Οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης
Τροποποίησεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που κατατέθηκε στη Βουλή.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αφενός εξομοιώνεται η ευθύνη των άμισθων υποθηκοφυλάκων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους με την ευθύνη των υπολοίπων άμισθων δημόσιων λειτουργών και δη τόσο ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις καταλογισμού, όσο και ως προς την τηρούμενη διαδικασία.
Αφετέρου, θεσπίζεται, επί κατασχέσεως και πλειστηριασμού ακινήτων, υποχρέωση του δικαστικού επιμελητή να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού μαζί με τα υπόλοιπα απαραίτητα έγγραφα και την έκθεση του πιστοποιημένου εκτιμητή, που προβλέπεται από το π.δ. 59/2016, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, γεγονός που προσφέρει δυνατότητα στον καθένα, που θα έχει πρόσβαση στον φάκελο του πλειστηριασμού, να ενημερώνεται πληρέστερα για την κατάσταση του ακινήτου και τον τρόπο εκτίμησης της εμπορικής αξίας του.
Τέλος, στην περίπτωση, που ένας διάδικος προβαίνει εγνωσμένα και δημόσια σε ομολογία, η οποία αναιρεί την πραγματολογική βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση, παραδεχόμενος έτσι ότι εξαπάτησε την ελληνική Δικαιοσύνη και την ώθησε σε δικανική κρίση που βασίσθηκε σε ψευδή στοιχεία, δίνεται η δικονομική δυνατότητα επανόρθωσης της αδικίας στον ζημιωθέντα διάδικο με την καθιέρωση σχετικού λόγου αναψηλάφησης.
Συγκεκριμένα, τα άρθρα 28 - 31 του σ/ν «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις» αναφέρουν:
Άρθρο 28 Ευθύνη αμίσθων υποθηκοφυλάκων- Τροποποίηση του άρθρου 1344 του Αστικού Κώδικα και του άρθρου 73 του Εισαγωγικού Νόμου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Η προτεινόμενη ρύθμιση αποσκοπεί στην εξομοίωση της ευθύνης των άμισθων υποθηκοφυλάκων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους με εκείνη όλων των λοιπών άμισθων δημόσιων λειτουργών.
Αναλυτικά η διάταξη:
1. Το άρθρο 1344 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1344 Ευθύνη του φύλακα Ο φύλακας υποθηκών ευθύνεται σε αποζημίωση όποιου ζημιώθηκε για κάθε πράξη ή παράλειψη σχετική με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται, από δόλο ή βαριά αμέλεια.».
2. Ο τίτλος του άρθρου 73 του Εισαγωγικού Νόμου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 503/1985 (Α’ 182), τροποποιείται, η παρ. 1 του άρθρου 73 αντικαθίσταται και το άρθρο 73 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 73 Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή
1. Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, πολυμελές πρωτοδικείο που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία.
2. Η αγωγή, που συντάσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 εδαφ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, πρέπει: α) να περιέχει όλους τους λόγους, στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή κακοδικίας, και β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται για να αποδείξει τους λόγους, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα.
3. Στη αγωγή επισυνάπτονται: α) τα αποδεικτικά έγγραφα που ο ενάγων επικαλείται για να υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα η επικυρωμένα αντίγραφα, β) ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, αλλιώς είναι απαράδεκτη.
4. Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις.
5. Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων.
6. Αν η αγωγή κακοδικίας απορριφθεί για οποιονδήποτε λόγο, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί νέα αγωγή για την ίδια υπόθεση, για τους ίδιους ή άλλους λόγους, και ο ενάγων καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, και μπορεί να καταδικαστεί και σε χρηματική ποινή κατά το άρθρο 205 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»
Άρθρο 29 Επιπρόσθετα έγγραφα που καταθέτει ο δικαστικός επιμελητής στον υπάλληλο του πλειστηριασμού μετά από την εκτέλεση – Τροποποίηση άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Η προτεινόμενη ρύθμιση έχει ως σκοπό την προσθήκη της έκθεσης και των φωτογραφιών στη σχετική με τον πλειστηριασμό ανάρτηση και αποσκοπεί στην καλύτερη ενημέρωση υποψήφιων πλειοδοτών για το εκπλειστηριαζόμενο ακίνητο και στην τόνωση του ενδιαφέροντός τους, αφού με αυτόν τον τρόπο θα σχηματίζουν πληρέστερη εικόνα για το εν λόγω ακίνητο και τις προοπτικές του.
Αναλυτικά η διάταξη:
Η παρ. 4 του άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται και το άρθρο 995 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 995 Επιδόσεις αντιγράφου ή περίληψης έκθεσης κατάθεσης
1. Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ’ ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα. Ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης.
2. Με ποινή ακυρότητας, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στον υποθηκοφύλακα (κτηματολόγιο) της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση. Αν πρόκειται για πλοία νηολογημένα στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που τηρεί το νηολόγιο, όπου είναι γραμμένο το πλοίο, και αν πρόκειται για αεροσκάφη γραμμένα σε μητρώο που τηρείται στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που το τηρεί. Ο υποθηκοφύλακας ή όποιος τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο οφείλει να εγγράφει την ίδια ημέρα την κατάσχεση σε ειδικό βιβλίο κατασχέσεων που τηρείται για το σκοπό αυτό και να παραδώσει μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών, αφότου κατά τα προαναφερόμενα του έγινε η επίδοση, το σχετικό πιστοποιητικό βαρών στον αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστικό επιμελητή, ενώ ο γραμματέας του ειρηνοδικείου οφείλει αυθημερόν να καταχωρίσει την κατασχετήρια έκθεση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο, με βάση τα ονοματεπώνυμα των καθ’ ων η κατάσχεση.
