Σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης: Παρατηρήσεις της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
Οι διατάξεις του νομοσχεδίου που αποκλίνουν ουσιωδώς απο κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα και στα διεθνή κείμενα (ΕΣΔΑ, ΧΘΔΕΕ, ΔΣΑΠΔ) κεφαλαιώδεις αρχές του φιλελευθέρου ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου συνιστούν επικίνδυνη δίκαίοκρατίκη οπισθοδρόμηση
Τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση δημοσίευσε η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων.
Οι παρατηρήσεις της ΕΕΠ καταλαμβάνουν τόσο γενικά ζητήματα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία, όσο και ειδικότερες διατάξεις του νομοσχεδίου, οι οποίες κρίνονται προβληματικές.
Διαβάστε σχετικά: Μέτρα για την αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών και την προστασία των ανηλίκων (Νομοσχέδιο)
Ως προς τις γενικές παρατηρήσεις, η ΕΕΠ αναφέρει ότι:
«Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανήρτησε την παραμονή των Χριστουγέννων 2024 προς διαβούλευση έως την 7.1.2025 σχέδιο νόμου εξ 85 άρθρων, με το οποίο επιδιώκεται η ρύθμιση ετερόκλητων αντικείμενων, όπως προκύπτει απο τον τίτλο του, κατά παραβίαση των αρχών της καλής νομοθέτησης. Μάλιστα, τα άρθρα 78 έως 80 του νομοσχεδίου είναι «κρυμμένα» στο Μέρος ΣΤ’ με τίτλο «Λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης», ενώ τροποποιούν διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Για την σύνταξη του κατά περιεχόμενο λίαν σημαντικού αυτού νομοσχεδίου δεν συστάθηκε νομοπαρασκευαστική επιτροπή, κατά την πρόσφατη προσφιλή -και αντίθετη προς τους κανόνες της καλής νομοθέτησης- πρακτική του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η γενική κατεύθυνση του νομοσχεδίου είναι έντονα τιμωρητική και αναμένεται να οδηγήσει σε μη διαχειρίσιμη αύξηση του αριθμού των υποδίκων και καταδίκων στα ήδη υπερ-κορεσμένα σωφρονιστικά καταστήματα της χωράς. Το -ενίοτε ακραία τιμωρητικό περιεχόμενο- των προτεινόμενων διατάξεων φαίνεται να εμπνέεται απο την ιδέα ότι η νομοθετική αντιμετώπιση των υπαρκτών προβλημάτων της παραβατικότητας ενηλίκων και ανηλίκων πρέπει να εξαντλείται στην θέσπιση αυστηρότερων κυρώσεων. Η ανορθολογική αυτή αντίληψη υποβιβάζει την νομοθετική πρωτοβουλία σε μία «χάρτινη»-συμβολική παραγωγή διατάξεων, οί οποίες, ενώ ουδέν ή ελάχιστα μόνον συνεισφέρουν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραβατικότητας, προκαλούν πλήθος ανεπιθύμητων και κοινωνικά βλαπτικών παρενεργειών που διασπούν την κοινωνική συνοχή, οδηγούν στο περιθώριο ευρείες ομάδες προσώπων, ευνοούν καταχρηστικές συμπεριφορές από κρατικά όργανα και ιδιώτες, και μετατρέπουν το ποινικό δίκαιο απο εγγυητή της προσωπικής ελευθερίας σε απειλή του.
Το νομοσχέδιο διακηρύσσει τον «θυματοφίλο» προσανατολισμό του εισάγοντάς εξαιρετικό δίκαιο που περιορίζει δραστικά θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου, τον οποίον αντιμετωπίζει εν πολλοίς ως αποδεδειγμένο «δράστη» του αδικήματος που του αποδίδεται. Οί διατάξεις του νομοσχεδίου που αποκλίνουν ουσιωδώς απο κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα και στα διεθνή κείμενα (ΕΣΔΑ, ΧΘΔΕΕ, ΔΣΑΠΔ) κεφαλαιώδεις αρχές του φιλελευθέρου ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου (τεκμήριο αθωότητας, αναλογικότητα και εξατομίκευση της ποινής, δικαίωμα αποτελεσματικής υπερασπίσεως, επιβολή προσωρινής κράτησης μόνον ως έσχατου μέσου διασφάλισης των σκοπών της δίκης, κ.α.) συνιστούν επικίνδυνη δίκαίοκρατίκη οπισθοδρόμηση, ενώ η ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385 επιχειρείται με πλημμελή και άτεχνο τρόπο».
Το πλήρες κείμενο των παρατηρήσεων έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων