logo-print

Ποινική συνδιαλλαγή, διαπραγμάτευση και διαταγή: Εφαρμογή των εναλλακτικών - αποκαταστατικών μορφών της ποινικής δικαιοσύνης (ΕγκΕισΑΠ 3/2025)

Η Εισαγγελία ΑΠ προτρέπει τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας να λαμβάνουν την πρωτοβουλία για την εφαρμογή των άρ. 301-303 ΚΠΔ και 409-416 ΚΠΔ χωρίς ευθυνοφοβία ή δισταγμό, καθώς μέχρι σήμερα παρατηρείται το αντίθετο

24/02/2025

25/02/2025

Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδ., 2025
Κώδικας Ποινικής Δικονομίας -Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - Τόμος Ι - Β έκδοση

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Την εφαρμογή των εναλλακτικών – αποκαταστατικών μορφών της ποινικής δικαιοσύνης σε περισσότερες υποθέσεις ζητά η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας (ΕγκΕισΑΠ 3/2025).

Ενόψει, μάλιστα, της μη ικανοποιητικής μέχρι σήμερα εφαρμογής των μορφών αυτών, και στο πλαίσιο αξιολόγησης της πρακτικής χρησιμότητας των διαδικασιών και τυχόν ζητημάτων στην πράξη, θα πρέπει οι εισαγγελείς της χώρας να αναφέρουν έως τις 20 Μαΐου 2025 πόσα πρακτικά ποινικής συνδιαλλαγής και διαπραγμάτευσης έχουν επιτευχθεί το έτος 2024 και σε πόσες υποθέσεις ακολουθήθηκε η διαδικασία της ποινικής διαταγής.

Μεταξύ άλλων, η Εισαγγελία επεσήμανε ότι οι εναλλακτικές - αποκαταστατικές μορφές της ποινικής δικαιοσύνης δεν έχουν τύχει ευρείας ούτε καν συχνής εφαρμογής, με αποτέλεσμα οι σκοποί αφενός της επιτάχυνσης των ποινικών διαδικασιών και της αποσυμφόρησης της ποινικής ύλης και αφετέρου της αμεσότερης ικανοποίησης του παθόντος σε περιουσιακής φύσεως αδικήματα, να μην έχουν εισέτι επιτευχθεί.

0ι θεσμοί της εναλλακτικής - αποκαταστατικής δικαιοσύνης, αν και απασχόλησαν εντονότατα μετά την θέση σε ισχύ του νέου ΚΠΔ, είχαν θεσπιστεί από τον νομοθέτη ήδη από το έτος 2010, όταν και εισήχθη για πρώτη φορά στον τότε ισχύοντα ΚΠΔ ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής (ν.3904/2010). Η θέσπιση της εν λόγω διαδικασίας επίλυσης ποινικών διαφορών υπακούει στις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και στην αναγκαιότητα αποσυμφόρησης της σχετικής ποινικής ύλης. Η εμπειρία από τις έννομες τάξεις εφαρμογής τέτοιων ειδικών διαδικασιών (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Ιταλία) αποδεικνύει ότι ένα σημαντικό ποσοστό ποινικών υποθέσεων (από 60-86%) επιλύεται με τον τρόπο αυτό, ενώ, παράλληλα, επιτρέπει την ικανοποιητική υλοποίηση της τακτικής διαδικασίας στις υπόλοιπες περιπτώσεις.

Υπό τον ισχύοντα ΚΠΔ η διαδικασία αυτή παρέμεινε σε ισχύ, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ως άνω αναγκαίοι σκοποί της επιτάχυνσης και της μείωσης της ύλης, αλλά και της αμεσότερης αποκατάστασης του παθόντα, διευρύνθηκε, αφού σε αυτή εντάχθηκαν και αδικήματα σε βάρος του Δημοσίου που αρχικά είχαν εξαιρεθεί και προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 301 και 302 ΚΠΔ.

Στο άρθρο 303 ΚΠΔ προκρίνεται το αγγλοσαξονικό σύστημα, κατά το οποίο η διαπραγμάτευση λαμβάνει χώρα μεταξύ του συνηγόρου του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα, ενώ περιορίστηκε το αντικείμενό της στην επιβλητέα ποινή (sentence bargaining).

Η ποινική διαπραγμάτευση αντιδιαστέλλεται σαφώς από τον συγγενή θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής. Η τελευταία συνέχεται με περιουσιακού χαρακτήρα εγκλήματα -κακουργήματα (ήδη και πλημμελήματα), προϋποθέτει την αποζημιωτική ανταπόκριση του κατηγορουμένου προς τον παθόντα και η επιβολή της ποινής έχει συμβολική λειτουργία. Αντίθετα, η ποινική διαπραγμάτευση καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εγκλημάτων (κακουργημάτων και πλημμελημάτων), η ομολογία ανταλλάσσεται με την επιβολή μειωμένης ποινής χωρίς να αποκλείεται και η αποκατάσταση της ζημίας (στα εγκλήματα του άρ. 301 ΚΠΔ), ενώ η μείωση της επιβλητέας ποινής δεν απομακρύνει την ποινική μεταχείριση του υπαιτίου από τον ποινικό της χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο θεσμό που, σε όσες χώρες έχει εισαχθεί, έχει λειτουργήσει με θεαματικά αποτελέσματα για την αποσυμφόρηση των πινακίων των ποινικών δικαστηρίων, ο οποίος άλλωστε είναι και ο βασικός σκοπός θεσμοθέτησής του.

