logo-print

Προοίμιο - Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

01/03/2005

Κωδικοποιημένο
H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 61 στοιχείο γ) και το άρθρο 67 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής (σημ. 1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (σημ. 2),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (σημ. 3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει θέσει ως στόχο τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Προς το σκοπό αυτό, η Κοινότητα πρέπει να θεσπίσει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι αναγκαία για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε όρισε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων ως ακρογωνιαίο λίθο για τη δημιουργία ενιαίου δικαστικού χώρου και απέδωσε χαρακτήρα προτεραιότητας στο δικαίωμα επικοινωνίας.

(3) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 (σημ. 4) προβλέπει κανόνες για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας των κοινών τέκνων που εκδίδονται επ' ευκαιρία γαμικών διαδικασιών. Εκτενή τμήματα του ανωτέρω κανονισμού προέρχονται από τη σύμβαση της 28ης Μαΐου 1998, η οποία έχει το ίδιο αντικείμενο (σημ. 5).

(4) Στις 3 Ιουλίου 2000 η Γαλλία υπέβαλε πρωτοβουλία για την έκδοση κανονισμού του Συμβουλίου για την αμοιβαία εκτέλεση των αποφάσεων που αφορούν το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα (σημ. 6).

(5) Για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των παιδιών, ο παρών κανονισμός καλύπτει όλες τις αποφάσεις σε θέματα γονικής μέριμνας, περιλαμβανομένων των μέτρων προστασίας του παιδιού, ανεξάρτητα από οιαδήποτε σχέση με μια γαμική διαδικασία.

(6) Δεδομένου ότι η εφαρμογή των κανόνων για θέματα γονικής μέριμνας ανακύπτει συχνά στο πλαίσιο γαμικών διαφορών, φαίνεται πλέον ενδεδειγμένο να υπάρξει ένα μόνο νομοθετικό κείμενο για θέματα διαζυγίου και γονικής μέριμνας.

(7) Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού καλύπτει τις αστικές υποθέσεις, ανεξαρτήτως του είδους του δικαστηρίου.

(8) Όσον αφορά τις αποφάσεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στη λύση του συζυγικού δεσμού και δεν θα πρέπει να επηρεάζει θέματα όπως οι λόγοι του διαζυγίου, οι περιουσιακές συνέπειες του γάμου ή άλλα συναφή ζητήματα.

(9) Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του παιδιού, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στα μέτρα προστασίας του παιδιού δηλαδή i) στο διορισμό και στα καθήκοντα προσώπου ή οργάνωσης που αναλαμβάνει τη διαχείριση της περιουσίας, την αντιπροσώπευση και τη φροντίδα του παιδιού, και ii) στα μέτρα όσον αφορά τη διοίκηση και συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του παιδιού. Στο πλαίσιο αυτό και δίκην παραδείγματος, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει σε περιπτώσεις διαφορών μεταξύ των γονέων όσον αφορά τη διοίκηση της περιουσίας του παιδιού. Τα σχετικά με την περιουσία μέτρα τα οποία δεν αφορούν την προστασία του παιδιού θα πρέπει να εξακολουθήσουν να διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (σημ. 7).

(10) Ο παρών κανονισμός δεν προόρισται να εφαρμόζεται σε θέματα όπως αυτά που σχετίζονται με την κοινωνική ασφάλεια, μέτρα δημοσίου δικαίου γενικού χαρακτήρα σε θέματα εκπαίδευσης και υγείας ούτε στις αποφάσεις για το δικαίωμα ασύλου και μετανάστευσης. Εξάλλου, δεν εφαρμόζεται ούτε στην αναγνώριση της πατρότητας, η οποία διακρίνεται από την ανάθεση της γονικής μέριμνας, ούτε στα λοιπά ζητήματα τα οποία συνδέονται με την προσωπική κατάσταση. Δεν εφαρμόζεται επίσης στα μέτρα που λαμβάνονται συνεπεία ποινικών αδικημάτων που έχουν διαπράξει παιδιά.

(11) Οι υποχρεώσεις διατροφής αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι ρυθμίζονται ήδη από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001. Τα αρμόδια, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, δικαστήρια είναι γενικώς αρμόδια να επιλαμβάνονται θεμάτων υποχρεώσεων διατροφής κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001.

(12) Οι κανόνες αρμοδιότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας. Αυτό σημαίνει ότι κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής της διαμονής του παιδιού ή ύστερα από συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας.

(13) Ο παρών κανονισμός επιτρέπει στο αρμόδιο δικαστήριο, κατ' εξαίρεση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού, να παραπέμπει την υπόθεση σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, εφόσον αυτό είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση. Εντούτοις, σε αυτή την περίπτωση, το δεύτερο επιλαμβανόμενο δικαστήριο δεν θα πρέπει να μπορεί να παραπέμπει την υπόθεση σε τρίτο δικαστήριο.

(14) Τα αποτελέσματα του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να θίγουν την εφαρμογή του δημόσιου διεθνούς δικαίου όσον αφορά τις διπλωματικές ασυλίες. Εάν το αρμόδιο δικαστήριο βάσει του παρόντος κανονισμού δεν δύναται να ασκήσει τη δικαιοδοσία του λόγω ύπαρξης διπλωματικής ασυλίας ενός προσώπου δυνάμει του διεθνούς δικαίου, η αρμοδιότητα θα πρέπει να καθορίζεται στο κράτος μέλος στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο δεν απολαμβάνει ασυλίας, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους.

