Κακουργηματική απάτη - πλαστό πτυχίο - μη δυνατότητα συμψηφισμού (ΑΠ ποιν. 308/2019)
Απόφαση 308/2019 Αρείου Πάγου (Ζ'Ποινικό Τμήμα)
Επί απάτης που τελέσθηκε με την υποβολή πλαστών πιστοποιητικών, δια της ψευδούς παράστασης, ότι πρόκειται περί γνησίων, με σκοπό την πρόσληψη ή την υπηρεσιακή αναβάθμιση υπαλλήλου, χρόνος τέλεσης της εν λόγω πράξης είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης και των πλαστών δικαιολογητικών (ήτοι ο χρόνος πραγμάτωσης της αρχικής συμπεριφοράς), ως και ο χρόνος κάθε παρασιώπησης πριν από τη μηνιαία καταβολή του μισθού, που συνιστά κάθε φορά νέα πράξη απάτης, δεδομένου ότι κάθε νέα καταβολή θεμελιώνεται στην παράλειψη του δράστη να την αποτρέπει, δημιουργώντας έτσι νέα πλάνη στον παθόντα περί του δικαιώματος εκείνου (δράστη) επί του μισθού, αν και έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αποτροπή της τουλάχιστον από την προγενέστερη επικίνδυνη ενέργειά του (αρχική απάτη) αλλά και από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οπότε πρόκειται για απάτη κατ' εξακολούθηση.
Διαβάστε επίσης: Παράταση στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για Ποινικό Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Υπουργική Απόφαση)
Απόσπασμα της απόφασης
[...] Επίσης, ναι μεν δεν υπάρχει βλάβη, όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη, την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, πλην αυτό προϋποθέτει, ότι η αντιπαροχή είναι νόμιμη.
Στην περίπτωση, όπου κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο, επιτύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή και, συνεπώς, να παράσχει τις υπηρεσίες που παρέχει όποιος έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και τα νόμιμα προσόντα, και για το λόγο αυτό προσλήφθηκε παρανόμως, δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η ζημία του Δημοσίου από την καταβολή σ' αυτόν αποδοχών της θέσης που παρανόμως κατέλαβε έχει ισοσταθμισθεί από την παροχή της (μη νόμιμης) εργασίας του και ότι, επομένως, δεν έχει τελεσθεί το έγκλημα της απάτης.
Άλλωστε, ενόψει της ενότητας του δικαίου, τούτο επιβεβαιώνεται και από τη διάταξη του άρθρου 450 παρ. 1 ΑΚ, όπου ορίζεται, ότι "Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο..." και κατά την ορθή της έννοια, απαγορεύεται η πρόταση συμψηφισμού στον οφειλέτη από αδίκημα, δηλαδή στο δράστη, ενώ αντίθετα το θύμα, δηλαδή ο δικαιούχος απαίτησης από το αδίκημα, μπορεί να προτείνει την ένσταση συμψηφισμού, για να αποσβέσει άλλη οφειλή του απέναντι στον αδικήσαντα. Στη σύμβαση εργασίας, που είναι αμφοτεροβαρής σύμβαση και υπάρχουν εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, το Δημόσιο, ως εργοδότης με την ιδιότητα του δανειστή, έχοντας απαίτηση αποζημίωσης από διαπραχθείσα εις βάρος του αδικοπραξία, δικαιούται να την προβάλλει σε συμψηφισμό προς απόσβεση άλλης απαίτησής του κατά του αδικήσαντος, δεν παρέχεται όμως δικαίωμα συμψηφισμού (ισοστάθμισης) της απαίτησης του εργαζομένου κατά του εργοδότη από την παροχή εργασίας, όταν αυτή προήλθε από αδίκημα.
Άλλωστε, όταν ο εργοδότης παραπλανάται ως προς τις γνώσεις και ικανότητες του προσλαμβανόμενου, λόγω ψευδών παραστάσεων του τελευταίου ("απάτη περί την πρόσληψη"), η ζημία του συνίσταται: α) στην εκ μέρους του ανάληψη της υποχρέωσης να καταβάλει αμοιβή υπερβαίνουσα την ποιότητα των προσδοκώμενων υπηρεσιών και β) στο γεγονός, ότι η παρεχόμενη από το δράστη εργασία δεν ανταποκρίνεται στον καταβαλλόμενο μισθό.
