Προσωπικά δεδομένα: Προσκόμιση ποινικών απόφασεων και κατηγορητηρίων σε πολιτική δίκη χωρίς την άδεια της ΑΠΔΠΧ (ΑΠ 813/2020)
Η κατάργηση της υποχρέωσης λήψης αδείας από την ΑΠΔΠΧ δεν έχει καταστήσει ανέγκλητη την αξιόποινη πράξη του αρ.22 παρ.4 Ν.2472/1997
Με απόφασή του (ΑΠ 813/2020 Ποιν.) ο Άρειος Πάγος ανάιρεσε απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, με την οποία αθωώθηκαν οι κατηγορούμενοι για το αδίκημα της χωρίς δικαίωμα επεξεργασίας και ανακοίνωσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, λόγω προσκόμισης ποινικών δεδομένων (ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις και κατηγορητήρια) σε πολιτικό δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση του Πλημμελειοδικείου είχε δεχθεί ότι η κατάργηση της υποχρέωσης του άρθρου 7 Ν. 2472/1997 για λήψη άδειας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα καθιστά ανέγκλητη την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων που γίνεται προς το σκοπό της υπεράσπισης δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου.
Ως εκ τούτου, η χρήση των αρχείων είναι επιτρεπτή και δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997.
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι «η διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω νόμου συνιστά εξωποινική διάταξη, η οποία δεν φέρει ποινικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί στοιχείο της νομοτυπικής περιγραφής του αδικήματος του άρθρου 22 παρ. 4 του ως άνω νόμου, αλλά τμήμα του διοικητικού χαρακτήρα ρυθμίσεων του νόμου αυτού, η δε αρχή της αναδρομικότητας του επιεικεστέρου νόμου του άρθρου 2 παρ. α' του Ποινικού Κώδικα δεν καταλαμβάνει εξωποινικές διατάξεις, αλλά μόνο τις διατάξεις αμιγώς ποινικού χαρακτήρα».
Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, η διαφορετική θέση την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο της ουσίας με την κρίση-παραδοχή, ότι λόγω της μεταγενέστερης κατάργησης της υποχρέωσης λήψης αδείας από την Α.Π.Δ.Π.Χ. κατέστη ανέγκλητη η αξιόποινη πράξη, συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Απόσπασμα της απόφασης
Επειδή το Δικαστήριο κρίνει ότι η πράξη των κατηγορουμένων, μετά τις 25-5-2018 που έπαψε να αποτελεί προϋπόθεση για τις περιπτώσεις της κατ'εξαίρεση επιτρεπτής επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η Άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών δεδομένων, κατέστη ανέγκλητη...". Όπως, κατά τα άνω έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση και δη, ότι η πράξη του άρθρου 22 παρ.4 του Ν.2472/1997 κατέστη ανέγκλητη, λόγω της μεταγενέστερης της τέλεσης της επίδικης αξιόποινης πράξης (που αφορά παράβαση της ανωτέρω διάταξης) κατάργησης της προβλεπόμενης στο άρθρο 7 του ως άνω νόμου υποχρέωσης λήψης άδειας από την Αρχή δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα για την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (από τις 25-5-2018), εσφαλμένα ερμήνευσε την εν λόγω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 22 παρ.4 Ν.2472/1997 αλλά και αυτήν του άρθρου 2 παρ.1 του Π.Κ.
Και τούτο, διότι:
Η πράξη που αποδίδεται στους κατηγορουμένους φέρεται τελεσθείσα κατά τα έτη 2014 και 2015, ενώ η διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω νόμου συνιστά εξωποινική διάταξη, η οποία δεν φέρει ποινικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί στοιχείο της νομοτυπικής περιγραφής του αδικήματος του άρθρου 22 παρ.4 του ως άνω νόμου, αλλά τμήμα του διοικητικού χαρακτήρα ρυθμίσεων του νόμου αυτού, η δε αρχή της αναδρομικότητας του επιεικεστέρου νόμου του άρθρου 2 παρ.α' Π.Κ. δεν καταλαμβάνει εξωποινικές διατάξεις, αλλά μόνο τις διατάξεις αμιγώς ποινικού χαρακτήρα, αφού, όταν μεταβληθεί ο απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου, ο οποίος επιβάλλει μια υποχρέωση, τότε δεν καταλύεται το αξιόποινο της πράξης, που συνίσταται σε παραβίαση της υποχρέωσης αυτής, εκτός αν προκύπτει ρητά, από τη νεότερη διάταξη, η θέληση του νομοθέτη να καταργήσει αναδρομικά τον άδικο χαρακτήρα της πράξης.
Η διαφορετική θέση, την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο της ουσίας με την κρίση-παραδοχή, ότι λόγω της μεταγενέστερης κατάργησης της υποχρέωσης λήψης αδείας από την Α.Π.Δ.Π.Χ. κατέστη ανέγκλητη η αξιόποινη πράξη, η οποία όμως είχε ήδη στοιχειοθετηθεί με βάση το άρθρο 22 παρ.4 Ν. 2472/1997, ενόψει της χωρίς δικαίωμα επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και, ως εκ τούτου, ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση αυτών.
Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως βάσιμος, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων αυτής, ως αλυσιτελών και, συνακόλουθα, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519, 522 ΚΠοινΔ).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr