logo-print

Όλες οι αλλαγές στο Νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (Ν. 3869/2010)

Αποτροπή κατάχρησης του νόμου από στρατηγικούς κακοπληρωτές - Αναλυτικά οι νέες διατάξεις

12/06/2018

14/07/2018

Το νέο πτωχευτικό δίκαιο των επιχειρήσεων και των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΩΝ - ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΥΓΗΤΙΔΗΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΟΚΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΑΡΟΥΔΑΚΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το νέο πτωχευτικό δίκαιο των επιχειρήσεων και των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΩΝ - ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΥΓΗΤΙΔΗΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΟΚΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΑΡΟΥΔΑΚΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Εκτενείς αλλαγές στον Νόμο 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (νόμος Κατσέλη) περιλαμβάνει το σχέδιο νόμου "Διατάξεις για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων - Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019 - 2022", που κατατέθηκε την Παρασκευή στη Βουλή.

Συγκεκριμένα, οι τροποποιήσεις του Ν. 3869/2010 περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Β' του σχεδίου νόμου.

Διαβάστε επίσης: Αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τον Πτωχευτικό Κώδικα με το νομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις υπαγορεύτηκαν από δύο κυρίως ανάγκες:

α) την αποτροπή κατάχρησης του νόμου από στρατηγικούς κακοπληρωτές, η οποία κατάχρηση οδηγεί σε επιδείνωση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους, αλλά και σε δημιουργία κλίματος καχυποψίας και προκατάληψης σε βάρος όλων όσοι προσφεύγουν στην προστασία του νόμου αυτού, ακόμα κι αν πραγματικά τη χρειάζονται και τη δικαιούνται,

β) τη διόρθωση επιμέρους αστοχιών του νόμου, οι οποίες είτε οδηγούσαν σε αδικίες κατά των οφειλετών ή κατά των πιστωτών είτε εγκυμονούσαν τον κίνδυνο να υποχρεωθεί ο οφειλέτης να καταβάλει ποσά μεγαλύτερα από την ικανότητα αποπληρωμής του που η ίδια η δικαστική απόφαση προσδιόριζε. Δευτερευόντως και εμμέσως, ορισμένες από τις προτεινόμενες διατάξεις (π.χ. η κατάργηση της μέγιστης διάρκειας των προσωρινών διαταγών ή ο αποκλεισμός της δεύτερης αίτησης από δόλια υπερχρεωμένους οφειλέτες) θα συμβάλουν και στη μερική αποφόρτιση των Ειρηνοδικείων και συνακόλουθα στην επιτάχυνση της διαδικασίας.

Διαβάστε επίσης: Η έννοια της "δόλιας περιέλευσης" οφειλέτη σε αδυναμία πληρωμών κατά το «Νόμο Κατσέλη» (ΑΠ 153/2017)

Στη συνέχεια παρατίθενται οι αλλαγές στο Νόμο, συνοδευόμενες από τη σχετική αιτιολογική τους έκθεση:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' Τροποποιήσεις του ν. 3869/2010 (Α' 130)

Άρθρο 56 Πεδίο εφαρμογής

Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς από τους νόμιμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μόνη της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών».

Αιτιολογική:

Όταν αποβιώνει υπερχρεωμένο πρόσωπο, οι κληρονόμοι του πολλές φορές αποδέχονται την κληρονομιά είτε ελπίζοντας ότι θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του κληρονομουμένου είτε επειδή συγκατοικούσαν με τον κληρονομούμενο σε κατοικία ιδιοκτησίας του και θα αντιμετωπίσουν στεγαστικό πρόβλημα σε περίπτωση αποποίησης. Αν στη συνέχεια, δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που πλέον βαρύνουν αυτούς και ζητήσουν την υπαγωγή τους στο ν. 3869/2010, κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν την ένσταση δόλιας περιέλευσής τους σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής μόνο και μόνο για το λόγο ότι αποδέχθηκαν εν γνώσει τους υπερχρεωμένη κληρονομιά. Το φαινόμενο όμως αυτό αφενός συνιστά κοινωνικό πρόβλημα από μόνο του, αφετέρου είναι επιβλαβές για την εθνική οικονομία, αφού δημιουργεί κίνητρο για αποποιήσεις κληρονομιών, με αποτέλεσμα το ενεργητικό του κληρονομουμένου να παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα αναξιοποίητο. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, προβλέπεται ρητά με την προτεινόμενη διάταξη ότι η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς, ακόμα κι αν ο κληρονόμος γνώριζε την υπερχρέωση του κληρονομουμένου κι απέβλεπε στην προστασία της κληρονομιαίας κύριας κατοικίας, δεν συνιστά από μόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής, παρά θα πρέπει να συνδυάζεται με άλλα περιστατικά (π.χ. υπαιτιότητα του κληρονόμου για την υπερχρέωση του κληρονομουμένου). Από την άλλη πλευρά, γενίκευση της διάταξης σε κάθε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, ακόμα κι αν ο κληρονόμος δεν είχε στενή συγγένεια με τον αρχικό οφειλέτη ή κληρονόμησε από διαθήκη, θα έδινε ευκαιρία καταχρήσεων από πρόσωπα, που αποδέχονται την κληρονομιά όχι από ανάγκη ούτε υπό δυσμενείς ψυχολογικές συνθήκες, αλλά βάσει σταθμίσεων και υπολογισμών. Για το λόγο αυτό η εμβέλεια της διάταξης περιορίζεται στην περίπτωση των νόμιμων μεριδούχων, ανεξάρτητα από το αν κληρονομούν από διαθήκη, εξ αδιαθέτου ή από τη νόμιμη μοίρα. Για τις λοιπές περιπτώσεις, τα δικαστήρια θα πρέπει να είναι ελεύθερα να κρίνουν αν η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς εν γνώσει της υπερχρέωσης συνιστά από μόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής.

Άρθρο 57 Διαδικασία προδικαστικού συμβιβασμού

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη να του παραδώσουν, χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνσή του, αναλυτική κατάσταση των οφειλών του προς αυτά, στην οποία θα πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια το ύψος της οφευλής, αναλυόμενο κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, ο αριθμός και η ημερομηνία σύναψης της δανειακής σύμβασης, εφόσον είναι διαθέσιμα, το επιτόκιο με το οποίο εκτοκίζεται η οφειλή, καθώς και το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης».

Αιτιολογική:

Με την προτεινόμενη διάταξη προστίθεται στο περιεχόμενο της αναλυτικής κατάστασης οφειλών που παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα προς τους οφειλέτες τους, ο αριθμός και η ημερομηνία της δανειακής σύμβασης, εφόσον βέβαια είναι διαθέσιμα. Οι πληροφορίες αυτές θα βοηθήσουν τον οφειλέτη να συντάξει το δικόγραφο της αίτησης, χωρίς να χρειάζεται να αναζητεί την ίδια τη σύμβαση.

Άρθρο 58 Κατάθεση αίτησης και εγγράφων

1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 προστίθενται περιπτ. γ' και δ' ως εξής:

«γ) δήλωση του οφειλέτη ότι παρέχει άδεια σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, να διαβιβάζει, έως τη συζήτηση της αίτησης, στους πιστωτές κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση την κίνηση των τραπεζικών του λογαριασμών και των λοιπών τραπεζικών προϊόντων (άρση τραπεζικού απορρήτου του άρθρου 1 του ν. 1059/1971, Α' 270) για τη χρονική περίοδο από πέντε έτη πριν την άσκηση της αίτησης έως την ημέρα της συζήτησής της, καθώς και ότι παρέχει άδεια προς τους πιστωτές, κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση, να προβαίνουν αποκλειστικά για το σκοπό δικαστικής και εξώδικης διαχείρισης της αίτησης σε επεξεργασία και ανταλλαγή των δεδομένων που κατέχουν ή λαμβάνουν από τα πιστωτικά ιδρύματα,

δ) υπεύθυνη δήλωση του οφειλέτη ότι δεν έχει πτωχευτική ικανότητα».

2. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Επιπλέον, εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου, η γραμματεία ελέγχει αν από τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα προκύπτει εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και το είδος αυτής, καθώς και αν από τα αρχεία του Ειρηνοδικείου ή από το Γενικό Αρχείο ή από το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης της παρ. 1 του άρθρου 13 ή από το ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα της παρ. 3 του άρθρου 13 προκύπτει ότι υποβλήθηκε άλλη αίτηση από τον ίδιο οφειλέτη, είτε είναι εκκρεμής είτε όχι. Σε καταφατική περίπτωση η γραμματεία προβαίνει σε σχετική επισημείωση στον φάκελο της αίτησης, η οποία αξιολογείται από το δικαστήριο ή από τον δικαστή που κρίνει το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατά την παρ. 2 του άρθρου 5.».

3. Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει αν ο οφειλέτης έχει ήδη καταθέσει δύο φορές την αίτηση του παρόντος άρθρου και έχει παραιτηθεί ισάριθμες φορές από αυτήν. Ως παραίτηση λογίζεται και η άπρακτη παρέλευση χρονικού διαστήματος τριάντα ημερών από την ματαίωση της συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να έχει ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης.»

4. Στο άρθρο 4 του ν. 3869/2010 προστίθεται παρ. 5α ως εξής:

«5α. Αν η γραμματεία σημειώσει στο φάκελο της αίτησης ότι ο οφειλέτης έχει εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, ο Ειρηνοδίκης αποφασίζει μέσα σε δέκα ημέρες αν μέχρι την ημέρα της επικύρωσης ή της συζήτησης της αναστολής ή της αίτησης του άρθρου 5α θα ισχύει η κατά την παρ. 5 απαγόρευση των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη. Προς το σκοπό αυτό ο Ειρηνοδίκης εξετάζει αποκλειστικά και μόνο τη συνδρομή εμπορικής ή όχι ιδιότητας του οφειλέτη.».

