logo-print

Δικαστήριο ΕΕ: Τα τρόφιμα από τα κατεχόμενα εδάφη του Ισραήλ πρέπει να φέρουν την ένδειξη προέλευσης του εδάφους καταγωγής καθώς και του κατεχόμενου οικισμού

H ένδειξη είναι υποχρεωτική, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος παραπλάνησης των καταναλωτών σε σχέση με το γεγονός ότι το κράτος του Ισραήλ είναι παρόν στα εδάφη αυτά ως κατέχουσα δύναμη και όχι ως κυρίαρχη οντότητα

12/11/2019

12/11/2019

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση
Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11

Με την απόφαση Organisation juive européenne και Vignoble Psagot (C-363/18) της 12ης Νοεμβρίου 2019, η οποία αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 1169/2011, το Δικαστήριο, συνεδριάζοντας ως τμήμα μείζονος συνθέσεως, έκρινε ότι τα τρόφιμα που κατάγονται από εδάφη κατεχόμενα από το κράτος του Ισραήλ πρέπει να φέρουν την ένδειξη του εδάφους καταγωγής τους, η οποία, όταν αυτά προέρχονται από τοποθεσία ή σύνολο τοποθεσιών που αποτελεί ισραηλινό οικισμό στο εσωτερικό του εν λόγω εδάφους, πρέπει να συνοδεύεται από την ένδειξη της προέλευσης αυτής. 

Η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε μεταξύ της Organisation juive européenne και της Vignoble Psagot Ltd (Γαλλία), αφενός, και του Γάλλου ministre de l’Économie et des Finances [Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών], αφετέρου, σχετικά με τη νομιμότητα ανακοίνωσης του τελευταίου, η οποία αφορούσε την ένδειξη της καταγωγής των προϊόντων που προέρχονται από τα εδάφη τα οποία κατέχει το κράτος του Ισραήλ από τον Ιούνιο του 1967 και η οποία καθιστά υποχρεωτική την αναγραφή των εν λόγω ενδείξεων στα τρόφιμα αυτά. Η ανακοίνωση αυτή εκδόθηκε σε συνέχεια της δημοσίευσης, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ερμηνευτικής ανακοίνωσης για την ένδειξη της καταγωγής εμπορευμάτων που προέρχονται από τα εδάφη αυτά1

Κατά πρώτον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης ενός τροφίμου πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 26 του κανονισμού 1169/2011, να αναγράφεται όταν η μη αναγραφή ενδέχεται να παραπλανήσει τους καταναλωτές, δημιουργώντας σε αυτούς την εντύπωση ότι το τρόφιμο έχει διαφορετική χώρα καταγωγής ή τόπο προέλευσης από την πραγματική χώρα καταγωγής ή τον πραγματικό τόπο προέλευσής του. Εξάλλου, υπογράμμισε ότι, όταν η ένδειξη καταγωγής ή προέλευσης αναγράφεται σε ένα τρόφιμο, δεν πρέπει να είναι παραπλανητική.

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο διευκρίνισε τόσο την ερμηνεία της έννοιας της «χώρας καταγωγής»2 όσο και εκείνη των όρων «χώρα» και «έδαφος» κατά τον κανονισμό 1169/2011. Σημείωσε συναφώς ότι η έννοια αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού με παραπομπή στον ενωσιακό τελωνειακό κώδικα3, σύμφωνα με τον οποίον θεωρούνται ως καταγόμενα από μια συγκεκριμένη «χώρα» ή «έδαφος» τα εμπορεύματα που είτε έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σε αυτή τη χώρα ή το έδαφος είτε έχουν υποστεί την τελευταία ουσιαστική μεταποίηση ή επεξεργασία στην εν λόγω χώρα ή στο εν λόγω έδαφος4

Όσον αφορά τον όρο «χώρα», ο οποίος χρησιμοποιείται επανειλημμένως στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ ως συνώνυμο του όρου «κράτος», το Δικαστήριο επισήμανε ότι, προς διασφάλιση της συνοχής στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλεται ο όρος αυτός να ερμηνεύεται με τον ίδιο αυτόν τρόπο και στο πλαίσιο του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα και, επομένως, και του κανονισμού 1169/2011.

Ο όρος «κράτος» περιγράφει μια κυρίαρχη οντότητα η οποία ασκεί, εντός των γεωγραφικών της συνόρων, το σύνολο των εξουσιών που αναγνωρίζονται από το διεθνές δίκαιο. Όσον αφορά τον όρο «έδαφος», το Δικαστήριο σημείωσε ότι από την ίδια τη διατύπωση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι ο όρος αυτός προσδιορίζει οντότητες που δεν είναι «χώρες» και, συνεπώς, δεν είναι «κράτη».

