logo-print

Αποδεικτική δύναμη ιδιωτικών και δημοσίων εγγράφων σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

29/11/2021

02/12/2021

Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ - Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - 5η έκδοση
Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ - Β έκδοση

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΙΚΑΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ

Επιμέλεια: Ρόμπερτ-Ευγένιος Ονοφρέι, Φοιτητής Νομικής Σχολής Αθηνών

Στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης ο δικαστής καλείται να υπαγάγει πραγματικά περιστατικά στους κανόνες δικαίου, που -κατά την κρίση του- θεωρεί κατάλληλους. Η γνώση των πραγματικών περιστατικών βασίζεται στην απόδειξη, η οποία υπάγεται σε περιορισμούς, που τίθενται από το δικονομικό δίκαιο. Μέσω αυτής διαφαίνεται η αλήθεια ή όχι των ισχυρισμών των διαδίκων και διαμορφώνεται ένας άρτιος δικανικός συλλογισμός. Τα έγγραφα, είναι στοιχεία, που κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (στο εξής ΚΠολΔ), μπορούν να αξιοποιηθούν από τους διαδίκους για την απόδειξη της αλήθειας των ισχυρισμών τους.

Το δικαίωμα απόδειξης αποτελεί έκφανση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος στη δικαστική προστασία (α. 20 Συντάγματος). Έχει ως σκοπό την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης, που βασίζεται στην αλήθεια. Το ειδικό περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος δεν προσδιορίζεται από τον συντακτικό νομοθέτη, επομένως, ο κοινός νομοθέτης αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο. Πυρήνας αποτελεί η δυνατότητα του υποκειμένου της δίκης να αξιοποιεί οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο που είναι ικανό να βεβαιώσει την αλήθεια των ισχυρισμών του. Εξάλλου, κατοχυρώνεται και το δικαίωμα του αντιδίκου σε ανταπόδειξη, ώστε να μπορέσει και ο ίδιος να αμυνθεί.

Έννοια Εγγράφου

Κατά την κρατούσα στην επιστήμη άποψη, έγγραφο είναι κάθε ανθρώπινο δημιούργημα, το οποίο ενσωματώνει ένα κρίσιμο πραγματικό περιστατικό υπό την προϋπόθεση ότι εναρμονίζεται με τους προβλεπόμενους στο ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο όρους. Με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και τον ρόλο που επιτελούν τα έγγραφα διακρίνονται σε αποδεικτικά και συστατικά. Τα πρώτα, διαβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός δικαιώματος, χωρίς να αποτελούν προϋπόθεση γέννησης ή άσκησής του, ενώ τα συστατικά έγγραφα συνιστούν βασικό όρο για την θεμελίωση της εκάστοτε αξίωσης. Ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως συστατικού ή αποδεικτικού γίνεται είτε από τον νομοθέτη είτε συμφωνείται από τα συμβαλλόμενα μέρη στο πλαίσιο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Περαιτέρω, γίνεται διάκριση σε δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα. Δημόσια είναι αυτά που έχουν εκδοθεί από υπάλληλο του δημοσίου, ο οποίος είναι υλικά, τοπικά και λειτουργικά αρμόδιος, σύμφωνα με τον νόμο, ενώ ιδιωτικά, εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι, είναι τα έγγραφα των οποίων ο εκδότης δεν ασκεί δημόσια εξουσία. Εξάλλου, υφίστανται τα δικαιοπρακτικά και τα έγγραφα μαρτυρίας, τα πρωτότυπα και τα αντίγραφα, τα κυρίως έγγραφα και τα αντέγραφα, και, τέλος, τα αναφέροντα και τα μη αναφέροντα σε κάποιο άλλο έγγραφο. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί η διάκριση που κάνει ο Νίκας, που αφορά στα αποδεικτικά και τα διαδικαστικά έγγραφα. Τα τελευταία επαληθεύουν απλώς την τέλεση μιας διαδικαστικής πράξης. Δεν είναι απίθανο, βέβαια, μέρος αυτών να δύναται να αξιοποιηθεί για την απόδειξη της αλήθειας ενός ισχυρισμού και εξ αυτού του λόγου να χαρακτηριστεί ως αποδεικτικό.

Όπως προκύπτει από τη δομή του ΚΠολΔ και από τους φραγμούς που τίθενται από τον δικονομικό νομοθέτη στην εφαρμογή των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων, τα έγγραφα φαίνεται πως είναι περισσότερο αξιόπιστα με αποτέλεσμα να αποδίδεται σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια.

