logo-print

Δικαστήριο ΕΕ: Εργαζόμενος που δεν ζήτησε την άδειά του δεν χάνει το δικαίωμα αποζημίωσης κατά τη λύση της σχέσης εργασίας

Το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης κατά τη λύση της εργασιακής σχέσης δεν εξαρτάται από προηγούμενο αίτημα του εργαζομένου

30/05/2018

31/05/2018

ΕΣΔΑ Κατ΄άρθρο ερμηνεία

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Mobbing Ευθύνη λόγω ηθικής παρενόχλησης στην εργασία

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΧΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Στις δημοσιευθείσες την Τετάρτη, 29-05-2018, προτάσεις του επί δύο υποθέσεων, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Yves Bot, προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι εργαζόμενος δεν ζήτησε να λάβει την άδειά του δεν συνεπάγεται αυτομάτως την απώλεια του δικαιώματος χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας.

Εντούτοις, όπως επισημαίνει στις προτάσεις του ο γεν. εισαγγελέας Bot, εφόσον ο εργοδότης αποδείξει ότι επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια προκειμένου να παράσχει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και ότι, παρά τα μέτρα που έλαβε, ο εργαζόμενος δεν άσκησε οικειοθελώς το δικαίωμα αυτό, μολονότι είχε τη δυνατότητα να το ασκήσει κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να αξιώσει την ως άνω αποζημίωση.

Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο πως, κατά τον γενικό εισαγγελέα, η διάταξη του άρθρου 31,  παράγραφος 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ μπορεί να προβληθεί ευθέως από τον εργαζόμενο στο πλαίσιο διαφοράς με τον εργοδότη του προκειμένου να μην εφαρμοστεί εθνική ρύθμιση που εμποδίζει την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, στην περίπτωση που αυτός δεν ήταν σε θέση να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτής.

Ιστορικό των υποθέσεων

Υπόθεση C-619/16

Κατόπιν της λήξεως της πρακτικής ασκήσεως προετοιμασίας για τα νομικά επαγγέλματα (Rechtsreferendariat) στο ομόσπονδο κράτος του Βερολίνου, ο Sebastian W. Kreuziger ζήτησε να του καταβληθεί χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Ειδικότερα, είχε αποφασίσει να μη λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τους πέντε τελευταίους μήνες της ασκήσεώς του. Το αίτημά αυτό απορρίφθηκε, ιδίως διότι η ισχύουσα γερμανική κανονιστική ρύθμιση δεν προβλέπει τέτοιο δικαίωμα αποζημιώσεως. Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή (όπως ερμηνεύεται από ορισμένα εθνικά δικαστήρια), το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέννυται κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς, εφόσον ο εργαζόμενος δεν ζήτησε να το ασκήσει κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Η απόσβεση αυτή του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας. Το Oberverwaltungsgericht Berlin-Brandenburg (ανώτερο διοικητικό δικαστήριο Βερολίνου- Βραδεμβούργου, Γερμανία), ενώπιον του οποίου άσκησε προσφυγή ο S. Kreuziger, υποβάλλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε μια τέτοια εθνική νομοθεσία ή πρακτική.

Υπόθεση C-684/16

Ο Tetsuji Shimizu εργάστηκε στη Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften (ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ιδιωτικού δικαίου) επί δέκα έτη βάσει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Στις 23 Οκτωβρίου 2013, ενημερώθηκε ότι δεν θα ανανεωνόταν η σύμβαση εργασίας του. Συγχρόνως, η Max-Planck-Gesellschaft τον κάλεσε να λάβει την άδειά του πριν από τη λήξη της σχέσεως εργασίας στο τέλος Δεκεμβρίου 2013. Καθότι είχε λάβει μόλις δύο μέρες άδεια, ο T. Shimizu ζήτησε από τη Max-Planck-Gesellschaft την καταβολή αποζημιώσεως για τις 51 ημέρες υπολοίπου μη ληφθείσας ετήσιας άδειας για τα δύο τελευταία έτη. Δεδομένου ότι η Max-Planck-Gesellschaft αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό, ο T. Shimizu προσέφυγε στα γερμανικά δικαστήρια εργατικών διαφορών. Το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) επισημαίνει ότι, κατά τη γερμανική κανονιστική ρύθμιση που εφαρμόζεται στην περίπτωση του T. Shimizu, ο εργαζόμενος οφείλει να ζητήσει να λάβει την άδειά του, αναφέροντας τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ημερομηνία λήψεως, προκειμένου να μην απωλέσει το δικαίωμά του σε άδεια κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς χωρίς καμία αποζημίωση. Το Bundesarbeitsgericht υποβάλλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν το δίκαιο της  Ένωσης αντιτίθεται σε τέτοια κανονιστική ρύθμιση και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν ισχύει το ίδιο και για τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών.

