logo-print

Άρθρο 273 - Κώδικας Ποινικής Δικονομίας - Εξέταση κατηγορουμένου

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

02/04/2012

Υπό κωδικοποίηση
Το Ποινικό Δίκαιο Στην Πράξη
Black Friday Books 2024

1. α) Όταν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα, του πταισματοδίκη ή του ειρηνοδίκη που εν­εργεί την προανάκριση ή των ανακριτικών υπαλλήλων που προβλέπουν τα άρθρα 33 και 34, αυτοί είναι υπο­χρεωμένοι να εξακριβώσουν τα στοιχεία της ταυτότητάς του από το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας ή από το διαβατήριό του, προσκαλώντας τον ταυτόχρονα να δη­λώσει την τωρινή διεύθυνση της κατοικίας του ή της δια­μονής του (πόλη, χωριό, συνοικία, οδό, αριθμό). Τα στοι­χεία αυτά καταχωρίζονται στην έκθεση της απολογίας.

β) Αν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν έχει δελτίο ταυ­τότητας ή διαβατήριο και δεν αμφισβητεί την ταυτότητα που του αποδίδεται, όποιος ενεργεί την εξέταση καταχω­ρίζει στην έκθεση της απολογίας το γεγονός αυτό, καθώς και τα κατά τη δήλωση του κατηγορουμένου στοιχεία της ταυτότητάς του, αποστέλλοντας αμέσως απόσπασμα του μέρους αυτού της έκθεσης στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη. Ο εισαγγελέας ελέγχει την ακρίβεια των στοιχείων της ταυτότητας που δηλώθηκαν και ασκεί ποι­νική δίωξη, αν υπάρχει περίπτωση παράβασης του άρθ­ρου 225 παρ. 2 του Π.Κ. ή των διατάξεων του ν.δ. 127/1969 «περί αποδεικτικής ισχύος των αστυνομικών ταυτο­τήτων» ή του νόμου 1975/1991 «περί εισόδου - εξόδου, παραμονής, εργασίας, απέλασης αλλοδαπών, διαδικασί­ας αναγνώρισης αλλοδαπών προσφύγων» όπως ισχύ­ουν.

γ) Ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμε­τάκλητη και εκτελεστεί, κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο, επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορού­μενο, αν η επίδοση γίνει στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα παραπάνω, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει με­ταβολή της πριν από την επίδοση. Τέτοια δήλωση ως προς τη μεταβολή της κατοικίας ή της διαμονής, μαζί με την ακριβή διεύθυνση, πρέπει να γίνεται εγγράφως στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή, αν η υπό­θεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί· επάνω στην δήλω­ση συντάσσεται έκθεση για την παράδοσή της, η οποία καταχωρίζεται σε ειδικό αλφαβητικό ευρετήριο που τηρεί­ται στο γραφείο του εισαγγελέα· αντίγραφο της δήλωσης μαζί με την σχετική έκθεση για την παράδοσή της εντάσ­σεται χωρίς χρονοτριβή στην οικεία δικογραφία. Ως τέ­τοια δήλωση κατοικίας ή διαμονής θεωρείται και εκείνη που αναγράφεται στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέ­σου ή της προσφυγής κατά της απευθείας κλήσεως ή στην περί αναιρέσεως δήλωση της παρ. 2 του άρθρου 473. Στην τελευταία περίπτωση, η περί αναιρέσεως δή­λωση του κατηγορουμένου ή αντίγραφα αυτής επισυνά­πτεται στην οικεία δικογραφία, μερίμνη του γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Αν ο κατηγορούμενος δήλωσε διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής που είναι ανύπαρκτη ή ελλιπής ή αρνήθηκε να δηλώσει τα πιο πά­νω στοιχεία, οι επιδόσεις γίνονται στον γραμματέα της ει­σαγγελίας πλημμελειοδικών όπου ασκήθηκε η ποινική δί­ωξη ή στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση. Αν έχει διοριστεί αντίκλητος, οι επιδόσεις γίνον­ται μόνο σε αυτόν.

δ) Εκείνος που ενεργεί την ανάκρι­ση ή την προανάκριση υπενθυμίζει στον κατηγορούμενο την υποχρέωσή του κατά το προηγούμενο εδάφιο και τις συνέπειες σε περίπτωση παράλειψης, μνημονεύοντας ρη­τά το γεγονός αυτό στην έκθεση της απολογίας.

ε) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρχικά ή μεταγενέστερα διεύ­θυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, οι επιδό­σεις που αναφέρονται στο εδ. γ' της παραγράφου αυτής, γίνονται μόνο στο συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρ­θρο 96, παρ. 2 και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι σε έναν από αυτούς.

στ) Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διο­ρίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγούμε­νου εδαφίου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου πλημμελειοδικείου, στον ο­ποίο και μόνον γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Αν ο κατηγορούμενος παραλείψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενεργηθεί η ανάκριση ή η προανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγε­λίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορού­μενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος δια­τηρεί την ιδιότητά του αυτή, εκτός αν δηλώσει στον προαναφερόμενο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο. Η διάταξη του εδαφίου δ' της παραγρά­φου αυτής εφαρμόζεται αναλόγως και στο ακροατήριο. Την υπόμνηση οφείλει να κάνει ο διευθύνων τη συζήτηση και γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά.

Στην έκθεση απολογίας αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και η αρμόδια ΔΟΥ του κατηγορουμένου. Αν αυτός δεν έχει ΑΦΜ, αναγράφονται υποχρεωτικά το επώνυμο και το όνομα του πατέρα του, το πατρικό επώνυμο και το όνομα της μητέρας του, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης στην Ελλάδα ή η χώρα γέννησης στο εξωτερικό.

2. Αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμέ­νου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του σύμφωνα με το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέτασή του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υπο­δείξει τα μέσα της υπεράσπισής του. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει. Επίσης έχει δικαί­ωμα να παραδώσει την απολογία του γραπτή. Σ' αυτήν την περίπτωση όποιος ενεργεί την ανάκριση απευθύνει στον κατηγορούμενο τις απαραίτητες ερωτήσεις για να αποσαφηνι­στεί το περιεχόμενο της έγγραφης απολογίας· οι ερωτήσεις πρέπει να αναγράφονται ρητά στην έκθεση.

3. Οι διατάξεις των άρθρων 223 παρ. 2, 3 και 5 και 225 εφαρμόζονται και για την εξέταση κατηγορουμένων.

Σημειώσεις επί του νόμου

Προσοχή: Από 1η Ιουλίου 2019 έχει τεθεί σε ισχύ ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Νόμος 4620/2019)

Το Ποινικό Δίκαιο Στην Πράξη
CBWK 2024
send