logo-print

Είναι επιτρεπτή η άσκηση δεύτερης έφεσης κατά της ίδιας απόφασης; (ΜΠρΗλείας 131/2023)

Έφεση κατά οριστικής απόφασης ισχύει ως επιτρεπτή δεύτερη έφεση κατά της προηγηθείσας εν μέρει οριστικής απόφασης, η έφεση κατά της οποίας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, μόνο εφόσον ισχύει η προθεσμία έφεσης και προσβάλλονται ρητώς κεφάλαια της εν μέρει οριστικής

01/06/2023

08/06/2023

Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙ, 3η έκδ.
Επιδόσεις στο εξωτερικό Β έκδοση

Σε υπόθεση του Ν. 3869/2010, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας ερμήνευσε το ζήτημα της άσκησης δεύτερης έφεσης κατά της ίδιας απόφασης και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι αυτή επιτρεπτή (ΜΠρΗλείας 131/2023).

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, με την άσκηση της εφέσεως κατά της οριστικής απόφασης θεωρείται ότι έχουν συμπροσβληθεί και οι προεκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους. Οι ως άνω αποφάσεις θεωρούνται συνεκκληθείσες κατά τις μη οριστικές τους διατάξεις, εφόσον επί των διατάξεων αυτών στηρίχθηκε η οριστική απόφαση. Εάν η απόφαση που εκδόθηκε πριν από την οριστική περιέχει και οριστικές διατάξεις, δεν θεωρείται και ως προς αυτές συνεκκληθείσα, παρά μόνο αν η έφεση διατυπώνεται ρητώς κατά αυτής

Η δικαστική απόφαση που προσδιορίζει μηδενικές ή μικρού ύψους καταβολές, κατά τη διάταξη της παρ.5 του άρθρου 8 Ν.3869/2010, εφόσον εξαντλεί το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα, ήδη τριών ετών, είναι οριστική και συνεπώς δεκτική εφέσεως. Στην περίπτωση, όμως, που οι μηδενικές ή μικρού ύψους καταβολές ορίστηκαν για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των πέντε μηνών και επιπλέον ορίστηκε νέα δικάσιμος για τον επαναπροσδιορισμό τους, η απόφαση είναι οριστική κατά το μέρος που ορίζει καταβολές, έστω και μηδενικές, και μη οριστική κατά το μέρος που ορίζει νέα δικάσιμο για επανακαθορισμό των δόσεων, προς συμπλήρωση του προβλεπόμενου, και ως τέτοια δεν υπόκειται σε έφεση, ούτε ως προς την οριστική της διάταξη.

Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε αρχικά ότι η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία υπήχθη η εφεσίβλητη στις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου Κατσέλη και ρυθμίστηκαν τα χρέη αυτής προσωρινά μέχρι την επανεξέταση της υπόθεσής της, είναι εν μέρει οριστική, καθώς με αυτή δεν εξαντλείται το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα καταβολών αλλά ορίστηκε νέα δικάσιμος προκειμένου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να κρίνει οριστικά αναφορικά με τη ρύθμιση του άρθρου 8 Ν.3869/2010.

Ως εκ τούτου, δεν είναι δεκτική εφέσεως, ακόμα και ως προς την οριστική διάταξη αυτής, που αφορά την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της εφεσίβλητης στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ.2 Ν.3869/2010.

Αντιθέτως, δεκτική εφέσεως είναι μόνο η εν όλω οριστική απόφαση που εκδόθηκε κατά την νέα δικάσιμο για την επανεξέταση της υπόθεσης, συμπροσβαλλομένης και της εσφαλμένως εκκαλουμένης, προηγηθείσας, εν μέρει οριστικής απόφασης.

Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ, κατά την οποία δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης, ανεξάρτητα από το αν πλήττεται το ίδιο ή διαφορετικό κεφάλαιο και προβάλλονται οι ίδιοι ή διαφορετικοί λόγοι, δεν επιτρέπεται, δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν εχώρησε νόμιμη παραίτηση από το δικόγραφο της πρώτης έφεσης, αφού τότε θεωρείται ότι αυτή δεν ασκήθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 295, 299 ΚΠολΔ,  ή όταν η πρώτη έφεση είναι ανυπόστατη ως διαδικαστική πράξη αλλά και όταν η πρώτη έφεση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως στην περίπτωση που στρεφόταν κατά εν μέρει οριστικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι ανεπίτρεπτη «δεύτερη έφεση» αυτή που ασκείται ακολούθως, ενόσω διαρκεί η προθεσμία της έφεσης.