(15) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, για την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (σημ. (8), εφαρμόζεται για την επίδοση και κοινοποίηση εγγράφων σε δικαστικές διαδικασίες που εισάγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(16) Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα δικαστήρια κράτους μέλους να λαμβάνουν προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα, σε επείγουσες περιπτώσεις, σχετικά με πρόσωπα ή περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ευρίσκονται σε αυτό το κράτος.

(17) Σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού, η επιστροφή του θα πρέπει να επιτυγχάνεται αμελλητί, και για το λόγο αυτό θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει η σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 όπως συμπληρώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ειδικότερα του άρθρου 11. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται παράνομα, θα πρέπει να μπορούν να αντιτάσσονται στην επιστροφή του σε συγκεκριμένες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Εντούτοις, μία τέτοια απόφαση θα πρέπει να μπορεί να αντικαθίσταται από μεταγενέστερη απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του. Εάν η απόφαση αυτή συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού, η επιστροφή θα πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς να απαιτείται προσφυγή σε καμία διαδικασία για την αναγνώριση και εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το απαχθέν παιδί.

(18) Σε περίπτωση αποφάσεως μη επιστροφής δυνάμει του άρθρου 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, το δικαστήριο θα πρέπει να ενημερώνει σχετικά το αρμόδιο δικαστήριο ή την κεντρική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του. Το εν λόγω δικαστήριο, εάν δεν έχει επιληφθεί ακόμη, ή η κεντρική αρχή, θα πρέπει να απευθύνει κοινοποίηση στα μέρη. Η υποχρέωση αυτή δεν θα πρέπει να κωλύει την κεντρική αρχή να απευθύνει επίσης κοινοποίηση στις οικείες αρμόδιες αρχές κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο.

(19) Η ακρόαση του παιδιού διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, χωρίς το παρόν νομοθετικό κείμενο να έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση των σχετικών εθνικών διαδικασιών.

(20) Η ακρόαση παιδιού σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατυπώσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (σημ. 9).

(21) Η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και οι λόγοι της μη αναγνώρισης θα πρέπει να περιορίζονται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό.

(22) Τα δημόσια έγγραφα και οι συμφωνίες μεταξύ των μερών που είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος θα πρέπει να εξομοιούνται προς "αποφάσεις" για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων αναγνώρισης και εκτέλεσης.

(23) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε έκρινε στα συμπεράσματά του (σημείο 34) ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφορών απτομένων του οικογενειακού δικαίου οφείλουν "να αναγνωρίζονται αυτομάτως σε όλη την Ένωση δίχως να υφίστανται ενδιάμεσες διαδικασίες ή λόγοι άρνησης εκτέλεσης". Εξ ου και οι αποφάσεις που αφορούν το δικαίωμα επικοινωνίας και την επιστροφή του παιδιού, οι οποίες πιστοποιούνται στο κράτος μέλος προέλευσης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να μπορούν να εκτελεστούν σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διαδικασία. Οι λεπτομέρειες όσον αφορά την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών εξακολουθούν να διέπονται από την εθνική νομοθεσία.

(24) Δεν μπορεί να γίνει προσφυγή κατά πιστοποιητικού το οποίο εκδίδεται με σκοπό να διευκολύνεται η εκτέλεση της απόφασης. Δεν θα πρέπει να μπορεί επίσης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής διορθώσεως παρά μόνο σε περίπτωση πραγματικού λάθους, δηλαδή εφόσον το πιστοποιητικό δεν αποδίδει ορθώς το περιεχόμενο της αποφάσεως.

(25) Οι κεντρικές αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται τόσο σε γενικά θέματα όσο και σε ειδικές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης του φιλικού διακανονισμού των οικογενειακών διαφορών επί θεμάτων γονικής μέριμνας. Προς το σκοπό αυτό, οι κεντρικές αρχές συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις που δημιουργήθηκε με την απόφαση 2001/470/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (σημ. 10).

(26) Η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιοποιεί και ενημερώνει τους καταλόγους των δικαστηρίων και των ένδικων μέσων που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη.

(27) Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (σημ. 11).

(28) Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 ο οποίος, συνεπώς, καταργείται.

(29) Για την ορθή λειτουργία του παρόντος κανονισμού η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει την εφαρμογή του και να προτείνει, ενδεχομένως, τις αναγκαίες τροποποιήσεις.

(30) Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ανακοίνωσαν ότι επιθυμούν να συμμετέχουν στην έγκριση και εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(31) Η Δανία, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και κατά συνέπεια δεν δεσμεύεται από τον κανονισμό και δεν υπόκειται στην εφαρμογή του.

(32) Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού είναι αδύνατο να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(33) Ο παρών κανονισμός αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδιαίτερα, επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Σημειώσεις επί του άρθρου

 (Σημ. 1) ΕΕ C 203 Ε της 27.8.2002, σ. 155.

(Σημ. 2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(Σημ. 3) ΕΕ C 61 της 14.3.2003, σ. 76.

(Σημ. 4) ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 19.

(Σημ. 5) Κατά την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, το Συμβούλιο έλαβε γνώση της επεξηγηματικής εκθέσεως σχετικά με τη σύμβαση, την οποία εκπόνησε η καθηγήτρια κα Alegria Borras (ΕΕ C 221 της 16.7.1998, σ. 27).

(Σημ. 6) ΕΕ C 234 της 15.8.2000, σ. 7.

(Σημ. 7) ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1496/2002 της Επιτροπής (ΕΕ L 225 της 22.8.2002, σ. 13).

(Σημ. 8) ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 37.

(Σημ. 9) ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 1.

(Σημ. 10) ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 25.

(Σημ. 11) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

Οικογενειακό Δίκαιο - Τρίτη έκδοση

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επίτομο Εργατικό Δίκαιο

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΔΕΛΗΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΛΑΣ