logo-print

Κάμερες σε δημόσιους χώρους: Προβληματικές οι προτεινόμενες ρυθμίσεις σύμφωνα με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

Προβληματικές οι διατάξεις για τη χαρακτηρισμό «υπόπτου», χρήση καμερών σε drones, δημόσιες συναθροίσεις, δυνατότητες εστίασης (zoom) και άλλα σημεία

01/07/2020

10/09/2020

Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση
Το δίκαιο της ψηφιακής οικονομίας

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΉΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΉΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΓΓΛΕΖΑΚΗΣ

Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα η γνωμοδότηση της Αρχής επί του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος σχετικά με τη «χρήση συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας σε δημόσιους χώρους».

Το εν λόγω σχέδιο Π.Δ. τέθηκε υπόψη της Αρχής από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, προκειμένου η Αρχή να γνωμοδοτήσει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 3917/2011 και 13 παρ. 1 περ. γ’ και 67 παρ. 2 του ν. 4624/2019.

Αξίζει να σημειωθεί πως το προτεινόμενο Προεδρικό Διάταγμα έρχεται με καθυστέρηση σχεδόν δέκα χρόνων, καθώς, όπως έχει επανειλημμένα επισημάνει η Αρχή, το αρμόδιο Υπουργείο δεν είχε προχωρήσει σε επεξεργασία του σχεδίου που έχει υποβληθεί από ομάδα εργασίας από το 2012.

Η Αρχή ήδη με τη γνωμοδότηση 1/2009 έθεσε ζήτημα συνταγματικότητας συγκεκριμένης διάταξης, στη συνέχεια δε εξέδωσε, κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Δικαιοσύνης, τη γνωμοδότηση 2/2010, η οποία τελικώς οδήγησε στη θέσπιση του άρθρου 14 ν. 3917/2011.

Η διάταξη όμως του ν. 3917/2011 που επιλύει το ζήτημα συνταγματικότητας παραμένει ανενεργή, εφόσον δεν είχε εκδοθεί το προβλεπόμενο σε αυτήν προεδρικό διάταγμα.

Προβληματικό το σχέδιο ΠΔ

Με τη Γνωμοδότηση 3/2020 η Αρχή, αφού αναλύει το ελληνικό και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη της ιδίως τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και του Δικαστηρίου της Ε.Ε., προβαίνει σε σειρά παρατηρήσεων και, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται η ανάγκη τροποποίησης ορισμένων διατάξεων προκειμένου να είναι συμβατές με το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο προς διασφάλιση και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων.

Χρήση drones και τεχνολογιών αναγνώρισης προσώπου

Όπως αναφέρει η Αρχή, με δεδοµένη την πρόοδο της τεχνολογίας καθίσταται δυσχερής η εξαντλητική και περιοριστική απαρίθµηση κάθε είδους και τεχνολογίας συσκευών ή συστηµάτων καταγραφής εικόνας ή και ήχου. Παρά ταύτα, θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια ειδικότερου προσδιορισµού αυτών. Σε κάθε περίπτωση, συστήµατα επιτήρησης περιλαµβανοµένων των φορητών από φυσικά πρόσωπα (π.χ. wearables) ή µεταφερόµενων από οχήµατα όπως π.χ. των συστηµάτων µη επανδρωµένων αεροσκαφών (ΣµηΕΑ, UAV’s ή RPAS ή drones), θα πρέπει να λειτουργούν σύµφωνα προς το οικείο νοµοθετικό πλαίσιο.

Η Αρχή επισημαίνει ότι τυχόν εγκατάσταση και χρήση πρόσθετου εξοπλισµού στον οποίο περιλαµβάνεται και λογισµικό που αποσκοπεί σε «περαιτέρω επεξεργασία της εικόνας και του ήχου» ενδέχεται να αφορά διαφορετική, αυτοτελή και διακριτή επεξεργασία σε σχέση µε την αρχική συλλογή, αποθήκευση και διατήρηση του υλικού, όπως π.χ. σε περίπτωση χρήσης λογισµικού αναγνώρισης και ταυτοποίησης προσώπου (facial recognition) ή και ενδεχοµένως σε περίπτωση χρήσης τεχνητής νοηµοσύνης.

Σε εκείνη την περίπτωση θα πρέπει να τηρούνται επίσης όλες οι αρχές επεξεργασίας και νοµιµότητας, καθώς και οι απαιτήσεις σεβασµού των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 52 παρ. 1 ΧΘ∆ΕΕ και 8 ΕΣ∆Α.

