logo-print

Αυτοδίκαιη λύση σύμβασης διαλείπουσας/μερικής απασχόλησης με τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας του εργαζομένου

Δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας η αυτοδίκαιη λύση σύμβασης με εργαζόμενο όταν αυτός συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του (C-143/16 - Abercrombie & Fitch Italia)

27/10/2017

16/11/2017

Mobbing Ευθύνη λόγω ηθικής παρενόχλησης στην εργασία

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΧΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

Συνταγματικό Δίκαιο - Γ έκδοση

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ

Αναδημοσίευση από humanrightscaselaw.gr

ΔΕΕ 19.7.2017, C-143/16, Abercrombie & Fitch Italia 

Αρχή της ισότητας και διακρίσεις λόγω ηλικίας (άρ. 21 Χάρτη ΘΔΕΕ) – Απασχόληση – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Σύμβαση διαλείπουσας/μερικής απασχολήσεως συναπτόμενη με πρόσωπα ηλικίας κάτω των 25 ετών – Αυτοδίκαιη λύση με τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας του εργαζομένου

(Α) Η επίμαχη εθνική νομοθεσία καθιέρωσε δύο διαφορετικά συστήματα όσον αφορά όχι μόνο την πρόσβαση στην απασχόληση και τους όρους απασχολήσεως, αλλά επίσης την απόλυση των εργαζόμενων υπό καθεστώς διαλείπουσας απασχολήσεως, αναλόγως της ηλικιακής κατηγορίας στην οποία εντάσσονται οι εργαζόμενοι αυτοί, καθόσον, ενώ για τους εργαζομένους ηλικίας μεταξύ 25 και 45 ετών, η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως είναι δυνατό να συναφθεί μόνο για την εκπλήρωση παροχών μη διαρκούς και περιστασιακής φύσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των συλλογικών συμβάσεων και για εκ των προτέρων καθορισμένα χρονικά διαστήματα, αντιθέτως, η σύναψη συμβάσεως διαλείπουσας απασχολήσεως, όσον αφορά τους εργαζομένους ηλικίας κάτω των 25 ετών και άνω των 45 ετών, δεν υπόκειται σε καμία από τις προϋποθέσεις αυτές και είναι δυνατή «σε όλες τις περιπτώσεις», εξυπακουομένου ότι οι συναπτόμενες με εργαζομένους ηλικίας κάτω των 25 ετών συμβάσεις λύονται αυτοδικαίως όταν αυτοί συμπληρώσουν το 25ο έτος της ηλικίας τους – Πρόκειται για νομοθετική ρύθμιση που εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω της ηλικίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78.

(Β) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78 ορίζει συναφώς ότι τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν συνιστά διάκριση, εφόσον δικαιολογείται, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, αντικειμενικώς και ευλόγως από έναν θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής καταρτίσεως, και εφόσον τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία – Συναφώς, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όχι μόνο ως προς την επιλογή του προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως, αλλά και ως προς τον καθορισμό των μέσων με τα οποία είναι δυνατόν να υλοποιηθεί ο σκοπός αυτός – Η επίμαχη εθνική διάταξη, κατά το μέρος που έχει ως σκοπό να ενισχύσει την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας, επιδιώκει την επίτευξη θεμιτού σκοπού, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

Όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα διατάξεως όπως η επίμαχη, επισημαίνεται ότι μέτρο που επιτρέπει στους εργοδότες να συνάπτουν ελαστικότερες μορφές συμβάσεων εργασίας μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη στον τομέα αυτό, να χαρακτηριστεί πρόσφορο για την επίτευξη ορισμένου βαθμού ευελιξίας εντός της αγοράς εργασίας, καθόσον μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη μορφών απασχολήσεως λιγότερο δεσμευτικών και λιγότερο δαπανηρών από τη συνήθη σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν να τονώσει τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων και να αποτελέσει κίνητρο ώστε να ανταποκριθούν σε περισσότερες αιτήσεις απασχολήσεως προερχόμενες από νέους εργαζομένους.

Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεως, παρατηρείται ότι σε ένα πλαίσιο χρόνιας οικονομικής κρίσεως και χαμηλής αναπτύξεως, η κατάσταση εργαζομένων κάτω των 25 ετών, οι οποίοι, χάρη σε μια ευέλικτη και προσωρινή σύμβαση συμβάσεως, όπως είναι η σύμβαση διαλείπουσας απασχολήσεως, αποκτούν δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά εργασίας είναι προτιμότερη από την κατάσταση εκείνων που δεν διαθέτουν τέτοια δυνατότητα και, ως εκ τούτου, καταλήγουν στην ανεργία.

Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση εξήγησε ότι οι ευέλικτες μορφές απασχολήσεως είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της κινητικότητας των εργαζομένων, για την αύξηση της προσαρμοστικότητας των μισθωτών στην αγορά εργασίας και για τη διευκόλυνση της προσβάσεως προσώπων απειλούμενων με κοινωνικό αποκλεισμό στην αγορά αυτή, ενώ συγχρόνως οδηγούν στην εξάλειψη παράνομων μορφών εργασίας και υπογράμμισε επίσης ότι, για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την επίμαχη διάταξη, η πρόσβαση στο είδος αυτό συμβάσεως πρέπει να είναι δυνατή για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό νέων

Επιπλέον, το μέτρο περιβάλλεται από ορισμένες εγγυήσεις, διότι η νομοθεσία προβλέπει ότι «δεν επιτρέπεται να εφαρμοστούν σε εργαζόμενο υπό καθεστώς διαλείπουσας απασχολήσεως, όσον αφορά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία έχει παράσχει την εργασία του, οικονομικές και νομικές ρυθμίσεις που, συνολικά εξεταζόμενες, είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που ισχύουν για εργαζόμενο αντίστοιχου επιπέδου, ο οποίος ασκεί ανάλογα καθήκοντα».

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη, ο εθνικός νομοθέτης ευλόγως έκρινε ως αναγκαία τη θέσπιση διατάξεως, όπως η επίμαχη.

Ολόκληρη την απόφαση μπορείτε να βρείτε εδώ.

Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο - 3η έκδοση
Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση