logo-print

Το εμπορικό συμφέρον ως έννομο συμφέρον για την πώληση δεδομένων (ΔΕΕ C-621/22)

Προϋπόθεση, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η ενημέρωση και συμφωνία των υποκειμένων

08/10/2024

28/10/2024

Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση
Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση

Επιμέλεια: Δημήτρης Βέρρας

Δημοσιεύτηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η απόφαση επί της υπόθεσης C-621/22 (Koninklijke Nederlandse Lawn Tennisbond) σχετικά με την ερμηνεία της νομικής βάσης του εννόμου συμφέροντος του άρθρου 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ. Η απόφαση αυτή αναμενόταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αφορούσε την προσφυγή υπευθύνου επεξεργασίας κατά απόφασης εποπτικής αρχής, με την οποία είχε κριθεί πως η κοινοποίηση (για την ακρίβεια, πώληση) δεδομένων για εμπορικούς σκοπούς δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο έννομο συμφέρον αυτού.

Ιστορικό

Η Koninklijke Nederlandse Lawn Tennisbond (εφεξής KNTLB είναι η ολλανδική ομοσπονδία αντισφαίρισης (τένις), μέλη της οποίας αποτελούν οι υπαγόμενες σε αυτή ενώσεις αντισφαίρισης, κατά συνέπεια και τα μέλη των ενώσεων αυτών.

Κατά τη διάρκεια του 2018, η KNLTB γνωστοποίησε (ευφημισμός που χρησιμοποιείται από το Δικαστήριο για να χαρακτηρίσει την πώληση) προσωπικά δεδομένα των μελών της σε δύο από τους χορηγούς αυτής και ειδικότερα σε μια εταιρεία πώλησης αθλητικών ειδών (TennisDirect) και στον «μεγαλύτερο πάροχο τυχερών παιχνιδιών και παιχνιδιών καζίνο στις Κάτω Χώρες» (NLO). Για τη γνωστοποίηση των προσωπικών δεδομένων αυτών, η KNLTB «έλαβε αμοιβή».

Στην περίπτωση της TennisDirect, τα δεδομένα που διαβιβάστηκαν ήταν ονόματα, ταχυδρομικές διευθύνσεις και οι τόποι κατοικίας των μελών της ομοσπονδίας, με σκοπό την ταχυδρομική αποστολή φυλλαδίου με προσφορές.

Αντίστοιχα, στην περίπτωση της στοιχηματικής NLO, η ομοσπονδία γνωστοποίησε επιπρόσθετα και τις ημερομηνίες γέννησης, τους αριθμούς σταθερού και κινητού τηλεφώνου, τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις, καθώς και τα ονόματα των συλλόγων αντισφαίρισης, στους οποίους ανήκαν τα μέλη της. Η γνωστοποίηση αυτή έγινε με σκοπό την πραγματοποίηση εκστρατείας τηλεφωνικών κλήσεων προς τα υποκείμενα των δεδομένων.

Τα υποκείμενα των δεδομένων δεν ενημερώθηκαν ποτέ για τη διαβίβαση των δεδομένων τους και, όπως ήταν ευλόγως αναμενόμενο, πολλά εξ αυτών προσέφυγαν στην ολλανδική αρχή προστασίας δεδομένων Autoriteit Persoonsgegevens (ΑΡ), καταγγέλλοντας την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων τους που τελέστηκε κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας και διαφάνειας και των απαιτήσεων του άρθρου 6 παρ.1α’ κα στ’ ΓΚΠΔ. Η AP διαπίστωσε τον παράνομο χαρακτήρα της κοινοποίησης των δεδομένων και επέβαλε στην ομοσπονδία διοικητικό πρόστιμο ύψους 525.000 ευρώ.

Διαβάστε σχετικά: Πρόστιμο 525.000 ευρώ σε ένωση τένις για την πώληση στοιχείων μελών της σε χορηγούς

Μετά από προσφυγή της KNTLB, η υπόθεση ήχθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Άμστερνταμ, στο οποίο οι αντίδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους. Η προσφεύγουσα ομοσπονδία  δεν αμφισβήτησε πως η διαβίβαση των δεδομένων είχε γίνει χωρίς συγκατάθεση των υποκειμένων, ισχυρίστηκε ωστόσο, όπως είχε κάνει και ενώπιον της εποπτικής αρχής, πως η επεξεργασία αυτή στηριζόταν στο έννομο συμφέρον του άρθρου 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ. Το έννομο συμφέρον αυτό συνίστατο «αφενός, στη δημιουργία ισχυρού δεσμού μεταξύ της εν λόγω ένωσης και των μελών της και, αφετέρου, στη δυνατότητα προσφοράς προστιθέμενης αξίας στην προσχώρηση των μελών της υπό τη μορφή εκπτώσεων και προσφορών από συνεργάτες που παρέχουν στα μέλη τη δυνατότητα να παίζουν τένις σε μη απαγορευτική και προσιτή τιμή».