3. Αν πρόκειται για κατάσχεση ενυπόθηκου κτήματος και η κατάσχεση έγινε κατά του τρίτου, κυρίου ή νομέα, πρέπει να επιδοθεί σ’ αυτόν και στον οφειλέτη αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Αν η κατάσχεση έγινε κατά του οφειλέτη, πρέπει να επιδοθεί στον τρίτο, κύριο ή νομέα, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα.
4. Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάσχεση, να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής της εκτέλεσης, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσής της στον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα ή όποιον τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο, το πιστοποιητικό βαρών, καθώς και, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, την έκθεση εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή του π.δ. 59/2016 (Α’ 95). Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει έκθεση για όλα αυτά. Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, που θέτει ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στον δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927 και το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλεια αυτού μέχρι την δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Στο απόσπασμα περιλαμβάνεται και η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, σχετικά με την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης. Το απόσπασμα επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος. Ο δικαστικός επιμελητής παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε ηλεκτρονική μορφή, φωτογραφίες του κατασχεθέντος ακινήτου, τις οποίες λαμβάνει κατά την επιτόπια μετάβασή του σ΄ αυτό. Η λήψη τους από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναφέρεται στην παραπάνω έκθεση. Τα πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, καθώς και η έκθεση του πιστοποιημένου εκτιμητή και οι φωτογραφίες αναρτώνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο ηλεκτρονικό σύστημα πλειστηριασμού.
5. Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διατάξεις των άρθρων 972 και 973 εφαρμόζονται και εδώ.
6. Μέσα στην ίδια προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού έγγραφο σημείωμα στο οποίο καθορίζονται ημέρες και ώρες επίσκεψης από υποψήφιους πλειοδότες του ακινήτου που κατασχέθηκε, το αργότερο επτά (7) ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η επίσκεψη πραγματοποιείται με τη συνοδεία του δικαστικού επιμελητή. Το σημείωμα συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση που συντάσσει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το περιεχόμενό του δημοσιεύεται μέσα στην προθεσμία της παρ. 4 στην ανωτέρω ιστοσελίδα.».
Άρθρο 30 Παράδοση στον δικαστικό επιμελητή της εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή και σε ηλεκτρονική μορφή - Τροποποίηση του άρθρου 2 του π.δ. 59/2016
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, ο πιστοποιημένος εκτιμητής είναι υποχρεωμένος να παραδώσει την έκθεση του στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και σε ηλεκτρονική μορφή προς επίτευξη του στόχου του ανωτέρω υπό άρθρου 35 ρύθμισης.
Αναλυτικά η διάταξη:
Το άρθρο 2 του π.δ. 59/2016 (Α’95) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 2 Τρόπος υπολογισμού εμπορικής αξίας ακινήτου
Ο πιστοποιημένος εκτιμητής συντάσσει εντός προθεσμίας που του τίθεται, εγγράφως και παραδίδει την εκτίμησή του στον δικαστικό επιμελητή, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά ή διεθνή αναγνωρισμένα εκτιμητικά πρότυπα, δεσμευόμενος παράλληλα για την πιστή τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος θεσπίστηκε με την υπ’ αρ. 19928/292/10.5.2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β΄1147).»
Άρθρο 31 Αναψηλάφηση – Τροποποίηση του άρθρου 544 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Η προτεινόμενη ρύθμιση αποσκοπεί στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της αναψηλάφησης του άρθρου 544 του ΚΠολΔ.
Αναλυτικά η διάταξη:
Ο αριθμός 6 του άρθρου 544 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τροποποιείται και το άρθρο 544 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 544 Αναψηλάφηση Αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο:
1. Αν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν, μεταξύ των ίδιων διαδίκων που είχαν παραστεί με την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους,
2. αν διάδικος δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη δίκη, εφόσον ύστερα δεν εγκρίθηκε ρητά ή σιωπηρά η διεξαγωγή της δίκης,
3. αν το ίδιο πρόσωπο είχε παραστεί ως διάδικος στο όνομά του ή εκπροσώπησε διαδίκους με περισσότερες ιδιότητες, οι οποίοι είχαν αντίθετα συμφέροντα στη δίκη,
4. αν κάποιος είχε παραστεί ως πληρεξούσιος διαδίκου χωρίς πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν εγκρίθηκε ύστερα η διεξαγωγή της δίκης,
5. αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλαστή, είτε διότι γράφει ψευδώς ότι το δικαστήριο συγκροτήθηκε από τον αναγκαίο σύμφωνα με το νόμο αριθμό δικαστών, είτε διότι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της διάσκεψης, δεν εκδόθηκε με την πλειοψηφία που απαιτεί ο νόμος ή δεν έχει τις υπογραφές που ορίζει ο νόμος και δεν είναι δυνατή η υπογραφή της από τα πρόσωπα αυτά,
6. αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή ενόρκως βεβαιώσαντος ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ή δημόσια, προφορική ή έγγραφη, ομολογία του δια του τύπου και λοιπών ΜΜΕ ή μέσω του διαδικτύου. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι (6) μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι (6) μήνες από αυτήν,
7. αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία δεν μπορούσε να τα προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης,
8. αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται,
9. αν ο διάδικος κλήτευσε στη δίκη τον αντίδικό του ως άγνωστης διαμονής, αν και γνώριζε τη διαμονή του.
10. αν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης επηρεάστηκε ουσιωδώς από δωροληψία ή από άλλη εκ προθέσεως παράβαση καθήκοντος συμπράττοντος στην έκδοση της δικαστή, εφόσον η δωροληψία ή η παράβαση καθήκοντος αποδεικνύονται με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση της δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν.».