Χρόνος ενεργοποίησης καμερών - Ρύθμιση κυκλοφορίας και επεισόδια σε δημόσια συνάθροιση

Όπως αναφέρεται στη γνωμοδότηση, από τη διάταξη του άρθρου 5 του σχεδίου ΠΔ δεν προκύπτει µε σαφήνεια ο χρόνος ενεργοποίησης των συστηµάτων επιτήρησης σε σχέση µε τους επιδιωκόµενους σκοπούς.

Και ενώ η διαχείριση της οδικής κυκλοφορίας θα µπορούσε υπό προϋποθέσεις να δικαιολογήσει τη συνεχή λειτουργία των καµερών π.χ. για την παρακολούθηση και βελτίωση των πυκνωµάτων στις οδικές αρτηρίες, δεν ισχύει το ίδιο για λόγους διακρίβωσης αξιόποινων πράξεων (αναλόγως βεβαίως του συστήµατος επιτήρησης), οπότε η επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σύµφωνη όχι µόνο µε τις αρχές της νοµιµότητας, αντικειµενικότητας και διαφάνειας, αλλά επιπλέον και µε την αρχή του περιορισµού του σκοπού σε συνδυασµό µε την αρχή της αναλογικότητας εν ευρεία εννοία.

Η Αρχή τονίζει πως θα πρέπει εποµένως να προσδιοριστούν στο Π.∆. οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης - θέσης σε λειτουργία του συστήµατος επιτήρησης για όλες τις προβλεπόµενες περιπτώσεις, όπως π.χ. κατά τη διάρκεια επεισοδίων σε δηµόσια συνάθροιση.

Σε σχέση με τις δημόσιες συναθροίσεις, η επιτήρηση δηµόσιων υπαίθριων συναθροίσεων είναι πολύ σηµαντικό ζήτηµα γιατί συνδέεται µε την άσκηση του ατοµικού δικαιώµατος του συνέρχεσθαι (άρθρο 11 Συντ.), ενώ πολλές φορές τα εκδηλούµενα στις συναθροίσεις προσωπικά δεδοµένα εµπίπτουν στην κατηγορία των ειδικών κατηγοριών (ευαίσθητων) δεδοµένων (π.χ. πολιτικές συναθροίσεις).

Υπό το πρίσµα αυτό, είναι συνταγµατικά προβληµατικό η εγκατάσταση και λειτουργία συστηµάτων επιτήρησης δηµόσιων συναθροίσεων να ανατίθεται αορίστως σε «αρµόδια δηµόσια αρχή».

Θα πρέπει να πρόκειται για δικαστικό/εισαγγελικό λειτουργό που να πληρεί τις προϋποθέσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των άρθρων 87 επ. Συντ. Το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να είναι αρµόδιο για να κρίνει και εάν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή ή σωµατική ακεραιότητα προσώπου (τελευταίο εδάφιο της παρ. 1).

Οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η εγκατάσταση και λειτουργία συστηµάτων επιτήρησης δηµόσιων συναθροίσεων δεν µπορεί να είναι διαφορετικές από αυτές που προβλέπονται στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3917/2011.

Πρέπει συνεπώς οι διατάξεις των περιπτώσεων α) και β) να αναδιατυπωθούν, ώστε οι περιπτώσεις επιτρεπτής εγκατάστασης και λειτουργίας συστηµάτων επιτήρησης δηµόσιων υπαίθριων συναντήσεων να αντιστοιχούν στους σκοπούς του άρθρου 14 του ν. 3917/2011.

Ιδίως πρέπει να τονισθεί ότι η «απειλή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονοµικής ζωής σε ορισµένη περιοχή» αποτελεί υπό προϋποθέσεις λόγο κατ’ εξαίρεση απαγόρευσης µιας συνάθροισης κατά το άρθρο 11 παρ. 2 Συντ. και όχι παρακολούθησής της.

Δυνατότητα εστίασης (zoom) της εικόνας

Μεταξύ άλλων, η Αρχή στέκεται στην πρόβλεψη περί του επιτρεπτού της εστίασης (zoom) της εικόνας από συστήματα βιντεοεπιτήρησης.

Όπως αναφέρεται, «η πρόβλεψη περί του επιτρεπτού της εστίασης (zoom) της εικόνας για τη διαπίστωση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς αφορά µια ειδικότερη και αυτοτελή κατηγορία υποκειµένων των δεδοµένων, καθώς τίθεται πλέον στο στόχαστρο συγκεκριµένο πρόσωπο, προκειµένου να διαπιστωθεί η τέλεση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς.

Όταν η εστίαση και η στόχευση συγκεκριµένου προσώπου ή αντικειµένου (π.χ. οχήµατος) που δύναται να οδηγήσει σε ταυτοποίηση αποσκοπεί στη διακρίβωση εγκληµάτων, τότε η πράξη της επεξεργασίας δια της εστίασης της κάµερας φέρει χαρακτηριστικά ποινικοδικονοµικής ανακριτικής πράξης µε όσα συνεπάγεται σε επίπεδο εφαρµογής της οικείας νοµοθεσίας, περιλαµβανοµένων των απαιτούµενων σχετικών εγγυήσεων ελέγχου και επίβλεψης.

Σε αυτό το πλαίσιο διαπιστώνεται η απουσία νοµοθετικής πρόβλεψης ορισµού ενός εκπροσώπου ανεξάρτητης και αµερόληπτης διοικητικής αρχής ή δικαστικού/εισαγγελικού λειτουργού που θα αποφασίζει εκ των προτέρων ή θα ελέγχει ή θα επιβλέπει την διαδικασία εστίασης καθώς και τις µεταγενέστερες εξαρτηµένες πράξεις επεξεργασίας (π.χ. επιλογής) του συναφούς υλικού

Τέλος, καθίσταται σαφές εν όψει των ανωτέρω ότι η εστίαση της εικόνας δεν επιτρέπεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχουν τελεσθεί παράνοµες πράξεις, όπως π.χ. στην περίπτωση πρόληψης µελλοντικών αξιόποινων πράξεων».

Φορητές κάμερες

Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 5 σχ. Π.∆. προβλέπεται ότι «η λειτουργία φορητών καµερών επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση που υπάρχει άµεσος σοβαρός κίνδυνος τέλεσης αξιόποινης πράξης από τις προβλεπόµενες στο άρθρο 3 του παρόντος διατάγµατος», χωρίς όµως να προσδιορίζεται το πρόσωπο που λαµβάνει την σχετική απόφαση ή οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, όροι και εγγυήσεις λήψης του σχετικού µέτρου.

Σε αυτό το πλαίσιο διαπιστώνεται η απουσία νοµοθετικής πρόβλεψης ορισµού ενός εκπροσώπου ανεξάρτητης και αµερόληπτης διοικητικής αρχής ή δικαστικού/εισαγγελικού λειτουργού που θα αποφασίζει εκ των προτέρων ή θα ελέγχει ή θα επιβλέπει την διαδικασία εστίασης καθώς και τις µεταγενέστερες εξαρτηµένες πράξεις επεξεργασίας (π.χ. επιλογής) του συναφούς υλικού.

Περίοδος διατήρησης δεδομένων και προσδιορισμός της έννοιας του «υπόπτου» τέλεσης µελλοντικού εγκλήµατος

Σύµφωνα µε το Προεδρικό Διάταγμα, τα δεδοµένα που συλλέγονται στο πλαίσιο της εφαρµογής των διατάξεων για τις δηµόσιες υπαίθριες συναθροίσεις διατηρούνται έως 48 ώρες και καταστρέφονται αυτόµατα, εκτός εάν εφαρµογής τυγχάνουν οι διατάξεις του άρθρου 8 σχ. Π.∆. Κατ’ άρθ. 8 παρ. 1 σχ. Π.∆. διατηρούνται για δεκαπέντε (15) ηµέρες τα δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε φυσικού προσώπου που εισήλθε στο πεδίο λήψης ή καταγραφής των συστηµάτων επιτήρησης.

Σε περίπτωση κατά την οποία δεδοµένα που έχουν διατηρηθεί έως 48 ώρες ή για δεκαπέντε ηµέρες και είναι χρήσιµα και αναγκαία για την ταυτοποίηση φυσικού προσώπου προς διακρίβωση αξιόποινων πράξεων, αποθηκεύονται και διατηρούνται προκειµένου να χρησιµοποιηθούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και µέχρι του πέρατος αυτής µε την έκδοση αµετάκλητης δικαστικής απόφασης ή την οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή την παραγραφή του εγκλήµατος.

Τέλος, προβλέπεται η διατήρηση δεδοµένων έως δέκα (10) έτη για πρόσωπα τα οποία χαρακτηρίζονται ως ύποπτα µελλοντικής τέλεσης εγκληµάτων.

