1. Ο δικηγόρος, στον οποίο έχει επιβληθεί παύση από το δικηγορικό λειτούργημα, οριστική ή προσωρινή, για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, δεν επιτρέπεται να ενεργεί ως πληρεξούσιος ή συνήγορος ή νομικός σύμβουλος αυτοπροσώπως ή μέσω αλληλογραφίας, ενώπιον δικαστηρίων, υπηρεσιών, διαιτητικού δικαστηρίου ή άλλων προσώπων ή να διορίζει πληρεξουσίους ή μεταπληρεξουσίους.
2. Το κύρος των νομικών πράξεων του δικηγόρου δεν θίγεται από την επιβληθείσα παύση, εκτός αν εκείνος που εκπροσωπείται τελούσε σε γνώση αυτής.
3. Τα δικαστήρια οφείλουν να αποπέμπουν τον δικηγόρο που παρίσταται ενώπιόν τους παρά την παύση που του έχει επιβληθεί.