Γενικές προϋποθέσεις αποδεικτικής δύναμης των εγγράφων

Για να έχει αποδεικτική δύναμη ένα έγγραφο απαιτείται να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα του ως ιδιωτικού ή δημοσίου. Συγκεκριμένα, κατά το α. 432ΚΠολΔ απαιτείται να τηρούνται οι νόμιμοι τύποι, οι οποίοι αφορούν κατά κανόνα στον τόπο και χρόνο κατάρτισης του εγγράφου. Παραδείγματός χάριν, κατά τα α. 158 και 369 του Αστικού Κώδικα (στο εξής ΑΚ) ενοχικές συμβάσεις που αφορούν στην διάθεση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων προϋποθέτουν συμβολαιογραφικό έγγραφο. Επίσης, ορίζεται ότι το έγγραφο πρέπει να είναι ευανάγνωστο. Με άλλα λόγια, το σώμα του εγγράφου χρειάζεται να είναι ακέραιο, δηλαδή να μη έχει τρυπηθεί, σκιστεί ή διαγραφεί. Σε περίπτωση που διαπιστώνεται αλλοίωση που καθιστά σχεδόν ανέφικτη την ανάγνωση του κειμένου, θεωρείται κατά μαχητό τεκμήριο ότι εκμηδενίζεται η αποδεικτική του ισχύς, όπως προβλέπεται στο α. 433ΚΠολΔ. Τέλος, είναι σημαντικό το έγγραφο να φέρει τα στοιχεία κύρους του, που διαφοροποιούνται ανά περίπτωση. Συγκεκριμένα, στα ιδιωτικά έγγραφα, για να είναι υποστατά και έγκυρα, απαιτείται η υπογραφή του εκδότη (α. 160ΑΚ), και στα δημόσια η σφραγίδα του δημοσίου υπαλλήλου.

Ειδικές προϋποθέσεις και αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων

Όπως προκύπτει από τον ορισμό των δημοσίων εγγράφων, προϋπόθεση (και ειδοποιός διαφορά) είναι η έκδοσή τους από δημόσιο υπάλληλο που είναι τοπικά, υλικά και λειτουργικά αρμόδιος. Αν πληρούται ο όρος αυτός και το έγγραφο είναι γνήσιο, τότε αποκτά αποδεικτική δύναμη και μπορεί να αξιοποιηθεί στην πολιτική δίκη.

Ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στο δημόσιο έγγραφο, η αποδεικτική του δύναμη διαφέρει. Συγκεκριμένα, στο α. 438ΚΠολΔ ορίζεται πλήρης αποδεικτική ισχύς του εγγράφου έναντι πάντων για περιστατικά που βεβαιώνει ο δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός ότι έπραξε ή συντελέστηκαν ενώπιον του με δυνατότητα ανταπόδειξης μόνο στην περίπτωση πλαστογραφίας. Προϋποτίθεται εδώ κρίση του δικαστηρίου ότι το δημόσιο αυτό έγγραφο παρέχει άμεση απόδειξη. Σε αντίθετη περίπτωση, η εκτίμηση του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου είναι ελεύθερη, όπως ισχύει επί δικαστικών τεκμηρίων και εξέτασης μαρτύρων.

Στο α. 440ΚΠολΔ γίνεται αναφορά στα δημόσια έγγραφα που βεβαιώνουν ένα περιστατικό, το οποίο όφειλε να διαπιστώσει και ελέγξει ο δημόσιος υπάλληλος. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι παράγεται πλήρης απόδειξη με δυνατότητα, όμως, ανταπόδειξης με οποιοδήποτε νόμιμο μέσο. Όπως επισημαίνει ο Νίκας, στην προκειμένη περίπτωση, αρκεί να αμφισβητηθεί η αλήθεια των συμπεριλαμβανομένων στο δικόγραφο ισχυρισμών του αντιδίκου, δεδομένου ότι δεν αποτελεί η εν λόγω ανταπόδειξη κύρια απόδειξη.

Σχετικά με τα δικαιοπρακτικά έγγραφα (αυτά που είτε αποτελούν προϋπόθεση κατάρτισης δικαιοπραξίας είτε επικυρώνουν την τέλεσή της) ορίζεται στο α. 441ΚΠολΔ ότι διαθέτουν πλήρη αποδεικτική δύναμη «erga omnes» για τις δηλώσεις των συμβαλλομένων που στρέφονται προς την παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων. Η δικαιοπρακτική αυτή δήλωση απαιτείται να αποτελεί κύριο περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου. Και εδώ, όπως και στο πλαίσιο του α. 440ΚΠολΔ, χωρεί ανταπόδειξη.