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι είναι ικανή να παραπλανήσει τους καταναλωτές η αναγραφή σε τρόφιμα της ένδειξης ότι το κράτος του Ισραήλ είναι η «χώρα καταγωγής» τους, παρότι τα τρόφιμα αυτά κατάγονται στην πραγματικότητα από εδάφη που διαθέτουν το καθένα δικό του διεθνές καθεστώς, διακριτό σε σχέση με το εν λόγω κράτος, έστω και αν τελούν υπό την κατοχή του τελευταίου και υπόκεινται στην περιορισμένη δικαιοδοσία του ως κατέχουσας δύναμης, κατά την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ένδειξη του εδάφους καταγωγής των επίμαχων τροφίμων είναι υποχρεωτική, κατά την έννοια του κανονισμού 1169/2011, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος παραπλάνησης των καταναλωτών σε σχέση με το γεγονός ότι το κράτος του Ισραήλ είναι παρόν στα εδάφη αυτά ως κατέχουσα δύναμη και όχι ως κυρίαρχη οντότητα.

Όσον αφορά, κατά τρίτον και τελευταίο, την έννοια του «τόπου προέλευσης»5, το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε κάθε προσδιορισμένο γεωγραφικό χώρο εντός της χώρας ή του εδάφους καταγωγής ενός τροφίμου, αποκλειομένης της διεύθυνσης του παραγωγού. Κατά συνέπεια, η ένδειξη ότι ένα τρόφιμο προέρχεται από «ισραηλινό οικισμό [εποίκων]» ευρισκόμενο σε κάποιο από τα «εδάφη [που είναι] κατεχόμενα από το κράτος του Ισραήλ από το 1967» μπορεί να θεωρηθεί ως αναγραφή του «τόπου προέλευσης», εφόσον ο όρος «οικισμός [εποίκων]» παραπέμπει σε έναν γεωγραφικώς προσδιορισμένο τόπο. 

Εξάλλου, όσον αφορά το αν η αναγραφή της ένδειξης «ισραηλινός οικισμός [εποίκων]» είναι υποχρεωτική, το Δικαστήριο υπογράμμισε καταρχάς ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των οικισμών εποίκων που έχουν εγκατασταθεί σε ορισμένα από τα κατεχόμενα από το κράτος του Ισραήλ εδάφη είναι ότι οι οικισμοί αυτοί αποτελούν τη συγκεκριμένη έκφραση μιας πολιτικής μεταφοράς πληθυσμού, η οποία εφαρμόζεται από το εν λόγω κράτος εκτός της επικράτειάς του, κατά παράβαση των γενικών κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου6.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη αναγραφή της ένδειξης αυτής, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να αναγράφεται μόνο το έδαφος καταγωγής, ενδέχεται να παραπλανήσει τους καταναλωτές. Πράγματι, οι τελευταίοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν, ελλείψει οποιασδήποτε πληροφορίας ικανής να τους διαφωτίσει ως προς το ζήτημα αυτό, ότι ένα τρόφιμο προέρχεται από τοποθεσία ή από σύνολο τοποθεσιών που αποτελεί οικισμό εποίκων ο οποίος έχει δημιουργηθεί σε κάποιο από τα εν λόγω εδάφη κατά παράβαση των κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1169/20117, η πληροφόρηση των καταναλωτών πρέπει να τους παρέχει τη δυνατότητα να επιλέγουν ενήμεροι και λαμβάνοντας υπόψη, όχι μόνον υγειονομικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και παράγοντες δεοντολογικού χαρακτήρα ή παράγοντες που σχετίζονται με την τήρηση του διεθνούς δικαίου. Το Δικαστήριο υπογράμμισε συναφώς ότι οι παράγοντες αυτοί είναι ικανοί να επηρεάσουν τις αποφάσεις των καταναλωτών σε σχέση με τις αγορές τους. 

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

  • 1. Ερμηνευτική ανακοίνωση για την ένδειξη της καταγωγής εμπορευμάτων που προέρχονται από τα εδάφη τα οποία κατέχει το Ισραήλ από τον Ιούνιο του 1967 (ΕΕ 2015, C 375, σ. 4).
  • 2. Άρθρα 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, και 26, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011
  • 3. Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013
  • 4. Άρθρο 60 του κανονισμού 952/2013.
  • 5. Άρθρα 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, και 26, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011
  • 6. Άρθρο 49, έκτο εδάφιο, της Συμβάσεως της Γενεύης περί προστασίας του αμάχου πληθυσμού εν καιρώ πολέμου, η οποία υπογράφηκε στις 12 Αυγούστου 1949.
  • 7. Αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 και άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011.
H διεθνής δικαιοδοσία διασυνοριακών διάφορων εταιριών κατά τον κανονισμό 1215/2012 - ΠΠΠ Νο 7 -
Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send