logo-print

Καθυστερήσεις πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές στις οποίες οφειλέτης είναι δημόσια αρχή και δίκαιο ΕΕ

Δικαστήριο ΕΕ: Η Ιταλία παρέβη το ενωσιακό δίκαιο καθώς όφειλε να διασφαλίσει την τήρηση σε τέτοιες συναλλαγές προθεσμιών πληρωμής οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις 30 ή τις 60 ημέρες

H διεθνής δικαιοδοσία διασυνοριακών διάφορων εταιριών κατά τον κανονισμό 1215/2012 - ΠΠΠ Νο 7 -
H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με την εκδοθείσα στις 28-01-2020 απόφασή του επί της υπόθεσης Επιτροπή κατά Ιταλίας (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών) (C-122/18), η οποία αφορά ασκηθείσα προσφυγή λόγω παραβάσεως, το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάνθηκε ότι η Ιταλία όφειλε να διασφαλίσει την τήρηση εκ μέρους των δημοσίων αρχών, στις εμπορικές συναλλαγές τους με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, προθεσμιών πληρωμής οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις 30 ή τις 60 ημέρες.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση εκ μέρους της Ιταλίας της οδηγίας 2011/7/ΕΕ, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, καθόσον το εν λόγω κράτος μέλος παρέλειψε να διασφαλίσει την αποτελεσματική τήρηση εκ μέρους των δημοσίων αρχών του, σε περίπτωση που είναι οφειλέτες στο πλαίσιο τέτοιων συναλλαγών, προθεσμιών πληρωμής οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις 30 ή τις 60 ημερολογιακές ημέρες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας.

Ιστορικό της υπόθεσης

Η Επιτροπή, ενώπιον της οποίας υποβλήθηκαν διάφορες καταγγελίες από επιχειρηματίες και ενώσεις επιχειρηματιών της Ιταλίας, οι οποίοι κατήγγειλαν τις υπερβολικά μακρές προθεσμίες εντός των οποίων οι ιταλικές δημόσιες αρχές συστηματικώς εξοφλούν τα τιμολόγιά τους όσον αφορά εμπορικές συναλλαγές με ιδιώτες επιχειρηματίες, άσκησε κατά της Ιταλίας προσφυγή λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.

 Η Ιταλία υποστήριξε, προς αντίκρουση των ανωτέρω, ότι η οδηγία 2011/7/ΕΕ επιβάλλει απλώς στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν, με τη νομοθεσία τους για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και με τις συμβάσεις που αφορούν εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι μία από τις δημόσιες αρχές τους, ανώτατες προθεσμίες πληρωμής σύμφωνες με το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και να προβλέπουν ότι οι πιστωτές δικαιούνται, σε περίπτωση μη τηρήσεως των προθεσμιών αυτών, τόκους υπερημερίας και αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, οι διατάξεις αυτές δεν απαιτούν, αντιθέτως, από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την αποτελεσματική τήρηση, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, των εν λόγω προθεσμιών από τις δημόσιες αρχές τους.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, καταρχάς, απέρριψε το επιχείρημα αυτό κρίνοντας ότι το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2011/7/ΕΕ επιβάλλει επίσης στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν την αποτελεσματική τήρηση, εκ μέρους των δημοσίων αρχών τους, των προθεσμιών πληρωμής που αυτό προβλέπει. Το Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού εμπορικών συναλλαγών στις οποίες οι δημόσιες αρχές είναι οφειλέτες επιχειρήσεων, καθώς και του κόστους και των δυσχερειών που συνεπάγονται για τις επιχειρήσεις αυτές οι καθυστερήσεις πληρωμών εκ μέρους των εν λόγω αρχών, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να επιβάλει στα κράτη μέλη αυξημένες υποχρεώσεις όσον αφορά τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Ιταλίας ότι οι ενέργειες των δημοσίων αρχών στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής (jure privatorum), εκτός της ασκήσεως αρμοδιοτήτων δημοσίας εξουσίας, δεν μπορούν να θεμελιώσουν την ευθύνη του κράτους μέλους στο οποίο οι αρχές αυτές ανήκουν. Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα στερούσε πρακτικής αποτελεσματικότητας την οδηγία 2011/7/ΕΕ, και ιδίως το άρθρο της 4, παράγραφοι 3 και 4, το οποίο ακριβώς επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν την αποτελεσματική τήρηση των προθεσμιών πληρωμής που αυτό προβλέπει στις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή.

Τέλος, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το γεγονός ότι η κατάσταση όσον αφορά τις καθυστερήσεις πληρωμής, εκ μέρους των δημοσίων αρχών, στις εμπορικές συναλλαγές οι οποίες καλύπτονται από την οδηγία 2011/7/ΕΕ βελτιώνεται τα τελευταία έτη, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν είναι δυνατόν να εμποδίσει το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιταλία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους ως είχε κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ήτοι, εν προκειμένω, στις 16 Απριλίου 2017.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως, στρεφόμενη κατά κράτους μέλους το οποίο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί να ασκηθεί από την Επιτροπή ή από άλλο κράτος μέλος. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, το καθού κράτος μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση το συντομότερο. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση, μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή, ζητώντας την επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Πάντως, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως στην Επιτροπή των μέτρων για τη μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να επιβάλει κυρώσεις με την πρώτη του απόφαση.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
Μεσιτεία Ακινήτων - Δημοσιεύματα ΕπΑΚ Νο 5