logo-print

Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει απαιτήσεις σχετικά με την ακουστική οξύτητα των σωφρονιστικών υπαλλήλων και δίκαιο ΕΕ

Δικαστήριο ΕΕ: “Εσθονική ρύθμιση κατά την οποία η μειωμένη ικανότητα ακοής κάτω των καθορισμένων ορίων εμποδίζει κατά τρόπο απόλυτο την άσκηση των καθηκόντων σωφρονιστικού υπαλλήλου, χωρίς να εξακριβώνεται αν είναι σε θέση να τα εκτελέσει, εισάγει διάκριση λόγω αναπηρίας”

28/07/2021

28/07/2021

Mobbing Ευθύνη λόγω ηθικής παρενόχλησης στην εργασία

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΧΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

Συλλογικό εργατικό δίκαιο - 3η έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 15-07-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η εσθονική ρύθμιση που προβλέπει ότι είναι απολύτως αδύνατο να παραμείνει στα καθήκοντά του σωφρονιστικός υπάλληλος του οποίου η ακουστική οξύτητα δεν ανταποκρίνεται σε ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου, χωρίς να επιτρέπει να εξακριβωθεί αν ο υπάλληλος είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του, είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η ρύθμιση αυτή εισάγει διάκριση η οποία στηρίζεται άμεσα στην αναπηρία.

Ιστορικό της υπόθεσης

Επί σχεδόν δεκαπέντε έτη, ο XX απασχολούνταν στη φυλακή του Tartu (Εσθονία) ως σωφρονιστικός υπάλληλος.

Κατά το χρονικό αυτό διάστημα τέθηκε σε ισχύ η υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση της Εσθονικής Κυβέρνησης για τις απαιτήσεις σχετικά με την υγεία των σωφρονιστικών υπαλλήλων και τη διαδικασία της ιατρικής εξέτασης, καθώς και σχετικά με το περιεχόμενο και τον τύπο του πιστοποιητικού υγείας. Η κανονιστική αυτή απόφαση καθορίζει, μεταξύ άλλων, ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου τα οποία ισχύουν για τους εν λόγω υπαλλήλους και προβλέπει ότι η μειωμένη ικανότητα ακοής κάτω των ορίων αυτών συνιστά απόλυτο ιατρικό κώλυμα για την άσκηση των καθηκόντων του σωφρονιστικού υπαλλήλου. Επιπλέον, η ως άνω κανονιστική απόφαση δεν επιτρέπει τη χρήση μέσων διόρθωσης κατά την εκτίμηση της τήρησης των απαιτήσεων σχετικά με την ακουστική οξύτητα.

Στις 28 Ιουνίου 2017 ο διευθυντής της φυλακής του Tartu απέλυσε τον ΧΧ κατόπιν της έκδοσης ιατρικού πιστοποιητικού που βεβαίωνε ότι η ακουστική οξύτητα του ΧΧ δεν πληρούσε τα ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου τα οποία καθορίζει η υπ’ αριθ. 12 κανονιστική απόφαση.

Ο XX άσκησε προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Tartu Halduskohus (διοικητικού πρωτοδικείου Tartu, Εσθονία), υποστηρίζοντας ότι η κανονιστική αυτή απόφαση εισάγει διάκριση λόγω αναπηρίας η οποία είναι αντίθετη, μεταξύ άλλων, προς το põhiseadus (Σύνταγμα). Μετά την απόρριψη της ως άνω προσφυγής-αγωγής, το Tartu Ringkonnakohus (εφετείο Tartu, Εσθονία), με απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, δέχθηκε την έφεση του ΧΧ και διαπίστωσε τον παράνομο χαρακτήρα της απόφασης περί απόλυσης. Το δικαστήριο αυτό αποφάσισε επίσης να κινήσει ένδικη διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των διατάξεων της εν λόγω κανονιστικής απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Riigikohus (Ανώτατου Δικαστηρίου, Εσθονία). Το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι η υποχρέωση μεταχείρισης των ατόμων με αναπηρία κατά τον ίδιο τρόπο με τα λοιπά άτομα που βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση και χωρίς να γίνονται διακρίσεις απορρέει όχι μόνον από το Σύνταγμα αλλά και από το δίκαιο της Ένωσης, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν οι διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ [οδηγία για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία] αντιτίθενται σε μια τέτοια εθνική ρύθμιση

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, έχοντας διαπιστώσει ότι η επίμαχη κανονιστική απόφαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78/ΕΚ και εισάγει διαφορετική μεταχείριση η οποία στηρίζεται άμεσα στην αναπηρία, το Δικαστήριο εξέτασε αν μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δύναται να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, κατά το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικό συνδεόμενο με την αναπηρία δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου αυτές διεξάγονται, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι αναλογική. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η ως άνω διάταξη, στο μέτρο που επιτρέπει παρέκκλιση από την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. 