Η AP αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό, υποστηρίζοντας πως έννομα συμφέροντα, κατά την έννοια του άρθρου 6 ΓΚΠΔ, δεν είναι τα πάσης φύσεως συμφέροντα του υπευθύνου επεξεργασίας, αλλά μόνο τα συμφέροντα εκείνα που «κατοχυρώνονται και καθορίζονται από τον νόμο». Σύμφωνα με την ολλανδική αρχή, «πρέπει να πρόκειται για συμφέροντα θεωρούμενα άξια προστασίας από τον νομοθέτη της Ένωσης ή από τον εθνικό νομοθέτη, τα οποία πρέπει να εκτιμώνται βάσει ενός ‘θετικού κριτηρίου’», προϋπόθεση η οποία δεν συνέτρεχε εν προκειμένω.

Αντίθετα, η KNLTB επέμεινε στη δική της ερμηνεία επί της νομικής βάσης του εννόμου συμφέροντος, υποστηρίζοντας πως «ένα έννομο συμφέρον δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να απορρέει από θεμελιώδες δικαίωμα ή από νομική αρχή, αλλά ότι κάθε συμφέρον μπορεί να συνιστά έννομο συμφέρον, εκτός αν αντιβαίνει προς τον νόμο, οπότε το έννομο συμφέρον πρέπει να εκτιμάται βάσει ενός ‘αρνητικού κριτηρίου’».

Η ερμηνεία του ΔΕΕ

Το Δικαστήριο, εκτιμώντας τα στοιχεία που ετέθησαν υπόψιν του, επιβεβαίωσε πως η «εξ επαχθούς αιτίας γνωστοποίηση» των προσωπικών δεδομένων των μελών της ομοσπονδίας πραγματοποιήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων. Κατά συνέπεια, ανέλαβε να εξετάσει κατά πόσον η γνωστοποίηση αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με βάση το έννομο συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας, όπως η ομοσπονδία υποστήριξε εξαρχής και η εποπτική αρχή απέρριψε.

Επ’ αυτού, το ΔΕΕ υπενθύμισε την πάγια ερμηνεία του για το άρθρο 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία το έννομο συμφέρον αποτελείται από τρεις προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας ή τρίτου, την αναγκαιότητα της επεξεργασίας εν όψει του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος και τη μη υπεροχή των συμφερόντων, ελευθεριών και θεμελιωδών δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων.

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, το Δικαστήριο παρατήρησε πως ελλείψει ορισμού της έννοιας του εννόμου συμφέροντος στον ΓΚΠΔ, «υπάρχει ένα ευρύ φάσμα συμφερόντων, τα οποία μπορούν κατ’ αρχήν να θεωρηθούν ως έννομα». Επικαλούμενο την αιτιολογική σκέψη 47 ΓΚΠΔ, το ΔΕΕ κατέρριψε το σκεπτικό της ολλανδικής αρχής προστασίας δεδομένων, διευκρινίζοντας πως «ο νομοθέτης της Ένωσης δεν απαίτησε να προβλέπεται από τον νόμο» το συμφέρον που επιδιώκεται, προσθέτοντας μάλιστα πως η ίδια αιτιολογική παραθέτει, ως παράδειγμα εννόμων συμφερόντων, τους σκοπούς άμεσης εμπορικής προώθησης. Στο πρώτο στάδιο αυτό, μοναδικές προϋποθέσεις εκ του νόμου είναι αφενός το έννομο συμφέρον να είναι σύννομο, αφετέρου να γνωστοποιείται, κατά το άρθρο 13 παρ.1δ’ ΓΚΠΔ, στα υποκείμενα των δεδομένων κατά τον χρόνο συλλογής των προσωπικών δεδομένων.

Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, το Δικαστήριο επανέφερε την πάγια κρίση του πως η αναγκαιότητα της επεξεργασίας «πρέπει να εξετάζεται από κοινού» με την αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, ενώ ως προς την τρίτη προϋπόθεση παρατήρησε πως η στάθμιση των αντιπαρατιθέμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, ενώ κρίσιμο ρόλο στη στάθμιση αυτή παίζει το κατά πόσον το υποκείμενο των δεδομένων «αναμένει ευλόγως» μια τέτοια επεξεργασία των δεδομένων του.