Μέχρι την τροποποίηση του ΚΠΔ με τον ν. 5090/2024, η πρωτοβουλία για την κίνηση της διαδικασίας της ποινικής διαπραγμάτευσης ανήκε στον κατηγορούμενο. Πλέον, ανατίθεται στον Εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση η σημαντική πρωτοβουλία να αξιολογήσει αν η υπόθεση είναι κατάλληλη προς διαπραγμάτευση, ώστε ταυτόχρονα με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου καλεί τον κατηγορούμενο ενώπιον του, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, προκειμένου να επιχειρηθεί η υπαγωγή της υπόθεσης στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης (άρ. 303 § 1 εδ. β' ΚΠΔ όπως τροπ. με το άρ. 94 του ν. 5090/2024). Η εν λόγω δυνατότητα του Εισαγγελέα συμβάλλει ουσιωδώς, σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση έχει θετική έκβαση, στην οικονομία της δίκης, μέσω της εξοικονόμησης άσκοπων δικονομικών ενεργειών (κλήσης μαρτύρων, συγκρότηση Δικαστηρίου, συμπερίληψη της υπόθεσης στο πινάκιο). 

Τονίζει, λοιπόν, η Εισαγγελία το βασικό ρόλο του εισαγγελικού λειτουργού προς την αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων από τον σωρευμένο αριθμό υποθέσεων, αλλά και την ταχεία διευθέτηση των ποινικών υποθέσεων, προκειμένου να υπάρξει ο χρόνος για την εκδίκαση των λοιπών εκκρεμών τοιαύτων, προτρέποντάς τους να λαμβάνουν την πρωτοβουλία προκειμένου να εκκινήσει η διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς ευθυνοφοβία ή δισταγμό, καθώς μέχρι σήμερα παρατηρείται το αντίθετο.

Περαιτέρω, η ποινική διαταγή, ως μία εκ των δύο εκφάνσεων της συνοπτικής διαδικασίας, μαζί με την αυτόφωρη διαδικασία, εισάγεται με τις διατάξεις των άρ. 409 έως 416 ΚΠΔ. Αποτελεί θεσμό, δικαιοπολιτικά αποδεκτό, που είναι διαδεδομένος στον ευρωπαϊκό χώρο, συμβατός με το Σύνταγμα και, υπό μια έννοια, αποτυπώνει και αυτός την ανάγκη, για μια όσο το δυνατόν, με όρους δικαιοδοτικής διευθέτησης, αποσυμφόρηση της δικαστικής ύλης.

Η διαδικασία έκδοσης ποινικής διαταγής, διαφοροποιείται τόσο από τη συνδιαλλαγή όσο και από τη διαπραγμάτευση, καθώς εδώ δεν υφίσταται συγκατάθεση του κατηγορουμένου για την εκκίνησή της ούτε αποδοχή της έκβασής της αλλά έκδοση απόφασης ερήμην του, την οποία πάντως, αν δεν την αποδεχθεί, μπορεί μέσω αντιρρήσεων να οδηγηθεί η υπόθεση στο ποινικό ακροατήριο. Εφαρμόζεται μόνο στα πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου, για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας και υποβάλλει αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής συντάσσοντας κατηγορητήριο (άρ. 409 ΚΠΔ). Στην περίπτωση αυτή, η υποβολή της σχετικής αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής συνιστά άσκηση ποινικής δίωξης (άρ. 43 §1 ΚΠΔ). Αν ο δικαστής, στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής, θεωρεί ότι τα υφιστάμενα στοιχεία δεν είναι επαρκή, για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία ενώ αν θεωρήσει αιτιολογημένα (άρ. 139 § 1 ΚΠΔ) τα στοιχεία επαρκή εκδίδει, χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση, ποινική διαταγή με την οποία επιβάλλεται μειωμένη ποινή: η χρηματική ποινή είναι μειωμένη τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα (2/3) σε σχέση με το πλαίσιο ποινής του νόμου και η ποινή φυλάκισης ανέρχεται μέχρι τους τρεις μήνες με υφ’ όρο αναστολή ενώ περαιτέρω επιβάλλει και τις τυχόν παρεπόμενες ποινές και τα μέτρα ασφαλείας, καθορίζοντας ταυτόχρονα και την τύχη των κατασχεθέντων (άρ. 410 ΚΠΔ). Το πρόσωπο που καταδικάστηκε μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της ποινικής διαταγής μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την επίδοσή της με έκθεση που συντάσσεται από τον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε τη διαταγή ή το ειρηνοδικείο του τόπου διαμονής του. Αν οι αντιρρήσεις προβληθούν εμπρόθεσμα η ποινική διαταγή ανατρέπεται και η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση στο ακροατήριο με την κοινή διαδικασία αφού προηγουμένως κλητευθεί ο κατηγορούμενος (άρ. 412,413 ΚΠΔ). Εννοείται ότι, αν δεν προβληθούν εμπρόθεσμα οι αντιρρήσεις, η ποινική διαταγή εκτελείται, σύμφωνα με τα άρ. 545 επ., χωρίς να είναι δυνατή η άσκηση έφεσης ή αναίρεσης (άρ. 416 ΚΠΔ). Κατά της απόφασης που εκδίδεται, ύστερα από την αποδοχή των αντιρρήσεων, με την κοινή διαδικασία επιτρέπεται η άσκηση των ενδίκων μέσων που προβλέπονται από τον ΚΠΔ (άρθρο. 414 ΚΠΔ).

Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο στο eisap.gr

Το προσύμφωνο στο κτηματολογικό δίκαιο - Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου Νο 23
Η αστική ευθύνη του οδικού μεταφορέα κατά τη CMR
send