logo-print

Αποποίηση και Αποδοχή Κληρονομίας

«Ουδείς Άκων Κληρονόμος» και η σημασία της αποποίησης εντός τετραμήνου από του θανάτου του κληρονομούμενου θανόντος

Η κτήση της κληρονομίας υπό το δίκαιο του Αστικού Κώδικα γίνεται, κατά το άρθρο 1846 ΑΚ, αυτοδίκαια, δηλαδή «αυτόματα» και χωρίς γνώση, βούληση ή καν ενέργεια του καλούμενου ως κληρονόμου.

Αυτό σημαίνει ότι το ίδιο νομικό δευτερόλεπτο του θανάτου του κληρονομούμενου, οι in concreto κληρονόμοι του, βάσει της τάξης της κληρονομικής διαδοχής που θα κληθούν στην περιουσία του, γίνονται και φορείς της κληρονομιαίας περιουσίας.

Πρακτικά τι σημαίνει αυτό;

Ότι κάποιος γίνεται κληρονόμος ανεξαρτήτως αν το θέλει, το γνωρίζει ή αν καν γνωρίζει το θάνατο του κληρονομούμενου θανόντος!

Η διάταξη αυτή στηρίζεται στην παραδοχή του μεγάλου Δασκάλου του Αστικού Δικαίου, εισηγητή του Κληρονομικού Δικαίου κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Αστικού Κώδικα ( ο οποίος ισχύει στην Ελλάδα από τις 23.2.1946) και νομοδιδασκάλου που επεξεργάστηκε το τελικό προσχέδιο του Αστικού κώδικα, Γεωργίου Μπαλή, ότι οι κληρονομίες κατά το συνήθως συμβαίνον γίνονται δεκτές. Κρίθηκε λοιπόν σκόπιμο από τους συντάκτες του Αστικού Κώδικα ότι το modus κτήσης της κληρονομίας ως στοιχείο της κληρονομικής διαδοχής πρέπει να είναι απλό – ουσιαστικά δεν απαιτείται τίποτα εκ μέρους του κληρονόμου, ούτε καν επί ακινήτων, αφού εκεί η συντασσόμενη συμβολαιογραφικά αποδοχή δεν αποτελεί την αιτία κτήσης του ακινήτου, αλλά μια διατύπωση δημοσιότητας, που σε συνδυασμό με τη μεταγραφή της στο Υποθηκοφυλακείο ή το Κτηματολόγιο ισχύει γενικά στο δίκαιο των ακινήτων.

Δεν μπορεί κανείς όμως να φανταστεί ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία, όπου η ισχύς της αρχής του κράτους δικαίου είναι κυρίαρχη, ένα πρόσωπο θα αποκτά μια περιουσία άνευ θελήσεως, συναινέσεως ή πολύ περισσότερο γνώσεως της κληρονομικής διαδοχής (της «επαγωγής» κατά το γράμμα του νόμου) εκ μέρους του.

Ως αντιστάθμισμα, προβλέπεται το δικαίωμα αποποίησης, εντός τετραμήνου από τότε που ο καλούμενος έλαβε γνώση της επαγωγής, δηλαδή του θανάτου του κληρονομούμενου, του λόγου της (δηλαδή του συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού δυνάμει του οποίου καλείται στην κληρονομία, ήτοι συγγένεια, συζυγική σχέση, αναγκαστική διαδοχή/ νόμιμη μοίρα, διαθήκη) και στην περίπτωση διαθήκης και από τη δημοσίευση αυτής.

Η κτήση της κληρονομίας λοιπόν μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης, 4 μηνών για τους κατοίκους Ελλάδος και ενός έτους για τους κατοίκους εξωτερικού, είναι «μετέωρη» όπως λέγεται, προσωρινή και μετακλητή, τελούσα υπό τη διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης αυτής.

Με την απώλεια του δικαιώματος αποποίησης, ο κληρονόμος δεν μπορεί να απεμπλακεί από την κληρονομία και είναι οριστικά κληρονόμος. Η παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης λειτουργεί όχι μόνο ως αποσβεστικός λόγος του δικαιώματος αποποίησης (είναι ένα δικαίωμα «befristet» όπως λέγεται στη Γερμανία, δηλαδή υπό αποσβεστική προθεσμία), αλλά και ως «πλασματική αποδοχή της κληρονομίας. Η κτήση της κληρονομίας όμως ανατρέχει πάντα στο χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου.

Πώς μπορεί να αποδεσμευτεί ο κληρονόμος ο οποίος, αν και συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ήτοι γνώση της επαγωγής και του λόγου της και δημοσίευση διαθήκης, εντούτοις δεν αποποιήθηκε;

Έχει μόνο ένα δικαίωμα:

Να ζητήσει την ακύρωση με δικαστική απόφαση της πλασματικής αυτής αποδοχής της κληρονομίας, κατ’ άρθρον 1857 παρ. 4 ΑΚ. Λόγος ακύρωσης είναι η πλάνη του κληρονόμου ως προς τη σημασία των διατάξεων του ΑΚ περί κληρονομικής διαδοχής, και η άγνοια του συστήματος αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας.

Η διάσταση μεταξύ δήλωσης και βούλησης, ως γενική ουσιαστική προϋπόθεση γέννησης του δικαιώματος ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, υφίσταται ότι βάσει της «εικαζόμενης» βούλησης του κληρονόμου, αν γνώριζε το σύστημα της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας, θα είχε αποποιηθεί αυτήν προσηκόντως και εμπροθέσμως.

Η διάταξη αυτή είναι ο μόνος τρόπος απεμπλοκής από μια κληρονομία που έχει επέλθει στον κληρονόμο λόγω του συστήματος του ΑΚ περί αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επιτυχή έκβαση μιας δικαστική απόφασης.

Κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, από τις διατάξεις των άρθρων 1847 παρ. 1 εδ. α`, 1850, 1857, 140 και 141 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεώς της μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή που συνάγεται με τον τρόπο αυτόν κατά πλάσμα του νόμου δεν συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, από άγνοια δηλαδή ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας ώστε αν ο κληρονομούμενος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η εσφαλμένη αυτή γνώση ή άγνοια που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολομ. ΑΠ 3/1969, ΑΠ 496/13, 1087/10).

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη παραγράφεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται δε η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδ. α` του ΑΚ.

Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης

Ο Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης είναι Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Υπηρετεί στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών Εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών Εταιρεία Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων. Διατέλεσε Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Αστικού Δικαίου στη Νομική...

Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση
Δίκαιο επιταγής - 6η έκδοση