logo-print

Συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ η ρύθμιση που υποχρεώνει ειδικευόμενο ιατρό να επιστρέψει το 70% ποσού υποτροφίας

Εφόσον δεν ασκήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα στο κράτος μέλος για πέντε έτη

27/12/2017

27/12/2017

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με την απόφασή του που δημοσιεύθηκε στις 20-12-2017, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης ρύθμιση κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας η χορήγηση εθνικής υποτροφίας για τη χρηματοδότηση εκπαιδεύσεως, η οποία παρέχεται σε άλλο κράτος μέλος και καταλήγει στην απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος ιατρός θα ασκήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα στο πρώτο κράτος μέλος για πέντε έτη εντός της δεκαετίας μετά την ολοκλήρωση της ειδικότητας, ειδάλλως επιστρέφει έως το 70% του ποσού της ληφθείσας υποτροφίας, νομιμοτόκως.

Όπως επιπλέον επισημαίνει το ΔΕΕ, αφενός, ούτε οι σχετικές οδηγίες 75/363/ΕΟΚ περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών και 93/16/ΕΟΚ για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους, αφετέρου, ούτε τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ, αντιτίθενται σε ένα τέτοιο εθνικό μέτρο. 

Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, παρόλο που μία τέτοια εθνική ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, οι προβαλλόμενοι από το κράτος μέλος λόγοι προστασίας της δημόσιας υγείας και δημοσιονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, δύνανται να δικαιολογήσουν τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου ως σκοποί γενικού συμφέροντος. Το δε εθνικό μέτρο κρίνεται ως κατάλληλο προς επίτευξη των σκοπών αυτών.

Ωστόσο, το ΔΕΕ διευκρινίζει ότι η τελική εκτίμηση περί των σκοπών τους οποίους επιδιώκει πράγματι η εθνική νομοθεσία, αλλά και η εκτίμηση περί του αναγκαίου ή μη χαρακτήρα του εν λόγω εθνικού μέτρου εναπόκεινται στο αιτούν δικαστήριο.

Ιστορικό της υπόθεσης

Η S. Simma Federspiel είναι Ιταλίδα υπήκοος, η οποία ολοκλήρωσε, από το 1992 έως το 2000, εκπαίδευση ιατρικής ειδικότητας πλήρους απασχολήσεως στη νευρολογία και την ψυχιατρική στην πανεπιστημιακή κλινική του Ίνσμπρουκ (Αυστρία), και έλαβε, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, υποτροφία σπουδών χορηγηθείσα από την αυτόνομη επαρχία του Bolzano βάσει σχετικού επαρχιακού νόμου.

Μέχρι τις 31 Ιουλίου 2000, κατοικούσε στο Bolzano. Έκτοτε κατοικεί στο Bregenz (Αυστρία), όπου ασκεί το επάγγελμα του ιατρού.

Ο ως άνω επαρχιακός νόμος ορίζει ότι η χορήγηση της υποτροφίας αυτής τελούσε υπό την προϋπόθεση δεσμεύσεως της S. Simma Federspiel να εργαστεί στη δημόσια υπηρεσία υγείας της αυτόνομης επαρχίας του Bolzano για πέντε έτη εντός δεκαετούς περιόδου, υπολογιζόμενης από την ημερομηνία αποκτήσεως της ειδικότητάς της, ή να επιστρέψει, σε περίπτωση ολικής μη τηρήσεως της δεσμεύσεως αυτής, έως το 70 % του ποσού της εν λόγω υποτροφίας και σε περίπτωση μερικής μη τηρήσεως της εν λόγω δεσμεύσεως, έως το 14 % του ποσού της για κάθε έτος ή διάστημα άνω των έξι μηνών μη παρασχεθείσας υπηρεσίας. Η S. Simma Federspiel υπέγραψε συναφώς ρητή δήλωση στις 21 Δεκεμβρίου 1992.

Η αυτόνομη επαρχία Bolzano κατέβαλε στην πανεπιστημιακή κλινική του Ίνσμπρουκ τη σχετική υποτροφία σύμφωνα με σύμβαση υπογραφείσα με το Land του Τιρόλου (Αυστρία). Στη συνέχεια, η πανεπιστημιακή αυτή κλινική κατέβαλε αμοιβή στην S. Simma Federspiel.

Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2013, η αυτόνομη επαρχία του Bolzano ζήτησε από την S. Simma Federspiel να της προσκομίσει είτε βεβαίωση σχετικά με την εργασία της στη δημόσια υπηρεσία υγείας της επαρχίας αυτής είτε αποδεικτικά στοιχεία ότι είχε υποβάλει αίτηση προσλήψεως στην υπηρεσία αυτή και έλαβε μέρος στις σχετικές εξετάσεις κατόπιν των οποίων κρίθηκε επαρκής ή περιελήφθη στον κατάλογο επιτυχόντων προς πρόσληψη χωρίς ωστόσο να κληθεί για να ασκήσει την εν λόγω δραστηριότητα.

