Ένταξη του ΕΤΑΤ στον ΕΦΚΑ και μείωση των προσυνταξιοδοτικών παροχών του ΤΕΑΠΕΤΕ προς τους πρώην υπαλλήλους της Εμπορικής Τράπεζας (ΣτΕ 1368-9/2024)
Πρόσφορες και αναγκαίες οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 για την επίτευξη του σκοπού θέσπισής τους, ο οποίος συνιστά σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος
Η παύση λειτουργίας από 1.1.2017 του ΕΤΑΤ, εντασσόμενου στον ΕΦΚΑ, κατ’ άρ. 53 παρ. 1 περ. Η του ν. 4387/2016, και αναπροσαρμογή, κατ’ άρ. 73 Α του ν. 4387/2016 των προβλεπόμενων από τις καταστατικές διατάξεις του ΤΕΑΠΕΤΕ, προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών που καταβάλλονταν από το ΕΤΑΤ προς τους πρώην υπαλλήλους της Εμπορικής Τράπεζας, κρίθηκε σύμφωνη με το Σύνταγμα από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 1368-9/2024).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 θεσπίστηκαν λόγω αδυναμίας καταβολής των ανωτέρω παροχών από το ΕΤΑΤ στο ύψος που προέβλεπαν οι καταστατικές διατάξεις του ΤΕΑΠΕΤΕ. Οι ρυθμίσεις αυτές είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού θέσπισής τους, ο οποίος συνιστά σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα απορρίφθηκαν ως αβάσιμα. Ως εκ τούτου, κρίθηκε απορριπτέος ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις η παράλειψη του νομοθέτη να υποχρεώσει την εργοδότρια Τράπεζα να καταβάλει εκ νέου στο ΕΤΑΤ, δυνάμει νέας επικαιροποιημένης μελέτης, συμπληρωματική εισφορά, προκειμένου να διατηρηθεί το προϋφιστάμενο καθεστώς. Τυχόν δε ενοχικές αξιώσεις των συνταξιούχων του ΤΕΑΠΕΤΕ κατά της Τράπεζας, η οποία έχει εγγυητική ευθύνη βάσει των καταστατικών διατάξεων να καλύπτει τα ελλείμματα του εν λόγω Ταμείου και να διασφαλίζει την καταβολή των συμφωνηθεισών παροχών - περί των οποίων αρμόδια να κρίνουν είναι τα πολιτικά δικαστήρια - δεν μετετράπησαν πάντως σε δημοσίου δικαίου δικαιώματα λήψης προσυνταξιοδοτικών παροχών από τον δημόσιο φορέα, δυνάμει του ν. 3371/2005.
Στη συνέχεια, το δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος ακύρωσης περί μη νόμιμης παράλειψης εκτίμησης, κατά την εκπόνηση της αναλογιστικής μελέτης, της επιβάρυνσης του ΕΦΚΑ από την ένταξη σε αυτόν και των συνταξιούχων προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΑΤ, προβάλλεται αλυσιτελώς. Διότι η ένταξη του ΕΤΑΤ στον ΕΦΚΑ - η οποία, όπως προκύπτει και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου, αποφασίστηκε πράγματι μετά τη σύνταξη της αναλογιστικής μελέτης - δεν είναι πάντως ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να κλονίσει τη βιωσιμότητα του ΕΦΚΑ, στον οποίο εντάχθηκε το σύνολο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων της Χώρας. Σε κάθε δε περίπτωση, η δεινή οικονομική κατάσταση του ΕΤΑΤ κατέστησε αναγκαία την ένταξη της κατηγορίας αυτής δικαιούχων στον ΕΦΚΑ.
