1. Το Συμβούλιο, μετά το πέρας της συνεδρίασης, διασκέπτεται, προκειμένου να εκδώσει γνωμοδότηση επί των τεθέντων ερωτημάτων. Τα μέλη του Συμβουλίου, διαρκούσης της διάσκεψης και πριν από την έκδοση της γνωμοδότησης, δεν επικοινωνούν με κανένα τρίτο και παραμένουν στον ίδιο χώρο όλοι μαζί.
2. Το Συμβούλιο λαμβάνει γνώση του περιεχομένου του ατομικού φακέλου του εγκαλουμένου και, στη συνέχεια, ο Πρόεδρος ερωτά τα μέλη αν διαμόρφωσαν σαφή γνώμη από τη διαδικασία. Σε καταφατική απάντηση, η διάσκεψη προχωρά, σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους.
3. Αν το Συμβούλιο δεν μπορεί να αποκτήσει πεποίθηση επί ορισμένου ουσιώδους γεγονότος, μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή συμπληρωματικής συνεδρίασης επί της υπόθεσης, κατόπιν συμπλήρωσης του φακέλου της υπόθεσης σε νέα ημέρα που θα οριστεί εντός των επόμενων πέντε (5) εργασίμων ημερών.
4. Ο εγκαλούμενος οφείλει, χωρίς νέα έγγραφη πρόσκληση, να εμφανισθεί κατά τη νέα ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης του Συμβουλίου, η οποία του ανακοινώνεται προφορικά από τον Πρόεδρο.
5. Ο Πρόεδρος θέτει στο Συμβούλιο το ερώτημα ή τα ερωτήματα χωριστά με τη σειρά που είναι διατυπωμένα στην παραπεμπτική διαταγή. Επί κανενός άλλου ερωτήματος δεν μπορεί να γνωμοδοτήσει το Συμβούλιο.
6. Για την κατάρτιση της γνωμοδότησης για κάθε ερώτημα διεξάγεται φανερή ψηφοφορία, κατά την οποία ψηφίζουν τα μέλη του Συμβουλίου κατά σειρά από τον νεότερο προς τον αρχαιότερο και συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο αναγράφεται η αιτιολογημένη γνώμη του συνόλου των μελών, συμπεριλαμβανομένης της γνώμης της μειοψηφίας. Η γνώμη της πλειοψηφίας αποτελεί την απόφαση του Συμβουλίου και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αναγράφεται στο πρακτικό της συνεδρίασης.
7. Αν το Συμβούλιο αποφάσισε καταφατικά σε ερώτημα επιβολής καταστατικής ποινής αργίας, ορίζει και τη χρονική της διάρκεια. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται κατά πλειοψηφία με φανερή ψηφοφορία.