Παραμόρφωση εγγράφου: Πότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης; (ΟλΑΠ 1/2025)
Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σφάλμα ανάγνωσης του εγγράφου - Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής και το έγγραφο να προσκομίζεται για την απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού
Σε ερμηνεία του από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως περί παραμόρφωσης εγγράφου προέβη με πρόσφατη απόφασή της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/2025).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα έστω και εσφαλμένο, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου.
Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου, ή αρνητικά, με την παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού, δηλ. φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 του ίδιου Κώδικα ως αποδεικτικά μέσα και μπορεί να είναι είτε ιδιωτικά είτε δημόσια και να χρησιμεύουν προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής και το έγγραφο να προσκομίζεται για την απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού.
Η Ολομέλεια τόνισε ιδιαίτερα στο σκεπτικό της πως, για την ίδρυση του λόγου αυτού, δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ. εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα.
Στην περίπτωση, όμως, που η αιτιώμενη παραμόρφωση συνάπτεται, όχι με την ύπαρξη ή ανυπαρξία των αποδεικτέων περιστατικών, αλλά με τα στοιχεία του κύρους και της νομιμότητας του εγγράφου, τότε η πλημμέλεια στην οποία τυχόν υποπίπτει το δικαστήριο της ουσίας δεν ελέγχεται από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά αναφέρεται στην περίπτωση α' του αριθμού 11 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, ήτοι στη λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου που ο νόμος δεν επιτρέπει.
Εν προκειμένω, η Ολομέλεια έκρινε αβάσιμο τον σχετικό λόγο αναίρεσης περί παραμόρφωσης εγγράφου, με την αιτιολογία πως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο πόρισμά του, εκτιμώντας απλώς, κατά κρίση μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο, το περιεχόμενο του επίδικου εγγράφου.
Έκρινε, συνεπώς, πως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του επίδικου εγγράφου υπό την έννοια του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια της αποδόσεως στο περιεχόμενό του πραγματικών γεγονότων καταδήλως διαφόρων των διαλαμβανομένων σε αυτό, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον λόγο αναίρεσης.
Επεσήμανε δε ότι τα ανωτέρω ισχύουν, ανεξαρτήτως του ότι η αιτιώμενη παραμόρφωση δεν συνάπτεται με την ύπαρξη ή ανυπαρξία των αποδεικτέων περιστατικών, αλλά με τα στοιχεία του κύρους και της νομιμότητας του εγγράφου, πλημμέλεια στην οποία, εφόσον υποπίπτει το δικαστήριο της ουσίας, δεν ελέγχεται από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Απόσπασμα απόφασης
Με τον πρώτο λόγο της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίκληση της παραβίασης του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι το Εφετείο Αθηνών με την οριστική διάταξη της εν μέρει οριστικής 1982/1965 αποφάσεως και της οριστικής 4677/1974 αποφάσεώς του, η οποία στηρίχθηκε στο ενδιαφέρον το αναιρετικό μέρος πόρισμα της προηγούμενης, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου της 159/1920 αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Ορίων Χαλκίδος, καθόσον δέχθηκε πραγματικά γεγονότα καταδήλως διάφορα των διαλαμβανομένων στο έγγραφο αυτό. Κατά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ενώ στο έγγραφο της 159/1920 αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Ορίων Χαλκίδος, δεν αναφέρεται ότι το δικαστήριο αυτό συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση προς συζήτηση της υποθέσεως, περί καθορισμού των ορίων μεταξύ των τότε Κοινοτήτων Σουβάλας και Αραχώβης, αλλά περιορίζεται στην αναφορά ότι συνήλθε στο γραφείο του Νομομηχανικού, στη Χαλκίδα, με την παρουσία των εκπροσώπων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων και ότι περί των αποφασισθέντων "συνετάγη η παρούσα και υπογράφεται", το Εφετείο Αθηνών, προς σχηματισμό της κρίσης του περί νομίμου υποστάσεως της 159/1920 αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Ορίων Χαλκίδος, στηριζόμενο αποκλειστικά στο προσκομιζόμενο αντίγραφο αυτής, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της. Η παραμόρφωση του ως άνω εγγράφου αποδίδεται από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο Αθηνών με τις αιτιάσεις, ότι με την μεν οριστική διάταξη της προσβαλλόμενης 1982/1965 εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής απόφασής του, δέχθηκε πραγματικά περιστατικά που δεν περιλαμβάνονται στο έγγραφο της ως άνω 159/1920 αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Ορίων