Τροποποίηση της διαδικασίας διόρθωσης ληξιαρχικών πράξεων (ΣτΠ)
Ο Συνήγορος του Πολίτη έλαβε μεγάλο αριθμό αναφορών διοικουμένων, σχετικά με τη διαδικασία διόρθωσης σφαλμάτων σε ληξιαρχικές πράξεις γέννησης των παιδιών τους.
Ο ληξιαρχικός νόμος (Ν.344/1976) προέβλεπε ότι για τη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης απαιτείται δικαστική απόφαση, εκτός αν πρόκειται για σφάλμα από παραδρομή, που δεν αφορά βασικά στοιχεία της πράξης, οπότε μπορεί να διορθωθεί μετά από άδεια του Εισαγγελέα.
Διαβάστε επίσης: Καταδίκη της Ελλάδας για τις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης και την αναφορά σε «ονοματοδοσία»
Ο ίδιος ο Ληξίαρχος μπορούσε να διορθώσει μόνο σφάλματα τονισμού, φθογγολογικά ή ορθογραφικά.
Από τα προβλήματα που τέθηκαν υπόψη του Συνηγόρου, με μεγαλύτερη συχνότητα εμφανιζόταν η εσφαλμένη καταχώρηση του επωνύμου μητέρας αλλοδαπών παιδιών που γεννήθηκαν στη χώρα μας. Συγκεκριμένα, αντί του επωνύμου που αποκτούσε η μητέρα μετά τον γάμο, σύμφωνα με το αλλοδαπό δίκαιο που ίσχυε στις προσωπικές σχέσεις των αλλοδαπών γονέων, καταχωρούνταν στις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης των τέκνων -με πρωτοβουλία των εμπλεκόμενων ελληνικών υπηρεσιών- το επώνυμο που έφερε αυτή πριν τον γάμο.
Παρόλο που η ελληνική διοίκηση στο πέρασμα του χρόνου διόρθωσε την τακτική της, τα σφάλματα που είχαν πραγματοποιηθεί στο μεταξύ δεν μπορούσαν να διορθωθούν παρά μόνο με την έκδοση δικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι οι Εισαγγελείς θεωρούσαν πως το συγκεκριμένο δεν ενέπιπτε στην περίπτωση του ‘σφάλματος από παραδρομή’, για τη διόρθωση του οποίου μόνο είχαν αρμοδιότητα. Αλλά και σε περιπτώσεις που οι Ληξίαρχοι νόμιμα θα μπορούσαν οι ίδιοι να διορθώσουν σφάλμα φθογγολογικό ή ορθογραφικό, κατά την καταχώρηση αλλοδαπών ή και ελληνικών ονομάτων, απαιτούσαν την έκδοση δικαστικής απόφασης.
Διότι καθ’ υπόδειξη της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών, υποστήριζαν ότι δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος αλλά για διαφορετικά ονόματα, όπως ενδεικτικά για τη διόρθωση του Ευριδίκη σε Ευρυδίκη!
Με σκοπό την αποφυγή της οικονομικής επιβάρυνσης διοικουμένων, που δεν ευθύνονταν οι ίδιοι για τα ληξιαρχικά σφάλματα αλλά και της Πολιτείας (στην περίπτωση της χορήγησης δωρεάν νομικής συνδρομής σε όσους από αυτούς διέθεταν χαμηλά εισοδήματα), την ταχύτερη αποκατάσταση του δικαιώματος των παιδιών στην ορθή ταυτότητά τους και, ιδίως, την αποφόρτιση της ελληνικής δικαιοσύνης από μεγάλο όγκο υποθέσεων, ασήμαντης φύσης, ο Συνήγορος πρότεινε στο Υπουργείο Εσωτερικών την τροποποίηση του άρθρου 13 Ν.344/1976.
Ειδικότερα, μετά από διαβούλευση με τις πιο επιβαρυμένες Εισαγγελίες και Ληξιαρχεία της χώρας, πρότεινε να κατοχυρωθεί η αρμοδιότητα της Εισαγγελίας να προβαίνει σε χορήγηση άδειας διόρθωσης σφαλμάτων, που δεν αφορούν τα βασικά στοιχεία της πράξης (τόπο, ημέρα, μήνα, έτος και ώρα τέλεσης του γεγονότος), ακόμη και όταν δεν οφείλονται σε προφανή παραδρομή, καθώς και η αρμοδιότητα του Ληξιάρχου να διορθώνει μόνος και λοιπά σφάλματα που οφείλονται σε παραδρομή και όχι μόνο ορθογραφικά, φθογγολογικά ή τονισμού.
Το Υπουργείο Εσωτερικών έκανε δεκτή την πρόταση του Συνηγόρου στο σύνολό της και αντικατέστησε το άρ.13 Ν.344/1976 με το άρ.28 Ν.4674/2020.