1. Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του συμβαλλόμενού της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου,
α) είτε να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση),
β) είτε να εκτελέσει τις εργασίες του άρθρου 5 περιπτώσεις ε΄ ως και θ΄ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ.
2. Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον:
α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο,
β) τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης,
γ) το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος,
δ) το είδος των κινδύνων ή των εκτελούμενων εργασιών,
ε) το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό),
στ) τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης,
ζ) το εφάπαξ ή το αρχικό ασφάλιστρο και
η) το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό.