Κρυφή ηχογράφηση εργαζομένου ως μέσο άμυνας σε μελλοντική αγωγή
Σύμφωνα με τη δανική αρχή προστασίας δεδομένων, η εταιρεία δεν είχε έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι οι καταγραφές ξεκίνησαν δεκαέξι μήνες πριν από την αποχώρηση του εργαζομένου και περισσότερα από τρία έτη πριν από την κατάθεση της αγωγής
Επίπληξη απεύθυνε η δανική αρχή προστασίας δεδομένων Datatilsynet σε οδοντιατρική επιχείρηση για την πραγματοποίηση κρυφών ηχογραφήσεων συνομιλιών με εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του.
Σύμφωνα με την καταγγελία που υπεβλήθη ενώπιον της αρχής, ο εργαζόμενος είχε προσληφθεί στην επιχείρηση την 1η Απριλίου 2019 και αποχώρησε την 31η Μαρτίου 2022. Στο διάστημα μεταξύ 11 Νοεμβρίου 2020 και 19 Ιανουαρίου 2022, η επιχείρηση πραγματοποίησε ηχογραφήσεις συνομιλιών με τον εργαζόμενο χωρίς να τον ενημερώσει. Οι συζητήσεις αυτές σχετίζονταν με το εργασιακό καθεστώς του, περιλαμβανομένων συναντήσεων για θέματα υγείας και υπηρεσιακής απόδοσης. Ο εργαζόμενος πληροφορήθηκε για την ύπαρξη των ηχογραφήσεων μόνο κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, όταν τα σχετικά αρχεία προσκομίστηκαν ως αποδεικτικό υλικό.
Η οδοντιατρική επιχείρηση υποστήριξε ότι κατά τη διάρκεια της απασχόλησης υπήρχαν συνεχείς αντιπαραθέσεις με τον εργαζόμενο και ότι οι ηχογραφήσεις κρίθηκαν απαραίτητες ως τεκμηρίωση των συνομιλιών, οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη συμπεριφορά του έναντι ασθενών και προσωπικού, την ποιότητα της παρεχόμενης θεραπείας και τα παράπονα που είχαν υποβληθεί από ασθενείς. Κατά την άποψη της επιχείρησης, οι ηχογραφήσεις ήταν καθοριστικής σημασίας σε περίπτωση άσκησης εργατικής αγωγής, καθώς αποδείκνυαν το περιεχόμενο συναντήσεων προσωπικού και τις πληροφορίες που του είχαν γνωστοποιηθεί. Ως νομικό θεμέλιο για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, η επιχείρηση επικαλέστηκε απόφαση δανικού δικαστηρίου, που αφορούσε τη χρήση κρυφής ηχογράφησης από εργαζόμενο για την τεκμηρίωση εργασιακών ζητημάτων, ενώ ανέφερε επιπλέον ότι η αποθήκευση των ηχογραφήσεων έγινε σύμφωνα με το άρθρο 5 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων. Ωστόσο, η καταγγελλόμενη απέφυγε να προσδιορίσει τη νομική βάση της επεξεργασίας.
Από την πλευρά του, ο εργαζόμενος ισχυρίστηκε ότι οι ηχογραφήσεις ήταν αντίθετες προς τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων, καθώς πραγματοποιήθηκαν χωρίς το απαιτούμενο νομικό έρεισμα και χωρίς αυτός να έχει ενημερωθεί σχετικά. Επισήμανε ότι οι ηχογραφήσεις δεν ήταν αναγκαίες για την εξυπηρέτηση των εννόμων συμφερόντων της επιχείρησης, δεδομένου ότι η σχετική αγωγή ασκήθηκε περισσότερο από τρία έτη μετά την πρώτη καταγραφή, γεγονός που αποσυνδέει την επεξεργασία από τον επικαλούμενο σκοπό.
Η Datatilsynet, εξετάζοντας τα πραγματικά περιστατικά και τους ισχυρισμούς των μερών, κατέληξε ότι η οδοντιατρική επιχείρηση δεν διέθετε νομική βάση για τις ηχογραφήσεις, όπως απαιτεί το άρθρο 6 παρ.1 ΓΚΠΔ. Η δανική αρχή αναγνώρισε ότι η διασφάλιση της ορθής αποτύπωσης του περιεχομένου μιας συνομιλίας μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί έννομο συμφέρον κατά το άρθρο 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ενδείξεις, κατά τον χρόνο έναρξης των ηχογραφήσεων, ότι ο εργαζόμενος θα προέβαινε σε νομικές ενέργειες κατά της επιχείρησης. Οι καταγραφές ξεκίνησαν δεκαέξι μήνες πριν από την αποχώρηση του εργαζομένου και περισσότερα από τρία έτη πριν από την κατάθεση της αγωγής. Κατά την κρίση της Αρχής, οι ηχογραφήσεις και η μετέπειτα αγωγή δεν συνδέονταν επαρκώς ώστε να δικαιολογείται ότι το συμφέρον της επιχείρησης υπερείχε των δικαιωμάτων του εργαζομένου.
Σε ό,τι αφορά την υποχρέωση ενημέρωσης, η Datatilsynet διευκρίνισε ότι η ηχογράφηση συνομιλιών δεν αποτελεί καθεαυτό σκοπό επεξεργασίας, αλλά μέσο για την επίτευξη άλλου σκοπού, όπως η διοικητική διαχείριση προσωπικού ή η τεκμηρίωση διαδικασιών. Ωστόσο, με βάση το άρθρο 5 παρ.1α’ ΓΚΠΔ που προβλέπει ότι η επεξεργασία πρέπει να γίνεται με νόμιμο, θεμιτό και διαφανή τρόπο, καθώς και το άρθρο 13 ΓΚΠΔ, επιβάλλεται σε ορισμένες περιπτώσεις η υποχρέωση παροχής πρόσθετων πληροφοριών, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια. Η δανική αρχή έκρινε ότι η ηχογράφηση συνομιλίας από εργοδότη αποτελεί τόσο απρόσμενη περίπτωση επεξεργασίας για τον εργαζόμενο, ώστε το καθήκον ενημέρωσης καθίσταται επιτακτικό πριν από την έναρξη της καταγραφής. Ωστόσο, η ενημέρωση αυτή δεν δόθηκε ποτέ.
Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή διαπίστωσε ότι η οδοντιατρική επιχείρηση ενήργησε κατά παράβαση τόσο του άρθρου 5 παρ.1α’ όσο και του άρθρου 6 παρ.1 ΓΚΠΔ. Για τις πράξεις της αυτές επιβλήθηκε η διοικητική κύρωση της επίπληξης.