν λόγω υποχρέωσης, ο ίδιος νόμος (3471/2006) στο άρθρο 14 παρ. 2 αυτού, προβλέπει ότι το ελάχιστο όριο του ποσού που επιδικάζεται για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του άρθρου 932ΑΚ είναι 10.000 ευρώ (εκτός αν ο ενάγων ζητήσει μικρότερο ποσό).

Η νομική κρίση της 573/2025 του Εφετείου Αθηνών

Ακολουθώντας την κατεύθυνση της πρόσφατης απόφασης του Αρείου Πάγου υπ’ αριθ. 564/2024 επί της ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 2, το Εφετείο Αθηνών συντάσσεται με την παγιούμενη πλέον τάση της νομολογίας που θεωρεί ότι δεν μπορούν να μπουν στην ίδια ζυγαριά αναλογικότητας από τη μία πλευρά τα οικονομικά συμφέροντα των διαφημιζόμενων και από την άλλη θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, όπως η προστασία των προσωπικών δεδομένων. Οι αποφάσεις αυτές κρίνουν πως εν προκειμένω ο Νομοθέτης αξιολόγησε ήδη την προσβολή και θέσπισε το ανωτέρω ελάχιστο όριο των 10.000€ σταθμίζοντας τα αντικρουόμενα έννομα αγαθά, εκ των οποίων το ένα είναι το συνταγματικώς κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (αρθ. 9 Α Σ), έναντι του οποίου «δεν είναι ανάλογοι» οι οικονομικοί σκοποί που επιδιώκουν οι διαφημιζόμενοι. Ορισμένες προηγούμενες αποφάσεις , όπως και η πρωτόδικη της προκείμενης περίπτωσης, δεχόντουσαν εσφαλμένα ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3471/06, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και είναι αντισυνταγματική, θεωρώντας ότι δεν μπορεί ο νομοθέτης a priori να προβαίνει σε αποτίμηση του ύψους της ηθικής βλάβης κατά τρόπο αναλογικό και σύμφωνο με τα κριτήρια του άρθρου 25Σ.

Η υπ’ αριθ. 573/25 απόφαση του Εφετείου επανέλαβε ότι «τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων, που μπορεί να θίγονται ή περιορίζονται, όχι μόνο διασφαλίζονται συνταγματικά, αλλά τίθενται, υπό την «εγγύηση του Κράτους» και περιορίζονται μόνον χάριν λόγων δημοσίου συμφέροντος και υπό προϋποθέσεις. Ο εθνικός νομοθέτης, με σκοπό να διασφαλίσει την ελάχιστη προστασία των πολιτών από επεμβάσεις στα προσωπικά τους δεδομένα και στην ιδιωτικότητα αυτών από συνήθως ισχυρά οικονομικούς οργανισμούς που προωθούν τα προϊόντα τους και παράλληλα να έχει η ορισθείσα χρηματική ικανοποίηση, τον απαιτούμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα, έθεσε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 ως ελάχιστο όριο της «εύλογης χρηματικής ικανοποίησης το ποσό των 10.000 ευρώ. Συνεπώς, δεν είναι αντισυνταγματική η εν λόγω διάταξη, ως αντικειμένη στην από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αλλά σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, ενώ δεν υφίσταται αναλογία μεταξύ των οικονομικών σκοπών που εξυπηρετούνται με τις «αζήτητες» τηλεφωνικές διαφημιστικές κλήσεις και των συνταγματικά προστατευομένων προσωπικών δεδομένων των πολιτών.».

Σχολιασμός της απόφασης

Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη απόφαση εξαφάνισε την πρωτόδικη που αν και έκανε δεκτή την ιστορική και νομική βάση της αγωγής, επιδίκασε το ιδιαίτερα χαμηλό ποσό των 1.500€ για 4 επίδικα ανεπιθύμητα μηνύματα, παρά την πρόβλεψη του Νόμου για το ελάχιστο όριο των 10.000€ ανά παράβαση, κρίνοντάς το αντίθετο στο άρθρο 25 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα έσοδα που αποκομίζει ένας διαφημιζόμενος μεγάλος φορέας από κάθε τέτοια μαζική διαφημιστική καμπάνια υπερβαίνει ασύγκριτα ανά αποδέκτη το παραπάνω ποσό. Με λίγα λόγια, ένα τόσο χαμηλό ποσό αποζημίωσης, που ουσιαστικά ανάγεται σε μόλις 375€ ανά παραβίαση, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως αποτελεσματικό και αποτρεπτικό για εταιρείες μεγέθους τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Τούτο αποδεικνύεται χαρακτηριστικά και από το γεγονός ότι και στην προκείμενη περίπτωση που απασχόλησε το Εφετείο, οι οχλήσεις στον ενάγοντα μέσω ανεπιθύμητων μηνυμάτων και κλήσεων από την εναγόμενη, συνεχίστηκαν ακόμη και μετά την άσκηση της αγωγής, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υπέβαλε μετά από κάθε παραβίαση αναρίθμητα αιτήματα, δηλώσεις εναντίωσης και διαμαρτυρίες στον DPO της εναγόμενης, ενώ ήταν ενταγμένος ήδη από το 2016 και στο μητρώο των συνδρομητών που δεν επιθυμούν τη λήψη άμεσων προωθητικών κλήσεων. Μάλιστα, η αποστολή τέτοιου είδους μηνυμάτων δεν σταμάτησε ούτε και μετά την έκδοση σχετικής απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που επέβαλε στην εναγόμενη συνολικό πρόστιμο 150.000 ευρώ για τις παραβιάσεις στις οποίες υπέπεσε έναντι του ενάγοντος.

 Κατόπιν και των ανωτέρω, το Εφετείο κατέληξε να επιδικάσει το ποσό των 10.000€ ανά παραβίαση, και συνολικά των 40.000€ για 4 παραβιάσεις αποφαινόμενο ότι  «το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα αντίθετα, ήτοι δέχτηκε, μεν, ως νόμιμη και εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη της αγωγή, πλην όμως, θεώρησε την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν. 3471/2006 ως αντισυνταγματική, κατά την επιδίκαση του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης και επιδίκασε το ποσό των 1.500 ευρώ, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, αφού κατά τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται από το ελάχιστο προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3471/2006, η οποία κατά τα διαλαμβανόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, δεν είναι αντισυνταγματική».

Στις αξιοσημείωτες λοιπές κρίσεις της εξεταζόμενης απόφασης του Εφετείου Αθηνών, εντάσσεται και εκείνη σύμφωνα με την οποία η Υπεύθυνη Επεξεργασίας «δεν μπορεί να μεταθέτει στους υπαλλήλους αυτής την πλημμέλεια στην αποστολή των ένδικων μηνυμάτων, αλλά και στην ενημέρωση του αρχείου της και τον έλεγχο των απαραίτητων διαδικασιών, διότι ευθύνεται εκ του νόμου αντικειμενικά ως υπεύθυνος επεξεργασίας, για τις ενέργειες τους, που γίνονται στο όνομα και κατ' εντολή της, προς εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών και οικονομικών της συμφερόντων. Ούτε άλλωστε μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός της περί αμελούς χειρισμού υπαλλήλου, ο οποίος αντί να εξαιρέσει τον ενάγοντα από την αποστολή, τον συμπεριέλαβε στην λίστα αποδεκτών».

Δείτε αναλυτικά την απόφαση.

Μαγδαληνή Σκόνδρα

Τεχνητή νοημοσύνη, μεταφορές & ευθύνη των μεταφορέων στο Ελληνικό Δίκαιο
Πολιτική Δικονομία Ε έκδοση
send