Μεταξύ άλλων, η Αρχή αναφέρει πως «η παντελής απουσία κριτηρίων προσδιορισµού της έννοιας του «υπόπτου» ή των «δικαιολογηµένων υπονοιών» τέλεσης µελλοντικού εγκλήµατος στην εξεταζόµενη διάταξη αντιπαραβαλλόµενη προς τις περιπτώσεις π.χ. του Π.∆. 141/1991, δηµιουργεί τον κίνδυνο χαρακτηρισµού ως υπόπτου κάθε προσώπου που εισέρχεται στο πεδίο λήψης και καταγραφής των συστηµάτων επιτήρησης µε βάση µια υποκειµενική και αδιευκρίνιστη πιθανολογική κρίση της αρµόδιας δηµόσιας αρχής, η οποία καθιστά αδύνατο τον συναφή έλεγχο νοµιµότητας αυτής, περιλαµβανοµένης της αδυναµίας ελέγχου της τήρησης της αρχής της αναλογικότητάς».

Σύμφωνα με την Αρχή, μια τέτοια ασαφής ρύθµιση πέραν του ότι δεν φέρει τα χαρακτηριστικά του ποιοτικού νόµου και παραβιάζει τις αρχές τις αντικειµενικότητας, διαφάνειας και ιδίως της θεµιτής, άλλως δίκαιης επεξεργασίας των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα του ατόµου, που απορρέουν από το δικαίωµα σε δίκαιη δίκη.

Ως προς την κατ’ ανώτατο χρονικό όριο διατήρηση επί δεκαετία των δεδοµένων του υπόπτου τέλεσης µελλοντικού εγκλήµατος., η Αρχή επισημαίνει ότι ούτε η εν λόγω πρόβλεψη ανταποκρίνεται σε αντικειµενικά κριτήρια που να αποδεικνύουν την αναγκαιότητα χρονικής διατήρησης των δεδοµένων για τέτοια µεγάλη διάρκεια συνυπολογιζοµένου του γεγονότος ότι αφενός, ενδέχεται να µην τελεσθεί ποτέ το εν λόγω έγκληµα, αφετέρου, ότι δεν περιγράφονται τα κριτήρια προσδιορισµού των υπονοιών και της ιδιότητας του υπόπτου µελλοντικού και αβέβαιου εγκλήµατος.

Οι διατάξεις του ΠΔ δεν υπερτερούν του δικαίου της ΕΕ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το τελευταίο σημείο της γνωμοδότησης σχετικά με την πρόβλεψη του ΠΔ πως «τα θέµατα που δεν ρυθµίζονται ειδικώς από τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3917/2011 (ΦΕΚ Α’ 22) και του παρόντος διατάγµατος, διέπονται από τις εκάστοτε εφαρµοστέες διατάξεις του Κανονισµού (ΕΕ) 2016/679 και του νόµου 4624/2019».

Σύμφωνα με την Αρχή, η διάταξη αυτή δεν έχει την έννοια ότι οι διατάξεις του Π.∆. ως ειδικές υπερτερούν εν προκειµένω του δικαίου της Ε.Ε. αλλά αντιθέτως ότι αφενός, οι διατάξεις του Π.∆. πρέπει να ερµηνεύονται υπό το φως του δικαίου της Ε.Ε. εν όψει της υπεροχής αυτού αφετέρου, ότι ισχύουν οι απαιτήσεις προστασίας των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα που απορρέουν από το δίκαιο της Ε.Ε. ακόµη και εάν δεν έχουν περιληφθεί στις διατάξεις του Π.∆.

«Όπως πάντως διαπιστώνεται από τη παρούσα Γνώµη της Αρχής, οι απαιτήσεις σαφών και ρητών προβλέψεων στο πλαίσιο ενός ποιοτικού νόµου για την προστασία των δικαιωµάτων των υποκειµένων των δεδοµένων επιτάσσουν σύµφωνα προς τη νοµολογία του Ε∆∆Α και του ∆ΕΕ την υιοθέτηση σχετικών ρυθµίσεων κυρίως στο κείµενο του Π.∆. και επικουρικώς την παραποµπή σε εκείνες του ΓΚΠ∆ και του ν. 4624/2019», καταλήγει η γνωμοδότηση.

Η Γνωμοδότηση υπ’ αρ. 3/2020 είναι διαθέσιμη στο dpa.gr

Ένδικη προστασία για ακίνητο φερόμενο ως "άγνωστου" ιδιοκτήτη - Β έκδοση, Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου Νο 19 -

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΣΙΛΙΓΓΕΡΙΔΟΥ

Εταιρική Διακυβέρνηση Ανωνύμων Εταιριών

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

send