logo-print

Συνταγματική η αναδρομική αύξηση του συντελεστή φόρου των ακινήτων εξωχώριων (off shore) εταιρειών (ΣτΕ Β΄ Τμ. 2810/2017)

08/11/2017

16/11/2017

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα - 5η έκδοση καλλιτεχνικό

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Πολιτειολογία

Αναδημοσίευση από humanrightscaselaw.gr

ΣτΕ Β΄ Τμ. 2810/2017 επταμ.

Φορολογική ισότητα – Φορολογία ακινήτων – Φορολογία δασικών εκτάσεων – Δικαίωμα περιουσίας – Οικονομική ελευθερία – Φόρος 15% επί των ακινήτων εξωχώριων εταιρειών – Αναδρομική αύξηση του συντελεστή του φόρου – Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ το άρθρο 15 του ν. 3091/2002, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3842/2010

(Α) Από τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, όπως τροποποιήθηκαν με τον ν. 3842/2010, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω νόμων, προκύπτει ότι με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης επεδίωξε να επιβαρύνει με τον ένδικο ειδικό φόρο επί των ακινήτων εκείνες μόνον τις εταιρείες, οι οποίες, μη “επιθυμώντας” την “αποκάλυψη” στις φορολογικές αρχές της ταυτότητας των πραγματικών κυρίων των ακινήτων τους, καθιστούν τελικώς ανέφικτo τoν εκ μέρους των φορολογικών αρχών έλεγχο φυσικών προσώπων υποκειμένων κατ’ αρχήν σε φορολογία στην Ελλάδα, λειτουργώντας έτσι ως οχήματα φοροαποφυγής, με αποτέλεσμα την απόκρυψη φορολογικής ύλης κτηθείσης από τα πρόσωπα αυτά (μη αποκάλυψη φορολογητέων γεγονότων, παράκαμψη της νομοθεσίας περί “πόθεν έσχες” κ.λπ.) και την αποφυγή της πληρωμής των αναλογούντων σε αυτήν φορολογικών επιβαρύνσεων, κατά παράβαση της θεσπιζομένης με το άρθρο 4 παρ. 5 Σ. αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών – Περαιτέρω, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο νομοθέτης,  θεσπίζοντας τον ένδικο ειδικό φόρο επί των ακινήτων, απέβλεψε στον καθορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας αυτών ως βάσης επιβολής του φόρου – Ως προς τις περιοχές όπου ισχύει το αντικειμενικό σύστημα, η έννοια των εξουσιοδοτικών  διατάξεων των παραγράφων  1 και 2 της Ενότητας Β και της παραγράφου 2 της ενότητας Γ του άρθρου 10  του ν. 2960/2001 περί καθορισμού από τον Υπουργό Οικονομικών των “συντελεστών αυξομείωσης”, είναι ότι, προκειμένου περί ακινήτων που τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη περιορισμών, όπως εκείνα που φέρουν το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης ή αναδασωτέων, πρέπει να χρησιμοποιούνται συντελεστές τέτοιοι οι οποίοι να αποδίδουν κατά το δυνατόν την πραγματική επίδραση που έχουν οι ως άνω ιδιότητες στην αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο της φορολογίας – Περαιτέρω, οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις δεν θεσπίζουν αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των αποτελούντων το αντικείμενο του φόρου ακινήτων, δεδομένου ότι ο φορολογούμενος δύναται να αμφισβητήσει τον προσδιορισμό αυτό και να προσφύγει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, ζητώντας από αυτό να προσδιορίσει την αξία του ακινήτου με βάση κάθε πρόσφορο στοιχείο