Η κρίση του ΔΕΕ επί της συγκεκριμένης υπόθεσης

Το ΔΕΕ δεν έμεινε στη διατύπωση γενικής ερμηνευτικής καθοδήγησης προς το αιτούν ολλανδικό δικαστήριο, αλλά προχώρησε και στην παροχή συγκεκριμένων διευκρινίσεων με βάση το πραγματικό της υπόθεσης, όπως συχνά κάνει όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο.

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος, ήτοι την καταρχήν ύπαρξη αυτού, το ΔΕΕ κατηγορηματικά δέχθηκε πως «δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο εμπορικό συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας, το οποίο συνίσταται στην προώθηση και στην πώληση διαφημιστικού χώρου για σκοπούς μάρκετινγκ, να θεωρηθεί έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ». Καταρρίπτοντας έτσι τους ισχυρισμούς της ΑΡ, η οποία είχε απορρίψει το έννομο συμφέρον της ομοσπονδίας ήδη από την πρώτη προϋπόθεση, το Δικαστήριο προσέθεσε πως το επίμαχο εμπορικό συμφέρον της KNLTB θα μπορούσε να συνιστά έννομο συμφέρον, εφόσον δεν αντιβαίνει στον νόμο. Εν ολίγοις, το Δικαστήριο συντάχθηκε με την ομοσπονδία και τον ισχυρισμό της περί «αρνητικού κριτηρίου», σύμφωνα με τον οποίο έννομο συμφέρον είναι ότι δεν απαγορεύεται και όχι με την εποπτική αρχή που είχε κρίνει πως έννομο συμφέρον είναι αυτό που προβλέπεται από τον νόμο («θετικό κριτήριο»).

Το ΔΕΕ, ωστόσο, και μολονότι είχε ήδη δώσει απάντηση στο επίδικο δίλημμα, δεν έμεινε εκεί, αλλά συνέχισε στην εφαρμογή των άλλων δύο προϋποθέσεων του άρθρου 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ, με την κρίση του να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Στην προϋπόθεση της αναγκαιότητας εν όψει του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος, το Δικαστήριο ενέταξε την ενημέρωση, κυρίως δε τη συγκατάθεση των υποκειμένων. Όπως χαρακτηριστικά επισημάνθηκε, ως μέσο για την αξιολόγηση της ύπαρξης εξίσου πρόσφορων μέσων που θίγουν λιγότερο τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων «θα ήταν δυνατόν, μεταξύ άλλων, μια αθλητική ομοσπονδία όπως η KNLTB, η οποία επιθυμεί να γνωστοποιήσει εξ επαχθούς αιτίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των μελών της σε τρίτους, να ενημερώσει προηγουμένως τα μέλη της και να τα ρωτήσει κατά πόσον επιθυμούν να διαβιβαστούν τα δεδομένα τους στους εν λόγω τρίτους για διαφημιστικούς σκοπούς ή σκοπούς μάρκετινγκ».

Μολονότι η λέξη συγκατάθεση δεν αναφέρεται ποτέ, η αναφορά του δικαστηρίου σε ενημέρωση των υποκειμένων και σε «ερώτηση κατά πόσον επιθυμούν» τη διαβίβαση των δεδομένων τους δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στη βούληση της συγκατάθεσης.

Το Δικαστήριο συνέδεσε τη βούληση αυτή των υποκειμένων των δεδομένων με την αρχή της ελαχιστοποίησης, αφού η λύση αυτή θα παρείχε στα μέλη της ομοσπονδίας «τη δυνατότητα να διατηρήσουν τον έλεγχο επί της δημοσιοποίησης των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα και να περιορίσουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη δημοσιοποίησή τους στο μέτρο που είναι πράγματι αναγκαίο και πρόσφορο σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους διαβιβάζονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία τα εν λόγω δεδομένα».

Παράλληλα, το ΔΕΕ παρατηρεί πως η διαδικασία που προτείνεται «θα μπορούσε να συνεπάγεται μικρότερη επέμβαση στο δικαίωμα προστασίας της εμπιστευτικότητας (sic) των δεδομένων», ενώ θα έδινε και τη δυνατότητα στον υπεύθυνο επεξεργασίας «να εξυπηρετήσει με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο το έννομο συμφέρον που επικαλείται».