Αβασίμως κρίθηκε ότι προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 3 του άρ. 70 του Μέρους XII της Διεθνούς Σύμβασης «περί του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφάλειας», διότι με τις διατάξεις αυτές απευθύνονται απλές κατευθυντήριες υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά την περιοδική εκπόνηση των οικονομικών και αναλογιστικών μελετών αναγκαίων για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των οργανισμών που παρέχουν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, περαιτέρω δε τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν μέτρα για την εκπόνηση αντιστοίχου περιεχομένου μελετών πριν από την μεταβολή του ύψους των χορηγούμενων παροχών ή των ασφαλιστικών εισφορών και των λοιπών κοινωνικών πόρων μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται τα συστήματα αυτά. Για τον ίδιο λόγο, αβασίμως προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση έρχεται σε αντίθεση προς το άρ. 71 παρ. 3 της 102 Διεθνούς Σύμβασης «περί των ελαχίστων ορίων κοινωνικής ασφάλειας». Ο προβαλλόμενος δε λόγος ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 αντίκεινται στο άρ.72 παρ. 1 και 2 της 102 ΔΣΕ είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής, διότι: α) η διάταξη του άρ. 72 παρ. 1 της 102 ΔΣΕ, η οποία επιβάλλει απλή και όχι πλειοψηφική συμμετοχή των ασφαλισμένων στα διοικητικά όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών, αναφέρεται σε Ιδρύματα που δεν έχουν δεσμό ή εξάρτηση από κρατικές αρχές, όπως εν προκειμένω ο ΕΦΚΑ και β) πάντως, στο άρ. 57 παρ.4 περ. γ΄ και δ΄ του ν. 4387/2016 ορίζεται ότι στο ΔΣ του ΕΦΚΑ μετέχουν, αντίστοιχα, δύο (2) εκπρόσωποι των ασφαλισμένων που προτείνονται από τις Συμβουλευτικές Επιτροπές του άρθρου 58 του ίδιου νόμου, στις οποίες περιλαμβάνεται η Συμβουλευτική Επιτροπή μισθωτών ιδιωτικού τομέα, και ένας (1) εκπρόσωπος των συνταξιούχων που υποδεικνύεται από κοινού από την Ανώτατη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΟΑΕΕ, την Ομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος ΙΚΑ και Επικουρικών Ταμείων Μισθωτών και την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτικών Συνταξιούχων. Εξάλλου, αβασίμως ο αιτών επικαλείται τις διατάξεις του άρ. 11 της ΕΣΔΑ, διότι αυτές δεν καταλαμβάνουν τη συμμετοχή στη διοίκηση ασφαλιστικού φορέα.
Εφόσον οι επίμαχες μειώσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένους στην εξασφάλιση της καταβολής των προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών και στη βιωσιμότητα του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης, ο λόγος ακύρωσης ότι οι σχετικές ρυθμίσεις παραβιάζουν το άρ. 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ παρίσταται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ΄ο μέρος δε με αυτόν επιδιώκεται ο περαιτέρω έλεγχος της ορθότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής επιλογής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Με τις 65-66/2011 και 76-80/2012 αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων έγινε δεκτό ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας που προβλέφθηκαν διαδοχικώς με διάφορους νόμους (ν. 3833/2010, 3845/2010, 3847/2010, 3863/2010, 3866/2010, 3896/2011, 4002/2011, 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012), σε συνδυασμό με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη θέσπιση και την υλοποίησή τους, συνιστούσε παραβίαση των διατάξεων του άρ. 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Με τις αποφάσεις, ωστόσο, αυτές ουδόλως έγινε δεκτό ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις, αυτοτελώς θεωρούμενες, συνιστούσαν παραβίαση των προαναφερομένων διατάξεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενόψει των σκοπών δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι υπαγόρευσαν τη θέσπιση των επίμαχων μέτρων, εν πάση δε περιπτώσει, διότι τυχόν αντίθεση προς τις διατάξεις αυτές του σωρευτικού αποτελέσματος των μέτρων που δεν αποτελούν αντικείμενο αυτής της δίκης, μόνο τα τελευταία αυτά μέτρα μπορεί να θίξει και όχι τα επίμαχα.
Δείτε την περίληψη των αποφάσεων στο adjustice.gr.