(Β) Σύμφωνα με τα παραπάνω – και λαμβάνοντας ειδικότερα υπ’ όψη  α) τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται με την θέσπιση του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων και είναι η πάταξη της φοροαποφυγής,  β) το ότι οι κατ’ αρχήν υπόχρεοι στην καταβολή του δύνανται, πάντως, να απαλλαγούν ευχερώς από αυτόν είτε παρέχοντας στις φορολογικές αρχές τις “πληροφορίες” που απαιτεί ο νόμος, ώστε να υπαχθούν σε μία από τις προβλεπόμενες από αυτόν πάγιες εξαιρέσεις, είτε μεταβιβάζοντας το σχετικό ακίνητο κατά τους όρους των οικείων μεταβατικών διατάξεων, γ) το ότι η μη “αποκάλυψη” της ταυτότητας των πραγματικών κυρίων των ακινήτων (και κατ’ ακολουθίαν η μη αποκάλυψη της πραγματικά οφειλόμενης συνεισφοράς για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων των αληθών κυρίων των ακινήτων) αποτελεί μεν το κριτήριο επιβολής του φόρου, ο οποίος, όμως, έχει ως αντικείμενο την ακίνητη περιουσία των βαρυνομένων που αποτελεί αντικειμενικό φοροδοτικό κριτήριο, δ) το ότι – ανεξαρτήτως αν η επιβολή φόρου σε είδος περιουσίας, που αποτελεί κατά το Σύνταγμα φορολογητέα ύλη διαφορετική από το εισόδημα, δεν προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, να είναι αυτό (το είδος) αυτοτελώς προσοδοφόρο – το θεσπιζόμενο από το Σύνταγμα και τον κοινό νομοθέτη αυστηρό καθεστώς προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων και αναδασωτέων εκτάσεων δεν αποκλείει την επιβολή και στις ειδικές αυτές κατηγορίες ακινήτων φορολογικών επιβαρύνσεων, όπως ο ένδικος ειδικός φόρος επί των ακινήτων, εφόσον, πάντως, κατά την επιβολή της φορολογίας, συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες αυτές κατά νόμο ιδιότητες των εν λόγω ακινήτων και οι εξ αυτών περιορισμοί στην άσκηση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων των υπόχρεων στην καταβολή τους και ε) το ότι με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2961/2001, στις οποίες παραπέμπει ο ν. 3091/2002, δεν θεσπίζεται, κατά τρόπο αντίθετο προς το Σύνταγμα, αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των αποτελούντων το αντικείμενο του φόρου ακινήτων, καθόσον ο φορολογούμενος δύναται να αμφισβητήσει τον προσδιορισμό αυτό και να προσφύγει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, ζητώντας από αυτό να προσδιορίσει την αξία του ακινήτου με βάση κάθε πρόσφορο στοιχείο, – η επιβολή του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων δεν υπερβαίνει τα όρια της κατά το Σύνταγμα διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα και να καθορίζει τον ενδεδειγμένο τρόπο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων και φορολογικών στοιχείων

(Γ) Ναι μεν, με τον ν. 3842/2010, το ύψος του φορολογικού συντελεστή αυξήθηκε σημαντικά, και μάλιστα αναδρομικώς από 1.1.2010 από 3% σε 15% επί της αξίας των ακινήτων, με στόχο, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου, “τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του νομικού πλαισίου που περιβάλλει τα ακίνητα των εξωχωρίων εταιρειών”, ποσοστό που είναι, πράγματι, ιδιαίτερα υψηλό, πλην, εν όψει αφενός μεν του ως άνω επιτακτικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί η θέσπιση του ένδικου φόρου και αφετέρου της δυνατότητας των κατ’ αρχήν υποχρέων στον φόρο να απαλλαγούν από αυτόν είτε βάσει των παγίων εξαιρετικών διατάξεων του νόμου (παρέχοντας δηλαδή στη φορολογική αρχή τις αναγκαίες “πληροφορίες” για τους πραγματικούς κυρίους των ακινήτων) είτε βάσει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 58 του ανωτέρω ν. 3842/1010 (που προϋποθέτει, πάντως, τη μεταβίβαση των αποτελούντων το αντικείμενο του φόρου ακινήτων σε φυσικά πρόσωπα εντός ορισμένης προθεσμίας), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιβολή της ως άνω υψηλής επιβάρυνσης αναιρεί και μάλιστα κατά τρόπο προφανή τη σχέση αναλογικότητας που επιβάλλεται να υπάρχει ανάμεσα στους επιδιωκόμενους με την πιο πάνω ρύθμιση σκοπούς και το επιβαλλόμενο με αυτήν βάρος ή, περαιτέρω, ότι γεννάται ζήτημα αντιθέσεως προς την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των φορολογουμένων ως εκ της αναδρομικής αυξήσεως του φορολογικού συντελεστή, μέσα στα όρια ωστόσο της επιτρεπόμενης κατά το Σύνταγμα αναδρομής, με γενικό πάντως κανόνα, κατά πέντε φορές – Υπό τα δεδομένα αυτά, με την επιβολή του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων δεν τίθεται ούτε ζήτημα υπέρμετρης επιβάρυνσης της ιδιοκτησίας ή επέμβασης στην περιουσία των βαρυνομένων δυσανάλογη σε σχέση με τον ανωτέρω επιδιωχθέντα από τον νομοθέτη σκοπό ή ζήτημα υπέρμετρου περιορισμού της επιχειρηματικής ελευθερίας των υποχρέων, ο οποίος να θίγει  τον πυρήνα του δικαιώματος για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και, κατ’ ακολουθίαν, δεν παραβιάζονται οι προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές ή οι προστατευτικές της περιουσίας διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο
Διεθνής Εμπορική Διαιτησία Τόμος ΙΙ
send