Την 1η Οκτωβρίου 2013, μετά την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πριν κινηθεί οποιαδήποτε ποινική διαδικασία στην Κροατία βάσει των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων, οι κροατικές αρχές εξέδωσαν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εις βάρος του ΑΥ. Ωστόσο, οι ουγγρικές αρχές αρνήθηκαν την εκτέλεση αυτού του εντάλματος συλλήψεως με την αιτιολογία ότι από τις πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους προέκυψε ότι στην Ουγγαρία είχε ήδη κινηθεί, για τις ίδιες πράξεις με εκείνες στις οποίες βασιζόταν το ένταλμα συλλήψεως, ποινική διαδικασία στην οποία δεν δόθηκε συνέχεια από τις ουγγρικές δικαστικές αρχές.

Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα

Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Yves Bot υπενθυμίζει αρχικώς ότι, κατά την οδηγία 2003/88/ΕΚ σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας, κάθε εργαζόμενος δικαιούται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Σκοπός του δικαιώματος αυτού είναι να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να αναπαυθεί και να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα χαλάρωσης και ψυχαγωγίας. Η καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως προς αντικατάσταση της ελάχιστης περιόδου ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών είναι δυνατή μόνον σε περίπτωση λύσεως της εργασιακής σχέσεως.

Ο γενικός εισαγγελέας παραπέμπει επίσης στη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία το δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να θεωρείται ως ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης. Ένα κεκτημένο δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν αποσβέννυται με τη λήξη της περιόδου αναφοράς και/ή της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία περιόδου μεταφοράς, εφόσον ο εργαζόμενος δεν ήταν σε θέση να κάνει χρήση της άδειας αυτής. Επομένως, εργαζόμενος ο οποίος, για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του, δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πριν από τη λύση της σχέσεως εργασίας δικαιούται χρηματική αποζημίωση.

Ο γενικός εισαγγελέας προτείνει ιδίως στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η οδηγία αντιτίθεται σε εθνικές νομοθεσίες ή πρακτικές, όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση, δυνάμει των οποίων εργαζόμενος δεν δικαιούται χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, όταν δεν ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτή ενόσω εργαζόταν και δεν αποδεικνύει ότι του ήταν αδύνατο να λάβει την εν λόγω άδεια για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του, χωρίς να εξετάζεται προηγουμένως το κατά πόσον ο εργοδότης τού είχε πράγματι παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

Ο γενικός εισαγγελέας προτείνει επιπλέον στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι, όταν εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται διαφοράς σχετικά με το δικαίωμα εργαζομένου σε χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, σε αυτό εναπόκειται να ελέγξει κατά πόσον ο εργοδότης αποδεικνύει ότι έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει στον οικείο εργαζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει πραγματικά το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτής. Εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια και ότι, παρά τα μέτρα που έλαβε, ο εργαζόμενος δεν άσκησε, οικειοθελώς και έχοντας πλήρη επίγνωση, το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μολονότι είχε τη δυνατότητα αυτή, ο εν λόγω εργαζόμενος δεν μπορεί να αξιώσει, βάσει της οδηγίας, την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας.

Προς στήριξη της λύσεως αυτής, ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει ότι, κατά το Δικαστήριο, η οδηγία θεσπίζει τον κανόνα ότι ο εργαζόμενος πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να μπορεί να απολαύει πραγματικής αναπαύσεως, χάριν αποτελεσματικής προστασίας της υγείας και της ασφάλειάς του.

Κατά τον γενικό εισαγγελέα, ο εργοδότης φέρει ιδιαίτερη ευθύνη προκειμένου οι εργαζόμενοι που βρίσκονται υπό τη διεύθυνσή του να ασκούν πράγματι το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Ο εργοδότης πρέπει να λαμβάνει συγκεκριμένα οργανωτικά μέτρα που να επιτρέπουν στους εργαζομένους να ασκούν το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να ενημερώνει εγκαίρως τους εργαζομένους περί του ότι, εάν δεν λάβουν πράγματι την άδειά τους, υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η άδεια αυτή στο τέλος της περιόδου αναφοράς ή στο τέλος μιας εγκεκριμένης περιόδου μεταφοράς. Ο εργοδότης πρέπει επίσης να ενημερώνει τους εργαζομένους ότι, εάν δεν λάβουν την άδειά τους κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, ενώ έχουν πράγματι τη σχετική δυνατότητα, δεν θα μπορέσουν να αξιώσουν χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας. Η υποχρέωση με την οποία βαρύνεται ο εργοδότης δεν μπορεί εντούτοις να φθάνει μέχρι το σημείο να τον υποχρεώνει να εξαναγκάζει τους εργαζομένους του σε πραγματική χρήση των περιόδων αναπαύσεως που δικαιούνται.