Συνεπώς, αν ο εργοδότης έχει αποβλέψει σε συγκεκριμένες ικανότητες του προσλαμβανομένου, τότε η από τον τελευταίο παρεχόμενη εργασία δεν αντισταθμίζει την παρεχόμενη αμοιβή και υπάρχει περιουσιακή ζημία.
Δηλαδή, σε περίπτωση πρόσληψης προσώπου σε δημόσια θέση, εξαιτίας αξιόποινης παραπλάνησης εκ μέρους του ως προς τις απαιτούμενες, να συντρέχουν στο πρόσωπο του, προϋποθέσεις για την κατάρτιση σύμβασης εργασίας, η περιουσιακή βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου συνίσταται αντικειμενικά στη δαπάνη που υποβλήθηκε για την απασχόληση προσώπου διαφορετικού από εκείνο που, σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να απασχοληθεί, δεν μπορεί δε να κρίνεται ότι νομίμως, ευλόγως και αζημίως για το Ελληνικό Δημόσιο λαμβάνει αυτός μισθό εκ του λόγου και μόνον, ότι δεν απολύθηκε ή ότι προσέρχεται στην εργασία του (κατά την καθορισμένη ώρα και, αναλόγως, αποχωρεί), γιατί τα ανωτέρω δεν συνιστούν, άνευ άλλου, ισάξια αντιπαροχή, αφού, βάσει των συγκεκριμένων αναγκών και επιδιώξεων, ο εργοδότης απέβλεπε σε συγκεκριμένες ιδιότητες, προσδιοριζόμενες μάλιστα από το νόμο, που εξασφαλίζουν ένα minimum ηθικών και άλλων εγγυήσεων στο δημόσιο τομέα, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι κρίσιμο στοιχείο της σύμβασης εργασίας είναι, εκτός άλλων, η αυτοπρόσωπη και προσήκουσα παροχή εργασίας.
Για το λόγο αυτό, στο μεν άρθρο 1 του Ν. 3528/2007 (Κώδικας Δημοσίων Διοικητικών Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ) ορίζεται, ότι "Σκοπός του παρόντος Κώδικα είναι η καθιέρωση ενιαίων και ομοιόμορφων κανόνων που διέπουν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση των πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, σύμφωνα ιδίως με τις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης και την ανάγκη διασφάλισης της μέγιστης δυνατής απόδοσης κατά την εργασία τους", στο δε άρθρο 12 του ίδιου νόμου, ότι "Η πλήρωση των θέσεων διέπεται από τις αρχές της ίσης ευκαιρίας συμμετοχής, της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της διαφάνειας και της δημοσιότητας". Επομένως, η κατάρτιση συμβάσεων εργασίας, είτε ύστερα από παραπλάνηση των εκπροσώπων του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου και τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων από την πλευρά των συμβληθέντων με αυτό, είτε κατά παράβαση των όρων του Ν. 2190/1994 (Προσλήψεις - Επαναπροσλήψεις - Απολύσεις) και σε αντίθεση με το άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος, δεν συνιστά απλώς "παρατυπία" στη διαδικασία των προσλήψεων, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί θεμελιώδη, και για το κύρος ακόμα των συμβάσεων, παρανομία, που τις καθιστά, αντιστοίχως, είτε ακυρώσιμες είτε άκυρες.