Τέλος, στα διηγηματικώς αναφερόμενα γεγονότα (αυτά που δεν αποτελούν τον κορμό και πυρήνα του δημοσίου εγγράφου) θεμελιώνεται πλήρης αποδεικτική δύναμη, εφόσον βρίσκονται σε άμεση σχέση με το κύριο αντικείμενο του εγγράφου. Εν προκειμένω είναι δυνατή ανταπόδειξη, όπως ορίζεται στο α. 441 παράγραφος 2ΚΠολΔ.

Αποδεικτική δύναμη αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων

Στο α. 439ΚΠολΔ γίνεται ειδική μνεία στα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι με τα ημεδαπά δημόσια έγγραφα εξομοιώνονται τα αλλοδαπά έγγραφα που έχουν συνταχθεί από αλλοδαπό δημόσιο υπάλληλο που είναι υλικά, τοπικά και λειτουργικά αρμόδιος υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έγγραφα είναι δημόσια και στο αλλοδαπό κράτος. Επίσης, η επικύρωση από ελληνική δημόσια αρχή αποτελεί πρόσθετη προϋπόθεση ώστε να είναι δυνατή η προσκόμισή τους στην ελληνική έννομη τάξη. Πλέον, σύμφωνα με το α. 2 του κεφαλαίου I του Κανονισμού ΕΕ 2016/1191 αλλοδαπά έγγραφα κράτους-μέλους της Ένωσης που αφορούν στη γέννηση, τον θάνατο, τον γάμο, το διαζύγιο, το λευκό ποινικό μητρώο ενός προσώπου απαλλάσσονται από τη διαδικασία επικύρωσης, δεν απαιτείται δηλαδή να φέρουν τη Σφραγίδα της Χάγης.

Ειδικές προϋποθέσεις και αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών εγγράφων

Σύμφωνα με το α. 443ΚΠολΔ, προϋπόθεση για να αποκτήσει το ιδιωτικό έγγραφο αποδεικτική δύναμη είναι η ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. Εκδότης, κατά τη θεωρία, είναι το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκ του εγγράφου ευθύνη, άρα, δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τον συντάκτη του κειμένου. Η υπογραφή συνίσταται από το ονοματεπώνυμο του εκδότη ή μόνο το κύριο όνομά του, αν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ταυτότητά του από αυτό. Αποκλείεται η μηχανική αποτύπωση της υπογραφής και γι’ αυτό έγγραφο που φέρει μόνο μηχανική υπογραφή δεν πληροί το πραγματικό του α. 443ΚΠολΔ. Έτσι, γίνεται αντιληπτό πως απαιτείται θετική υλική ενέργεια του γράφοντος.

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το α. 445ΚΠολΔ τα ιδιωτικά έγγραφα διαθέτουν πλήρη αποδεικτική δύναμη, η οποία αφορά τόσο στη γνησιότητα όσο και στη δικαιοπρακτική δήλωση που ενσωματώνει. Κατά αυτής δύναται να ασκηθεί ανταπόδειξη με οποιοδήποτε νόμιμο μέσο, εξαιρουμένων των μαρτύρων.

Τα ιδιωτικά έγγραφα επενεργούν κατά κανόνα εις βάρος του εκδότη, κατ’ εξαίρεση προς όφελός του, όπως διαφαίνεται στα α. 447 και 448 παράγραφος 1ΚΠολΔ. Τα έγγραφα βεβαίας χρονολογίας προτάσσονται μόνο κατά των συμβαλλομένων μερών ή κατά προσώπου, που βρίσκεται σε άμεση σχέση με αυτούς, διότι υπάρχει κίνδυνος προχρονολόγησης. Στο α. 446ΚΠολΔ τίθενται προϋποθέσεις, ώστε το έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ισχύει και έναντι τρίτου.

Ηλεκτρονικά Έγγραφα

Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να γίνει αναφορά σε σύγχρονη μορφή εγγράφων που αναδείχθηκαν με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και τον πολλαπλασιασμό των διαδικτυακών συναλλαγών. Πρόκειται για τα ηλεκτρονικά έγγραφα που κατά τη νομική θεωρία αποτελούν κείμενο με υπογραφή που έχει αποτυπωθεί με χρήση «ηλεκτρονικής τεχνολογίας». Η ηλεκτρονική αποτύπωση μπορεί να είναι είτε ολική, οπότε γίνεται λόγος για υπό στενή έννοια ηλεκτρονικό έγγραφο, είτε εν μέρη, οπότε και υπάγεται στην κατηγορία των μη γνησίων ηλεκτρονικών εγγράφων.