Κατά τον γενικό εισαγγελέα, πρέπει να διασφαλιστεί ότι η προβλεπόμενη από την οδηγία δυνατότητα αντικαταστάσεως της ελάχιστης περιόδου άδειας μετ’ αποδοχών από δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως δεν θα χρησιμοποιηθεί από τους εργαζομένους ως μέσο που επιτρέπει τη σώρευση των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ώστε να τους καταβληθεί αποζημίωση έναντι αυτών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας. Ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει συναφώς ότι η προστασία της ασφάλειας και της υγείας του εργαζομένου δεν αφορά μόνον το ατομικό του συμφέρον αλλά επίσης και το συμφέρον του εργοδότη του καθώς και το γενικό συμφέρον.

Όσον αφορά την περίπτωση του S. Kreuziger, ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι εάν, κατόπιν εξετάσεως, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι το ομόσπονδο κράτος του Βερολίνου, υπό την ιδιότητά του ως εργοδότης του S. Kreuziger, του παρέσχε τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και ότι, παρά ταύτα, ο S. Kreuziger δεν θέλησε να λάβει την άδειά του πριν από την επιτυχή εξέτασή του στην προφορική δοκιμασία της δεύτερης κρατικής εξετάσεως, το δικαστήριο αυτό μπορεί να κρίνει ότι ορθώς δεν του καταβλήθηκε μια τέτοια αποζημίωση.

Όσον αφορά το ζήτημα ότι οι οδηγίες δεσμεύουν μόνον τα κράτη μέλη που πρέπει να τις μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να εφαρμοστούν ευθέως σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών (όπως στη διαφορά μεταξύ του T. Shimizu και της Max-Planck-Gesellschaft), ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι το δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατοχυρώνεται επίσης στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κατά τον γενικό εισαγγελέα, ο Χάρτης, καθόσον διασφαλίζει σε εργαζόμενο το δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, στην περίπτωση που αυτός δεν ήταν σε θέση να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτής, μπορεί να προβληθεί ευθέως από τον εργαζόμενο στο πλαίσιο διαφοράς με τον εργοδότη του προκειμένου να μην εφαρμοστεί εθνική κανονιστική ρύθμιση που εμποδίζει την καταβολή τέτοιας αποζημιώσεως.

Όσον αφορά συγκεκριμένα την περίπτωση του T. Shimizu, ο γενικός εισαγγελέας σημειώνει ότι, μολονότι η τελική εκτίμηση επί του σημείου αυτού εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Bundesarbeitsgericht, αμφιβάλλει κατά πόσον μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Max-Planck-Gesellschaft επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια ώστε να είναι ο T. Shimizu σε θέση να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν. Ειδικότερα, το μόνο μέτρο που αναφέρεται στη δικογραφία έγκειται στην πρόσκληση που απηύθυνε η Max Planck-Gesellschaft στον T. Shimizu στις 23 Οκτωβρίου 2013 να λάβει την άδειά του, ενώ αυτός κατά τον ίδιο χρόνο ενημερωνόταν ότι δεν θα ανανεωνόταν η σύμβαση εργασίας του. Δεδομένου του περιορισμένου χρόνου που μεσολάβησε από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη το μέτρο αυτό έως την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως ορισμένου χρόνου του T. Shimizu, ήτοι την 31η Δεκεμβρίου 2013, το μέτρο έχει όψιμο χαρακτήρα, γεγονός που δεν επιτρέπει, κατά τον γενικό εισαγγελέα, να θεωρηθεί ως μέτρο κατάλληλο να παράσχει στον εργαζόμενο αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Το πλήρες κείμενο των προτάσεων για τις υποθέσεις C-619/16 και C-684/16 δημοσιεύεται στον ιστότοπο CURIA

Η φορολογική ενημερότητα

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ​

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΤΣΟΣ

Ποινικός Κώδικας Ι
send