Χαλκίδος, ήτοι δέχθηκε ότι το δικαστήριο αυτό συνεδρίασε σε δημόσια συνεδρίαση και απήγγειλε την απόφασή του σε δημόσια συνεδρίαση, με την δε οριστική 4677/1974 απόφασή του, στηρίχθηκε στο πόρισμα της προηγούμενης αποφάσεώς του περί τηρήσεως των διατάξεων του Συντάγματος περί δημοσιότητας των δικαστικών συνεδριάσεων και συνεπώς περί του υποστατού της 159/1920 αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Χαλκίδος και ακολούθως δέχθηκε την διεκδικητική αγωγή της τότε αναιρεσίβλητης Κοινότητας περί κτήσεως από αυτή της κυριότητας της διεκδικούμενης βοσκήσιμης έκτασης 2.000 στρεμμάτων δυνάμει του άρθρου 12 εδ. 4 του Ν. ΔΝΖ/1912, όπως αυτό ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 1 του Ν. 2798/1922, ως περιλαμβανόμενης της εκτάσεως αυτής εντός των διοικητικών ορίων της, όπως αυτά είχαν καθορισθεί με την 159/1920 αποφάσεως του κατά το άρθρο 10 του Ν. ΔΝΖ/1912 Διοικητικού Δικαστηρίου Χαλκίδος, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ίδιου ότι η απόφαση αυτή είναι ανυπόστατη λόγω μη τηρήσεως των περί δημοσιότητας των συνεδριάσεων διατάξεων, του τότε ισχύοντος Συντάγματος του έτους 1911. Επί της προκειμένης αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε, η 614/1976 απόφαση του Α' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκαν οι ως άνω προσβαλλόμενες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, γενομένου δεκτού, κατά πλειοψηφία, του ως άνω αναιρετικού λόγου από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω διευκρινίσεις στο Γ' Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, το οποίο με την 53/1978 απόφασή του παρέπεμψε τον λόγο αυτό αναιρέσεως στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, εξαιτίας διαφωνίας της γνώμης των μελών του (κατά πλειοψηφία) προς τη γνώμη του παραπέμψαντος αναιρετικού Α' Τμήματος του Αρείου Πάγου και προς άρση της διαφωνίας αυτής. Και τούτο, διότι, με την ως άνω 53/1978 απόφαση του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 1982/1965 απόφασή του δεν προέβη σε παραμόρφωση του εγγράφου της 159/1920 αποφάσεως του συσταθέντος κατά το άρθρο 10 του ΔΝΖ Διοικητικού Δικαστηρίου καθορισμού ορίων, υπό την έννοια του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια της αποδόσεως στο περιεχόμενο αυτού πραγματικών γεγονότων καταδήλως διαφόρων των διαλαμβανομένων. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το Εφετείο Αθηνών, με την οριστική διάταξη της 1982/1965 προσβαλλόμενης αποφάσεώς του και της ακόλουθης συμπροσβαλλόμενης 4677/1974 οριστικής αποφάσεώς του, κατέληξε, στο ενδιαφέρον το αναιρετικό μέρος πόρισμα περί τηρήσεως των περί δημοσιότητας διατάξεων των δικαστικών συνεδριάσεων του Συντάγματος 1911 και συνακόλουθα περί νομίμου υποστάσεως εκ του λόγου αυτού της 159/1920 αποφάσεως του συσταθέντος κατά το άρθρο 10 του ΔΝΖ/1912 Διοικητικού Δικαστηρίου καθορισμού ορίων, κατ'εκτίμηση του συνόλου της παραπάνω αποφάσεως, χωρίς ουδόλως να δέχεται με τις συγκεκριμένες παραδοχές του, ότι στην απόφαση αυτή περιέχονταν ρητή βεβαίωση περί της τηρήσεως των ως άνω διατυπώσεων δημοσιότητας. Αντιθέτως, από την ρητή αναφορά στην οριστική παραδοχή της προσβαλλόμενης εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής 1982/1965 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ότι εκ του περιεχομένου της 159/1920 του Διοικητικού Δικαστηρίου Ορίων Χαλκίδος "σαφώς προκύπτει", ότι το διοικητικό αυτό δικαστήριο συνεδρίασε δημοσία παρουσία των νομίμων εκπροσώπων και των πληρεξουσίων δικηγόρων αμφοτέρων των τότε και νυν διαδίκων και ότι αυτή απαγγέλθηκε σε δημοσία συνεδριάσει, άποψη την οποία υιοθέτησε ακολούθως και η επίσης προσβαλλόμενη 4677/1974 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, συνάγεται ευθέως, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο ως άνω πόρισμά του, εκτιμώντας απλώς, κατά κρίση μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), το περιεχόμενο του προαναφερόμενου εγγράφου στο οποίο απέδωσε την παραπάνω έννοια. Κατά συνέπεια, το Εφετείο Αθηνών, κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω οικεία νομική σκέψη, δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του προαναφερόμενου εγγράφου υπό την έννοια του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια της αποδόσεως στο περιεχόμενό του πραγματικών γεγονότων καταδήλως διαφόρων των διαλαμβανομένων σε αυτό και είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Τα παραπάνω ισχύουν, ανεξαρτήτως του ότι η αιτιώμενη παραμόρφωση δεν συνάπτεται με την ύπαρξη ή ανυπαρξία των αποδεικτέων περιστατικών αλλά με τα στοιχεία του κύρους και της νομιμότητας του εγγράφου, πλημμέλεια στην οποία εφόσον υποπίπτει το δικαστήριο της ουσίας δεν ελέγχεται από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.