Το σκεπτικό αυτό μοιάζει να ξενίζει, καθώς η σύνδεση της συγκατάθεσης του υποκειμένου με την αναγκαιότητα της επεξεργασίας μοιάζει ατελέσφορη. Το Δικαστήριο δέχεται πως η κοινοποίηση των δεδομένων μόνο για τα υποκείμενα που το «επιθυμούν» επιτρέπει την πλήρωση της προϋπόθεσης αναγκαιότητας του εννόμου συμφέροντος του υπευθύνου επεξεργασίας. Με τον τρόπο αυτό όμως, η ίδια η θεμελίωση της νομιμότητας στο έννομο συμφέρον μοιάζει να κλονίζεται, αφού κατά βάση η επεξεργασία δεν μπορεί να επιτραπεί παρά μόνο κατόπιν λήψης συγκατάθεσης από τα υποκείμενα. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο δέχεται πως η αναγκαιότητα της επεξεργασίας εν όψει του επιδιωκόμενου εμπορικού, και άρα εννόμου, συμφέροντος δεν κρίνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αλλά από το κάθε υποκείμενο στο πλαίσιο αξιολόγησης των δικών του συμφερόντων και ελέγχου των δικών του προσωπικών δεδομένων. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η κοινοποίηση των δεδομένων αποκλειστικά στον βαθμό και το μέτρο που τα υποκείμενα των δεδομένων θα το επιτρέψουν, όχι μόνο δεν πλήττει τα έννομα συμφέροντα του υπευθύνου επεξεργασίας, αλλά αντίθετα τον βοηθά να τα εξυπηρετήσει «με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο», όπως θα τα εξυπηρετούσε να πωλούσε τα δεδομένα του συνόλου των μελών του. 

Στην πραγματικότητα, το ΔΕΕ δανείζεται τις σκέψεις του από την πολύ πρόσφατη απόφασή του στις υποθέσεις C-17/22 και C-18/22 (HTB Neunte Immobilien Portfolio), όπου είχε κρίνει ως προς το έννομο συμφέρον του εταίρου με έμμεση συμμετοχή σε επενδυτικό κεφάλαιο συσταθέν υπό μορφή ετερόρρυθμης εταιρείας να λάβει τα δεδομένα των λοιπών εταίρων, προκειμένου να έλθει σε επαφή ή να διαπραγματευτεί μαζί τους. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο είχε δεχθεί την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του τρίτου (εταίρου) για τη λήψη των δεδομένων αυτών, είχε όμως παράλληλα περιορίσει αυτό μέσω της προϋπόθεσης της αναγκαιότητας. Όπως χαρακτηριστικά είχε κρίνει, ένας εταίρος που επιθυμεί να λάβει πληροφορίες σχετικά με έναν άλλο εταίρο θα μπορούσε να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας (κεφάλαιο ή εταιρεία) να διαβιβάσει την αίτησή του για συνάντηση στους υπόλοιπους εταίρους, οι οποίοι με τη σειρά τους θα μπορούσαν να αποφασίσουν ελεύθερα αν επιθυμούν να έλθουν σε επαφή με τον αιτούντα ή να παραμείνουν ανώνυμοι. Οι δύο υποθέσεις όμως δεν είναι παρόμοιες, για τον λόγο αυτό η εφαρμογή της ίδιας πρακτικής γεννά προβληματισμό.

Στην υπόθεση των εταίρων, το Δικαστήριο κρίνει ως προς το έννομο συμφέρον του τρίτου που ζητά να λάβει τα δεδομένα, ενώ στην περίπτωση της ομοσπονδίας, το έννομο συμφέρον που κρίνεται - και δη εμπορικό - είναι του ιδίου του υπευθύνου επεξεργασίας, ο οποίος επιθυμεί να αντλήσει έσοδα από την κοινοποίηση, μολονότι η απόφαση συχνά μοιάζει να συγχέει και να ταυτίζει τα συμφέροντα αυτού που θα πωλήσει τα δεδομένα με τα συμφέροντα αυτού που θα τα αγοράσει προκειμένου να κάνει την προωθητική επικοινωνία. Παράλληλα, στην υπόθεση των εταίρων, η διαβίβαση της αίτησης προς τα υποκείμενα αποτρέπει την κοινοποίηση των δεδομένων τους σε τρίτο πρόσωπο, αφού ο αιτών δεν θα πληροφορηθεί ποιοι είναι, παρά μόνο εάν αυτοί επικοινωνήσουν μαζί του. Κάτι τέτοιο, προφανώς, δεν ισχύει στην κοινοποίηση των προσωπικών δεδομένων των μελών της ομοσπονδίας.