Το Δικαστήριο επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η απαίτηση περί καλής ακουστικής ικανότητας και, επομένως, περί ύπαρξης ενός ορισμένου επιπέδου ακουστικής οξύτητας απορρέει από τη φύση των καθηκόντων του σωφρονιστικού υπαλλήλου, όπως αυτά περιγράφηκαν από το αιτούν δικαστήριο, και δέχθηκε ότι, λόγω της φύσης των καθηκόντων αυτών και των συνθηκών άσκησής τους, το γεγονός ότι η ακουστική οξύτητα του σωφρονιστικού υπαλλήλου πρέπει να πληροί ένα ελάχιστο όριο αντίληψης του ήχου μπορεί να θεωρηθεί ως «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΕΚ.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίμαχη κανονιστική απόφαση, δεδομένου ότι αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ασφάλειας των προσώπων και της δημόσιας τάξης, επιδιώκει θεμιτούς σκοπούς, εν συνεχεία, δε, εξέτασε, αφενός, αν η απαίτηση που προβλέπει η κανονιστική απόφαση, κατά την οποία η ακουστική οξύτητα του σωφρονιστικού υπαλλήλου πρέπει να πληροί ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου, χωρίς να επιτρέπεται η χρήση μέσων διόρθωσης κατά την εκτίμηση του αν πληρούνται τα εν λόγω όρια, και της οποίας η μη τήρηση συνιστά απόλυτο ιατρικό κώλυμα για την άσκηση των καθηκόντων του σωφρονιστικού υπαλλήλου το οποίο θέτει τέρμα στα καθήκοντα αυτά, είναι κατάλληλη για την επίτευξη των ως άνω σκοπών και, αφετέρου, αν η εν λόγω απαίτηση βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή τους μέτρου.

Όσον αφορά την καταλληλότητα της απαίτησης αυτής, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι μια ρύθμιση είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού μόνον εάν εξυπηρετεί πράγματι την επίτευξή του κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό. Παρατήρησε, όμως, ότι η εν λόγω κανονιστική απόφαση επιτρέπει στον σωφρονιστικό υπάλληλο να χρησιμοποιήσει μέσα διόρθωσης κατά την εκτίμηση της τήρησης των κανόνων που η κανονιστική απόφαση προβλέπει για την οπτική οξύτητα, ενώ η δυνατότητα αυτή δεν παρέχεται όσον αφορά την ακουστική οξύτητα.

Ως προς τον αναγκαίο χαρακτήρα της εν λόγω απαίτησης, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η μη τήρηση των ορίων που καθορίζει η επίμαχη κανονιστική απόφαση εμποδίζει κατά τρόπο απόλυτο την άσκηση των καθηκόντων του σωφρονιστικού υπαλλήλου, τα δε όρια αυτά ισχύουν για όλους τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης. Επιπλέον, η ως άνω κανονιστική απόφαση δεν επιτρέπει να γίνεται εξατομικευμένη εκτίμηση της ικανότητας του υπαλλήλου να εκπληρώσει τα βασικά καθήκοντα του επαγγέλματος αυτού παρά το πρόβλημα ακοής που αντιμετωπίζει.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης την απορρέουσα από το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ υποχρέωση του εργοδότη να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με αναπηρία να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας και να ασκεί το επάγγελμά του, εκτός εάν τα μέτρα αυτά συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Συναφώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, αφενός, η επίμαχη κανονιστική απόφαση δεν επέτρεπε στον εργοδότη του ΧΧ να ελέγξει, πριν από την απόλυσή του, αν ήταν δυνατή η λήψη μέτρων όπως είναι η χρήση ακουστικού βαρηκοΐας, η απαλλαγή του από την υποχρέωση εκτέλεσης καθηκόντων για τα οποία πρέπει να πληρούνται τα απαιτούμενα ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου ή, ακόμη, η τοποθέτησή του σε θέση που δεν απαιτεί να πληρούνται τα όρια αυτά και ότι, αφετέρου, δεν παρέχεται κανένα στοιχείο σχετικά με τον ενδεχομένως δυσανάλογο χαρακτήρα της επιβάρυνσης που θα συνεπάγονταν τέτοια μέτρα.

Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι φαίνεται πως η κανονιστική αυτή απόφαση επέβαλε απαίτηση η οποία υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι είναι απολύτως αδύνατο να παραμείνει στα καθήκοντά του σωφρονιστικός υπάλληλος του οποίου η ακουστική οξύτητα δεν ανταποκρίνεται στα καθοριζόμενα από τη ρύθμιση αυτή ελάχιστα όρια αντίληψης του ήχου, χωρίς να επιτρέπει να εξακριβωθεί αν ο υπάλληλος είναι σε θέση να εκτελέσει τα εν λόγω καθήκοντα, ενδεχομένως μετά την πραγματοποίηση εύλογων προσαρμογών κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 5.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Η αστική ευθύνη του οδικού μεταφορέα κατά τη CMR
Κληρονομικό Δίκαιο Στ έκδοση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send