Απόσπασμα απόφασης

Η διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν εχώρησε νόμιμη παραίτηση από το δικόγραφο της πρώτης έφεσης, αφού τότε θεωρείται ότι αυτή δεν ασκήθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 295, 299 ΚΠολΔ,  ή όταν η πρώτη έφεση είναι ανυπόστατη ως διαδικαστική πράξη αλλά και όταν η πρώτη έφεση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως στην περίπτωση που στρεφόταν κατά εν μέρει οριστικής απόφασης ή στη περίπτωση που δεν είχε απευθυνθεί κατά όλων των αναγκαίων ομοδίκων κατά το άρθρο 517 εδ.β ΚΠολΔ. Εφόσον η πρώτη έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, είτε διότι δεν τηρήθηκε κάποια δικονομική προϋπόθεση για την άσκησή της, είτε ένεκα έλλειψης τυπικών στοιχείων του δικογράφου της, δεν είναι ανεπίτρεπτη «δεύτερη έφεση» αυτή που ασκείται ακολούθως, ενόσω διαρκεί η προθεσμία της έφεσης. Ως απαράδεκτη δε απορρίπτεται η έφεση αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 532 ΚΠολΔ, αλλά και όταν δεν κατατεθεί το προβλεπόμενο για την άσκησή της παράβολο, όπως ρητά ορίζεται στην ειδική διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ [ΑΠ 254/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, αντιθέτως περί του ότι η απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο ισχύει και στη περίπτωση που η πρώτη απορριφθεί ως απαράδεκτη βλ. ΕφΔωδ 156/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 163/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών].

[V] Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ.1 του ΚΠολΔ έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό α) …., β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση. Εν μέρει οριστική είναι η απόφαση με την οποία περατώνεται η δίκη ως προς ορισμένα μόνο κεφάλαια ή βάσεις της αγωγής ή προς ορισμένους μόνο διαδίκους ενώ ως προς τα υπόλοιπα κεφάλαια ή βάσεις ή ως προς τους υπόλοιπους διαδίκους η διαφορά δεν τέμνεται οριστικώς αλλά εξακολουθεί να είναι εκκρεμής. Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του Δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς (ΑΠ 7/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 147/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 410/2012, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΘες 303/1989, Αρμ.1989. σελ.786, ΕφΑθ 1804/1980, σελ.857, Σαμουήλ, ο.π. §207, §223, σελ. 86, 92).

Εξαίρεση του κανόνα, ότι η έφεση δεν χωρεί κατά απόφασης εν μέρει οριστικής, προβλέπεται στο νόμο όταν δικάζεται αγωγή και ανταγωγή (άρθρο 513 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ). Εάν εκδοθεί οριστική απόφαση επί της μιας από αυτές, συγχωρείται έφεση, μολονότι δεν έχει περατωθεί οριστικώς η διαφορά επί της άλλης (Σαμουήλ, ο.π. § 226, σελ. 96).

Με την άσκηση της έφεσης κατά της οριστικής απόφασης θεωρείται ότι έχουν συμπροσβληθεί και οι προεκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους (άρθρο 513 παρ.2 ΚΠολΔ). Οι ως άνω αποφάσεις θεωρούνται συνεκκληθείσες κατά τις μη οριστικές τους διατάξεις, εφόσον επί των διατάξεων αυτών στηρίχθηκε η οριστική απόφαση. Εάν η απόφαση που εκδόθηκε πριν από την οριστική περιέχει και οριστικές διατάξεις δεν θεωρείται και ως προς αυτές συνεκκληθείσα, παρά μόνο αν η έφεση διατυπώνεται ρητώς κατά αυτής (ΑΠ 1629/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 203/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2389/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Σ.Σαμουήλ, ο.π. §211 σελ.87).

Εάν απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη, επειδή ασκήθηκε κατά αποφάσεως που δεν είχε ακόμη καταστεί οριστική, δεν αποκλείεται η άσκηση νέας έφεσης, όταν η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου καταστεί οριστική, αφού η έφεση αυτή δεν θεωρείται ότι προσκρούει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 514 KΠολΔ, η οποία προϋποθέτει δυνατότητα ασκήσεως μιας εφέσεως (ΟλΑΠ 1138/1974, ΝοΒ 23.640, ΕφΠειρ147/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ,  ΕφΑθ 1434/1970, ΝοΒ 1970.1384, Σαμουήλ ο.π. § 165 σελ. 62).

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο
Υποκειμενικά σύνθετες δίκες στις αυτοκινητικές διαφορές - Σειρά ΠΠΔ Νο 5

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