Ταυτόχρονα, το σκεπτικό περί υποβολής αιτήματος στα υποκείμενα των δεδομένων για την κοινοποίηση των δεδομένων τους μοιάζει λογικό στην περίπτωση των εταίρων, καθώς η πρόταση που θα λάβουν ενδέχεται να είναι αμοιβαία επωφελής, ενώ αυτό που θα θυσιάσουν είναι μόνο η διατήρηση της ανωνυμίας τους έναντι των υπολοίπων εταίρων. Στην περίπτωση της KNLTB ωστόσο, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει λογικό το να δεχθούν τα μέλη της ομοσπονδίας την πώληση των δεδομένων τους σε τρίτους χορηγούς με σκοπό την προωθητική επικοινωνία, όπως δύσκολα θα θεωρείτο μια τέτοια επικοινωνία επωφελής για τα υποκείμενα.

Ελαφρώς παράδοξη είναι και η τρίτη προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος, αυτή της στάθμισης των αντιπαρατιθέμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων. Το ΔΕΕ επισημαίνει εκ νέου τη σημασία των ευλόγων προσδοκιών των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με την επίμαχη πράξη επεξεργασίας: το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη σημασία «στο ζήτημα αν τα εν λόγω μέλη μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν, κατά τον χρόνο συλλογής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν, προκειμένου να γίνουν μέλη ένωσης αντισφαίρισης, ότι τα δεδομένα αυτά θα γνωστοποιηθούν εξ επαχθούς αιτίας σε τρίτους, εν προκειμένω σε χορηγούς της KNLTB, για διαφημιστικούς σκοπούς και σκοπούς μάρκετινγκ».

Ταυτόχρονα όμως, το Δικαστήριο θέτει και ένα ακόμη σημαντικό κριτήριο για τη στάθμιση αυτή, κόβοντας μάλιστα από αυτό τη στοιχηματική εταιρεία. Σύμφωνα με την απόφαση, «το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι τα επίμαχα δεδομένα διαβιβάζονται, μεταξύ άλλων, σε πάροχο τυχερών παιχνιδιών και παιχνιδιών καζίνο, όπως η NLO, της οποίας οι δραστηριότητες προώθησης και μάρκετινγκ, μολονότι είναι νόμιμες, ασκούνται εντός πλαισίου το οποίο, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 47 του ΓΚΠΔ, δεν φαίνεται να χαρακτηρίζεται από πρόσφορη και κατάλληλη σχέση μεταξύ των υποκειμένων των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας. Επιπλέον, υπό ορισμένες περιστάσεις, η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων θα μπορούσε να έχει ολέθριες επιπτώσεις στα μέλη των οικείων ενώσεων αντισφαίρισης, στο μέτρο που οι δραστηριότητες αυτές είναι δυνατόν να εκθέσουν τα εν λόγω μέλη στους κινδύνους που συνδέονται με την ανάπτυξη εθισμού στα τυχερά παιχνίδια».

Εν ολίγοις, το Δικαστήριο δέχεται πως οι δραστηριότητες της στοιχηματικής εταιρείας μολονότι είναι νόμιμες δεν συνάδουν με τη σχέση που συνδέει την ομοσπονδία με τα μέλη της, ενώ είναι και δυνητικά επικίνδυνες για αυτά. Ανεξαρτήτως του όποιου προβληματισμού μπορεί να διατυπωθεί επί της άποψης αυτής, αυτό που ξενίζει είναι πως το Δικαστήριο μοιάζει να παραβλέπει πως στο προηγούμενο κριτήριο έχει ήδη θέσει, ως προϋπόθεση νομιμότητας, την ενημέρωση και έγκριση από πλευράς των υποκειμένων για την κοινοποίηση των δεδομένων τους «στους εν λόγω τρίτους», άρα και στη στοιχηματική εταιρεία.

Με βάση τα ανωτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι:

«Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), έχει την έννοια ότι:

επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία συνίσταται στην εξ επαχθούς αιτίας γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των μελών αθλητικής ομοσπονδίας, προκειμένου να εξυπηρετηθεί εμπορικό συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας, μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία είναι απολύτως απαραίτητη για την ικανοποίηση του επίμαχου εννόμου συμφέροντος και ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, τα συμφέροντα ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες των μελών δεν υπερισχύουν του εν λόγω εννόμου συμφέροντος. Καίτοι η ως άνω διάταξη δεν απαιτεί να καθορίζεται από τον νόμο ένα τέτοιο συμφέρον, εντούτοις απαιτεί το προβαλλόμενο έννομο συμφέρον να είναι σύννομο».

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ηλεκτρονικό Κτηματολόγιο - Βιβλιοθήκη Δικάιου Κτηματολογίου Νο 24
Παροχή διόδου κατά ΑΚ 1012-1017, 3η έκδ., 2024