Κατά τη νομολογία ειδοποιός στοιχείο που διακρίνει τα ηλεκτρονικά από τα παραδοσιακά έγγραφα είναι η μηχανική αποτύπωσή τους. Πρόκειται για απεικόνιση εντυπώσεων με χρήση ηλεκτρονικών μέσων, οι οποίες ενσωματώνονται σε υλικό φορέα και γίνονται αντιληπτές οπτικά ή και ακουστικά. Η διαδικασία που ακολουθείται διακρίνεται στο στάδιο της εισαγωγής, στο πλαίσιο της οποίας τα στοιχεία του κειμένου αποτυπώνονται κατά τρόπο κατανοητό στον άνθρωπο, το στάδιο της επεξεργασίας όπου το κείμενο λαμβάνει τη μορφή κώδικα τον οποίο επεξεργάζεται το μηχάνημα, και, τέλος, στο στάδιο της εξαγωγής, στο οποίο το κείμενο λαμβάνει υπόσταση (και πάλι) κατανοητή από τον άνθρωπο.

Στον ΚΠολΔ αναφορά στα ηλεκτρονικά έγγραφα γίνεται στο άρθρο 444 παράγραφος 1 περίπτωση γ’, σύμφωνα με το οποίο με ιδιωτικά έγγραφα εξομοιώνονται «οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική αποτύπωση». Πρόκειται για πλάσμα δικαίου δεδομένου ότι ο νομοθέτης υπάγει στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου κείμενα τα οποία δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα κατά την ΑΚ160 στοιχεία. Συνέπεια αυτής της διαπίστωσης είναι ότι εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του ΚΠολΔ που αφορούν στα ιδιωτικά έγγραφα.

Τέλος, σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των εν λόγω εγγράφων, η ΚΠολΔ448 παρ. 2 ορίζει ότι «τα έγγραφα που αναφέρονται στην περίπτωση γ’ παρ. 1 του άρθρου 444 αποτελούν πλήρη απόδειξη για τα γεγονότα ή πράγματα που αναγράφουν, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη». Εξάλλου, κατά την ορθότερη ερμηνεία της ΚΠολΔ448 παρ.3, πλήρη αποδεικτική δύναμη απολαμβάνουν τα ηλεκτρονικά έγγραφα που ενσωματώνουν δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως και όχι αυτά που απλώς περιγράφουν ένα γεγονός· η αποδεικτική αυτή ισχύς προϋποθέτει ηλεκτρονική υπογραφή.

Συμπέρασμα

Ανακεφαλαιώνοντας, η ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης διασφαλίζεται με το δικαίωμα και υποχρέωση απόδειξης των προβαλλόμενων στην πολιτική δίκη ισχυρισμών. Το πιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο είναι τα έγγραφα, των οποίων οι όροι εγκυρότητας και οι προϋποθέσεις για την αποδεικτική τους δύναμη διαφέρουν ανάλογα με τον χαρακτήρα τους. Έτσι, τα δημόσια έγγραφα απολαμβάνουν πλήρους αποδεικτικής ισχύος με δυνατότητα ανταπόδειξης μόνο σε περίπτωση πλαστογραφίας, ενώ τα ιδιωτικά δύνανται να προσβληθούν με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Επομένως, ο δικονομικός νομοθέτης δείχνει περισσότερη εμπιστοσύνη στον δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό απ’ ότι στους ιδιώτες. Τέλος, με την επικράτηση στις συναλλαγές των τεχνολογικών μέσων, εμφανίστηκε ανάγκη κατοχύρωσης νέας μορφής εγγράφων, των ηλεκτρονικών τα οποία κατά πλάσμα δικαίου εξομοιώνονται με τα παραδοσιακά ιδιωτικά έγγραφα.

Βιβλιογραφία

  1. Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σ. Βλαχόπουλος και συνεργάτες, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017

  2. Δίκαιο Απόδειξης, Γεώργιος Χρ. Νικολόπουλος, Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ , Β’ Έκδοση 2011

  3. Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Νικόλαος Θ. Νίκας, Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, Γ’ Έκδοση, 2018

Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ - Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - 5η έκδοση
Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα - Κατ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