Άλλωστε, ναι μεν στη θεωρία του αστικού/εργατικού δικαίου, προβάλλεται η θέση, ότι η ακύρωση της συμβατικής εργασιακής σχέσης επηρεάζει μόνο τη μελλοντική εξέλιξη αυτής (ex nunc) και δεν επενεργεί αναδρομικά (ex tunc) από τον χρόνο του γεγονότος που προκαλεί την ακύρωσή της, πλην όμως στο χώρο του ποινικού δικαίου, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, το κρίσιμο δεν είναι ότι πρόκειται για άκυρη (κατά την έννοια των άρθρων 904 επ. Α.Κ. για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) εργασία, αλλά ότι πρόκειται για παράνομη εργασία, με την εντεύθεν συνέπεια της, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, απαγόρευσης του συμψηφισμού και ισοστάθμισης της εργασίας αυτής (μη νόμιμης) με τη ζημία που επήλθε στον εργοδότη από την καταβολή αποδοχών για την παρανόμως καταληφθείσα θέση, μη αποκλειομένης έτσι, στην περίπτωση αυτή, της ύπαρξης ζημίας, ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης.
Στη συνέχεια, από τις διατάξεις του άρθρου 98 του ΠΚ, το οποίο έχει θεσπιστεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει, ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, οι οποίες απέχουν χρονικά μεταξύ τους, προσβάλλουν διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού και καθεμία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους, δηλαδή με ενότητα δόλου του δράστη.
Έτσι, προκειμένου περί απάτης, υπάρχει μία πράξη και όχι περισσότερες, που τελούνται εξακολουθητικά, όταν, συνεπεία της άπαξ προκληθείσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις.
Αντίθετα, υπάρχουν περισσότερες πράξεις, οι οποίες, αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους, αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση του ίδιου εγκλήματος, της απάτης, αν κάθε επιζήμια για τον εξαπατηθέντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης αυτού, η οποία προκαλείται από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του υπαιτίου.
Έτσι, επί απάτης, που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές από τον εξαπατηθέντα, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή επιδόματος, μισθού κτλ, συντρέχει περίπτωση κατ' εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, όταν η αρχική παραπλάνηση του παθόντος πραγματώθηκε με τη θετική απατηλή συμπεριφορά της παράστασης ψευδούς γεγονότος ως αληθινού, στη συνέχεια, όμως, ο υπαίτιος, παρόλο που είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, απορρέουσα από προηγούμενη ενέργειά του, συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης εγκληματικού αποτελέσματος, ή από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, παραλείπει, εκμεταλλευόμενος και την υφιστάμενη αρχική πλάνη του παθόντος και αξιοποιώντας τις προηγηθείσες επιζήμιες περιοδικές περιουσιακές διαθέσεις του τελευταίου προς αυτόν, να ανακοινώνει στον παθόντα το αληθινό γεγονός και να προκαλεί, εξαιτίας της παράλειψης αυτής, νέα πλάνη, δηλαδή παράσταση στη συνείδηση του παθόντος, μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα ως προς συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό και συνιστάμενη στο ότι ο υπαίτιος εξακολουθεί να είναι δικαιούχος των επιζήμιων περιοδικών περιουσιακών διαθέσεων, στις οποίες συνεχίζει να προβαίνει ο παθών χωρίς υποχρέωση.
Ειδικότερα, επί απάτης που τελέσθηκε με την υποβολή πλαστών πιστοποιητικών, δια της ψευδούς παράστασης, ότι πρόκειται περί γνησίων, με σκοπό την πρόσληψη ή την υπηρεσιακή αναβάθμιση υπαλλήλου, χρόνος τέλεσης της εν λόγω πράξης είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης και των πλαστών δικαιολογητικών (ήτοι ο χρόνος πραγμάτωσης της αρχικής συμπεριφοράς), ως και ο χρόνος κάθε παρασιώπησης πριν από τη μηνιαία καταβολή του μισθού, που συνιστά κάθε φορά νέα πράξη απάτης, δεδομένου ότι κάθε νέα καταβολή θεμελιώνεται στην παράλειψη του δράστη να την αποτρέπει, δημιουργώντας έτσι νέα πλάνη στον παθόντα περί του δικαιώματος εκείνου (δράστη) επί του μισθού, αν και έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αποτροπή της τουλάχιστον από την προγενέστερη επικίνδυνη ενέργειά του (αρχική απάτη) αλλά και από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οπότε πρόκειται για απάτη κατ' εξακολούθηση.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr