Απόρριψη έγκλησης κατά δικηγόρου για τα αδικήματα της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης (ΕισΕφΑθ 24-239/2024)
Δεν έχει ευθύνη ο δικηγόρος για όσα αναφέρει στα δικόγραφα που συνέταξε κατ' εντολή και καθ' υπόδειξη του εντολέα του
Απορρίφθηκε προσφυγή κατά διάταξης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, κατά το μέρος αυτής που είχε απορρίψει την έγκληση κατά δικηγόρου για τα αδικήματα της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, λόγω μη επαρκών ενδείξεων (ΕισΕφΑθ 24-239/2024).
Συγκεκριμένα, ο Εισαγγελέας Εφετών επεσήμανε ότι ο εγκαλούμενος δικηγόρος, λαμβάνοντας από τους εντολείς του εντολή για κατάθεση σημειωμάτων μετά την εκδίκαση των αναφερομένων στην έγκληση και στην προσβαλλόμενη διάταξη αιτήσεων (διαδικασίας Ασφαλιστικών Μέτρων) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έπραξε κατά την εντολή τους και η τοιαύτη ενέργειά του αποτελεί εκτέλεση νομίμου καθήκοντος και, τρόπον τινά, «υπηρεσιακή ενέργεια» και υποχρέωση, χωρίς να έχει τούτος τον υπερχειλή εκείνον δόλο που απαιτείται τόσο για το αδίκημα της εξύβρισης, όσο και για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Διότι ο εγκαλούμενος πληρεξούσιος δικηγόρος δεν ενεργούσε εν προκειμένω «ιδίω ονόματι», αλλά ως δικηγόρος προς προστασία των συμφερόντων και υλοποίησης των επιθυμιών και υποδείξεων των εντολέων του, τους οποίους έχει υποχρέωση να υπερασπιστεί.
Επεσήμανε, επίσης, πως δεν στοιχείται σε οποιαδήποτε διάταξη κείμενου νόμου, να εγκαλείται και να ζητείται η παραπομπή σε δίκη του παριστάμενου ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, δικάζοντος κατά την διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων, πληρεξουσίου δικηγόρου τινός των διαδίκων, για όσα προφορικά ενώπιον του ακροατηρίου κατέθεσε ο εντολέας του διάδικος.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της Εισαγγελίας Εφετών, παγίως γίνεται δεκτό ότι ο δικηγόρος δεν υπέχει ποινική ευθύνη για την παράθεση γεγονότων ή τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων του εντολέα του, με την σύνταξη αγωγών, εγκλήσεων κλπ., που συντάσσονται με εντολή του εντολέως του και βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της εντολής αυτής. Τούτο γίνεται δεκτό και όταν πρόκειται για λόγια του ιδίου του συνηγόρου και ασφαλώς ισχύει και στην περίπτωση υποβολής μήνυσης ή έγκλησης ή κατάθεσης αγωγής, προτάσεων ή σημειώματος, οπότε το περιεχόμενο αυτών των δικογράφων αποδίδεται πάντα στον εντολέα και όχι στον ίδιο τον συνήγορο.
Όταν ο συνήγορος, ενεργώντας καλόπιστα και μη γνωρίζοντας την αναλήθεια εκείνων που εκθέτει ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών οργάνων, ενεργεί σε εκτέλεση νομίμου καθήκοντος έχει δέσμια αρμοδιότητα υλοποίησης της εντολής που έλαβε παρά του εντολέως του, και η όποια υποβολή στον Εισαγγελέα ή το Δικαστήριο της φερόμενης ως αναληθούς έγκλησης ή μηνυτήριας αναφοράς ή αγωγής κλπ δικογράφων, αποτελεί, τρόπον τινά, «υπηρεσιακή ενέργεια» και υποχρέωση, χωρίς να έχει τούτος τον υπερχειλή εκείνον δόλο που απαιτείται τόσο για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, όσο και για τα αδικήματα της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης. Διότι ο συνήγορος δεν ενεργεί εν προκειμένω «ιδίω ονόματι», αλλά ως δικηγόρος προς προστασία των συμφερόντων και υλοποίησης των επιθυμιών και υποδείξεων του εντολέως του και έχει σαφή υποχρέωση να υπερασπιστεί ενώπιον των δικαστηρίων τον εντολέα του, έστω κι αν γίνεται οξύς ή υπερβολικός στις εκφράσεις του.
Απόσπασμα διάταξης
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την προσβαλλόμενη διάταξή του, απέρριψε την έγκληση του προσφεύγοντος-εγκαλούντος μόνο ως προς τον 4ο των εγκαλουμένων, Ε., Δικηγόρο Αθηνών, ως ουσιαστικά αβάσιμη, για το λόγο ότι δεν προέκυπταν, κατά την κρίση του, επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη και εναντίον αυτού, αφού εναντίον των 1ης, 2ου και 3ης των εγκαλουμένων άσκησε την δέουσα ποινική δίωξη και παρέπεμψε αυτούς, δι΄απευθείας κλήσεως, στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, για να δικαστούν για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού και κατά μόνας κατ΄εξακολούθηση (βλ. το εναντίον τους από 26-3-2024 κλητήριο θέσπισμα). Ο προσφεύγων-εγκαλών, με την κρινόμενη προσφυγή του, παραπονείται ότι ο εκδόσας την προσβαλλόμενη διάταξη εισαγγελέας δεν εκτίμησε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρει στην έγκλησή του και ζητά να ασκηθεί ποινική δίωξη για τα αδικήματα της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης και εναντίον του 4ου των εγκαλουμένων, ως άνω δικηγόρου.
Όμως, όπως ορθά έκρινε και η προσβαλλόμενη διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, δεν προκύπτουν, από τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα, επαρκείς ενδείξεις για τέλεση υπό του 4ου των εγκαλουμένων δικηγόρου των ανωτέρω αδικημάτων, αφού αυτός, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, λαμβάνοντας παρά των εντολέων του εντολή για κατάθεση σημειωμάτων μετά την εκδίκαση των αναφερομένων στην έγκληση και στην προσβαλλόμενη διάταξη αιτήσεων (διαδικασίας Ασφαλιστικών Μέτρων) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έπραξε κατά την εντολή τους και η τοιαύτη ενέργειά του αποτελεί εκτέλεση νομίμου καθήκοντος και, τρόπον τινά, «υπηρεσιακή ενέργεια» και υποχρέωση, χωρίς να έχει τούτος τον υπερχειλή εκείνον δόλο που απαιτείται τόσο για το αδίκημα της εξύβρισης, όσο και για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Διότι ο εγκαλούμενος πληρεξούσιος δικηγόρος δεν ενεργούσε εν προκειμένω «ιδίω ονόματι», αλλά ως δικηγόρος προς προστασία των συμφερόντων και υλοποίησης των επιθυμιών και υποδείξεων των εντολέων του, τους οποίους έχει υποχρέωση να υπερασπιστεί. Ακόμη, δεν στοιχείται σε οποιαδήποτε διάταξη κείμενου νόμου, να εγκαλείται και να ζητείται η παραπομπή σε δίκη του παριστάμενου ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, δικάζοντος κατά την διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων, πληρεξουσίου δικηγόρου τινός των διαδίκων, για όσα προφορικά ενώπιον του ακροατηρίου κατέθεσε ο εντολέας του διάδικος.
Πηγή: dikastis.blogspot.com