Απαντώντας στο έγγραφο αυτό, η S. Simma Federspiel πληροφόρησε την αυτόνομη επαρχία του Bolzano ότι δεν είχε ασκήσει δραστηριότητα στην επαρχία αυτή μετά την απόκτηση του τίτλου ειδικότητάς της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, με απόφαση της 5ης Αυγούστου 2013, η επαρχία αυτή αξίωσε την επιστροφή του 70 % του ποσού της ληφθείσας υποτροφίας, ήτοι ποσό 68 515,24 ευρώ, πλέον τόκων ποσού 51 418,63 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 119 933,87 ευρώ.

Η S. Simma Federspiel άσκησε ενώπιον του Tribunale di Bolzano (περιφερειακού δικαστηρίου του Bolzano, Ιταλία) αγωγή ζητώντας να αναγνωριστεί η ακυρότητα των πράξεων με τις οποίες η αυτόνομη επαρχία του Bolzano αξίωσε την επιστροφή του εν λόγω ποσού. Προς στήριξη της αγωγής της, η S. Simma Federspiel προβάλλει το μη σύννομο του επαρχιακού νόμου βάσει του οποίου εκδόθηκαν οι εν λόγω πράξεις.

Το Tribunale di Bolzano, διατηρώντας αμφιβολίες όσον αφορά το συμβατό του καθεστώτος που προβλέπει η εν λόγω εθνική ρύθμιση με το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα ότι αποτρέπει τους ειδικευόμενους ιατρούς να φεύγουν από το κράτος μέλος καταγωγής τους για να εγκατασταθούν και να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ ζητώντας, κατ’ ουσίαν, να μάθει τη συμβατότητα ή μη της επίμαχης εθνικής ρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης και συγκεκριμένα, αφενός με την οδηγία 75/363/ΕΟΚ [1] και αφετέρου, με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ.

Απόφαση του Δικαστηρίου

Με τη δημοσιευθείσα αυτή απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι οι οδηγίες 75/363/ΕΟΚ και 93/16/ΕΟΚ προβλέπουν την υποχρέωση αμοιβής των περιόδων εκπαιδεύσεως που άπτονται ιατρικών ειδικοτήτων ώστε να μη διακυβεύεται το επίπεδο της εκπαιδεύσεως των ειδικευόμενων ιατρών, μεταξύ άλλων, με την εκ παραλλήλου άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας για ίδιο λογαριασμό.

Το Δικαστήριο παρατηρεί, έχοντας ως βάση αναφοράς τη νομολογία του [2], ότι η επίμαχη προϋπόθεση στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν θίγει την αντίστοιχη υποχρέωση αμοιβής των ειδικευόμενων ιατρών η οποία, κατά τα λοιπά, δεν είναι απαλλαγμένη αιρέσεων ως προς το ύψος της ούτε, ως εκ τούτου, την τήρηση των προϋποθέσεων εκπαιδεύσεως των ειδικευόμενων ιατρών.

Κατά το Δικαστήριο, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης προϋπόθεση στοιχειοθετείται μόνον στο τέλος της περιόδου ειδικότητας των ειδικευόμενων ιατρών, χωρίς να θίγει τις προϋποθέσεις εκπαιδεύσεώς τους, και δεν αφορά τη σχέση μεταξύ των ειδικευόμενων ιατρών και του κράτους μέλους όπου παρέχεται η εκπαίδευση.

Το Δικαστήριο καταλήγει ότι η οδηγία 75/363/ΕΟΚ καθώς και η οδηγία 93/16/ΕΟΚ δεν αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας η χορήγηση εθνικής υποτροφίας για τη χρηματοδότηση εκπαιδεύσεως, η οποία παρέχεται σε άλλο κράτος μέλος και καταλήγει στην απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος ιατρός θα ασκήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα στο πρώτο κράτος μέλος για πέντε έτη εντός της δεκαετίας μετά την ολοκλήρωση της ειδικότητας, ειδάλλως επιστρέφει έως το 70 % του ποσού της ληφθείσας υποτροφίας, νομιμοτόκως.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να εξεταστεί τόσο από απόψεως του άρθρου 45 ΣΛΕΕ όσο και του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, καθώς, αφενός, η εν λόγω ρύθμιση δεν διακρίνει αναλόγως του αν η δραστηριότητα που ασκεί ο δικαιούχος της σχετικής υποτροφίας ιατρός σε άλλο κράτος μέλος εκτός από την Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να χαρακτηρισθεί μισθωτή δραστηριότητα, αφετέρου, από τα στοιχεία της υπόθεσης δε μπορεί να καθορισθεί αν η S. Simma Federspiel ασκεί το επάγγελμα του ιατρού στην Αυστρία ως μισθωτή ή ως ελεύθερος επαγγελματίας.

Το Δικαστήριο, επικαλούμενο την πάγια νομολογία του, υπενθυμίζει ότι οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν το δικαίωμα, το οποίο αρύονται απευθείας από τη Συνθήκη, να εγκαταλείπουν το κράτος μέλος καταγωγής τους και να μεταβαίνουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προκειμένου να διαμείνουν σ’ αυτό και να ασκήσουν εκεί δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ απαγορεύει κάθε εθνικό μέτρο το οποίο δύναται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους υπηκόους της Ένωσης, της θεμελιώδους ελευθερίας που κατοχυρώνεται από το άρθρο αυτό.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, εθνική ρύθμιση, όπως η ρύθμιση εν προκειμένω, η οποία υποχρεώνει έναν ειδικευόμενο ιατρό να επιστρέψει έως το 70 % του ποσού της ληφθείσας υποτροφίας, νομιμοτόκως, μπορεί να αποτρέψει τον ιατρό αυτό από την άσκηση του δικαιώματός του στην ελεύθερη κυκλοφορία ή την ελευθερία εγκαταστάσεως, που προβλέπονται στα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, μία τέτοια εθνική ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ο οποίος, κατ’ αρχήν, απαγορεύεται από τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ.

Κατά συνέπεια, και με βάση την πάγια νομολογία του, το Δικαστήριο ελέγχει αν ο επίμαχος επαρχιακός νόμος επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, είναι πρόσφορος για την επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς την επίτευξή του μέτρο, υπογραμμίζοντας όμως ότι, σε κάθε περίπτωση, αρμόδιο να αποφανθεί περί των σκοπών τους οποίους επιδιώκει πράγματι η εθνική νομοθεσία είναι το αιτούν δικαστήριο.

Το Δικαστήριο συνάγει ότι τα μέτρα που προβλέπει η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση επιδιώκουν θεμιτούς σκοπούς, αφού έχουν σκοπό να διασφαλίσουν στον πληθυσμό της επαρχίας αυτής ποιοτικές, ισόρροπες και προσιτές σε όλους υπηρεσίες ειδικευμένων ιατρών, συμβάλλοντας έτσι στην προστασία της δημόσιας υγείας και, παράλληλα, διαφυλάσσοντας τη δημοσιονομική ισορροπία της κοινωνικής ασφαλίσεως.

Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο τονίζει ότι στα κράτη μέλη αναγνωρίζεται διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας που επιθυμούν να διασφαλίσουν και τον τρόπο επιτεύξεως του επιπέδου αυτού.

Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα μέτρα που προβλέπει η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση είναι κατάλληλα να συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών προστασίας της δημόσιας υγείας και δημοσιονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

Ωστόσο, η εκτίμηση περί του αναγκαίου ή μη των μέτρων αυτών άπτεται του ελέγχου του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει να λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων στην υπόθεση εν προκειμένω.

Τέλος, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ δεν αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας η χορήγηση εθνικής υποτροφίας για τη χρηματοδότηση εκπαιδεύσεως, η οποία παρέχεται σε άλλο κράτος μέλος και καταλήγει στην απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος ιατρός θα ασκήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα στο πρώτο κράτος μέλος για πέντε έτη εντός της δεκαετίας μετά την ολοκλήρωση της ειδικότητας, ειδάλλως επιστρέφει έως το 70 % του ποσού της ληφθείσας υποτροφίας, νομιμοτόκως, εκτός εάν τα προβλεπόμενα με τη ρύθμιση αυτή μέτρα δεν συμβάλλουν πράγματι στην επίτευξη των σκοπών προστασίας της δημόσιας υγείας και δημοσιονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και βαίνουν πέραν αυτού που είναι συναφώς αναγκαίο, το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

[1] Η S. Simma Federspiel ολοκλήρωσε την ιατρική ειδικότητα στη νευροψυχιατρική στην πανεπιστημιακή κλινική του Ίνσμπρουκ από το 1992 έως το 2000. Επομένως, η υπόθεση της κύριας δίκης διέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας 75/363 μέχρι τις 15 Απριλίου 1993, ημερομηνία καταργήσεώς της με την οδηγία 93/16, και από τις διατάξεις της οδηγίας 93/16 μετά την ημερομηνία αυτή.

[2] Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Carbonari κ.λπ., C‑131/97 .

Υποκειμενικά σύνθετες δίκες στις αυτοκινητικές διαφορές - Σειρά ΠΠΔ Νο 5

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η αστική ευθύνη του οδικού μεταφορέα κατά τη CMR