Αιτιολογική:

Με την παρ. 1 υποχρεώνεται ο οφειλέτης να παραιτηθεί του τραπεζικού του απορρήτου, καθώς και να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση περί μη πτωχευτικής ικανότητάς του. Η διάταξη αποσκοπεί στην αποκάλυψη στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι είχαν μεγάλα ποσά κατατεθειμένα σε πιστωτικά ιδρύματα που δεν είναι διάδικοι. Περαιτέρω αποσκοπεί στο να αποτρέψει την άσκηση 

αιτήσεων από πρόσωπα με πτωχευτική ικανότητα, τα οποία επιδιώκουν να επωφεληθούν της αυτοδίκαιης αναστολής εκτέλεσης μέχρι την ημέρα επικύρωσης.

Με την παρ. 2 διευκολύνεται το έργο του δικαστή στη διερεύνηση αιτήσεων είτε από πρόσωπα με εμπορική ιδιότητα είτε από πρόσωπα που ασκούν πολλαπλές αιτήσεις, παράλληλες ή διαδοχικές. Συγκεκριμένα ανατίθεται στη γραμματεία ένας προκαταρκτικός έλεγχος είτε για τυχόν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον προκύπτει από τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα, είτε για άσκηση άλλης αίτησης στο παρελθόν. Ο έλεγχος αυτός είναι αμιγώς επιβοηθητικός, καθώς ο γραμματέας απλώς σημειώνει τις διαπιστώσεις του στο φάκελο της αίτησης, ενώ ο δικαστής θα αποφασίσει τελικά αν ο οφειλέτης έχει εμπορική ιδιότητα ή αν η άσκηση πολλαπλών αιτήσεων συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά.

Με την παρ. 3 προστίθενται δύο εδάφια στην παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010. Με το πρώτο επιδιώκεται να αντιμετωπιστεί η καταχρηστική συμπεριφορά ορισμένων αιτούντων, ενίοτε εμπόρων, οι οποίοι ασκούσαν αίτηση για να επωφεληθούν της αυτοδίκαιης αναστολής καταδιωκτικών μέτρων και την ημέρα επικύρωσης παραιτούνταν του δικογράφου μόνο και μόνο για να επανασκήσουν την αίτηση και να επιτύχουν νέα αυτοδίκαιη αναστολή. Με την προτεινόμενη διάταξη παρέχεται αυτοδίκαιη αναστολή και στη δεύτερη αίτηση, αν ο οφειλέτης έχει παραιτηθεί μία φορά και την επανασκήσει, καθώς η παραίτηση μπορεί να οφείλεται στη διαπίστωση ενός σφάλματος ή στην επιθυμία ένταξης οφειλών προς το Δημόσιο, αν όμως έχει ήδη παραιτηθεί δύο φορές, τότε τυχόν τρίτη αίτηση δεν θα αναστέλλει αυτοδικαίως εκ του νόμου τα καταδιωκτικά μέτρα, παρά θα απαιτείται διαταγή του δικαστή κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010.

Με το δεύτερο προστιθέμενο εδάφιο, αποτρέπεται το ενδεχόμενο διαιώνισης υποθέσεων μέσω ματαίωσης της συζήτησης χωρίς επαναπροσδιορισμό.

Η παρ. 4 επιδιώκει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της καταχρηστικής επίτευξης αυτοδίκαιης αναστολής από πρόσωπα με εμπορική ιδιότητα. Συγκεκριμένα, υπάρχουν, ευτυχώς μεμονωμένες, περιπτώσεις ειρηνοδικείων, στις οποίες η ημέρα επικύρωσης απέχει αρκετά μεγάλο διάστημα σε σχέση με την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης. Στα ειρηνοδικεία αυτά παρατηρήθηκε το φαινόμενο άσκησης αιτήσεων από εμπόρους, προκειμένου να ανασταλούν τα καταδιωκτικά μέτρα για αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα. Για το λόγο αυτό η παρ. 4 προβλέπει ότι, αν η γραμματεία διαπιστώσει εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, τότε θα πρέπει ο Ειρηνοδίκης να κρίνει μέσα σε δέκα ημέρες την εμπορική ή όχι ιδιότητα του οφειλέτη και να αποφασίσει αν θα ισχύει η απαγόρευση των καταδιωκτικών μέτρων μέχρι την ημέρα επικύρωσης. Για να διασφαλιστεί ότι αυτή διαταγή θα εκδοθεί το συντομότερο δυνατό, δεν προβλέπεται υποχρέωση κλήτευσης των διαδίκων, χωρίς πάντως να κωλύεται ο Ειρηνοδίκης να τους καλέσει, εφόσον κρίνει ότι η κλήτευσή τους θα μπορέσει να αποσαφηνίσει το ζήτημα της εμπορικής ιδιότητας, χωρίς να καθυστερήσει την απόφασή του.

Άρθρο 59 Προδικασία

1. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 καταργείται.

2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι μηνιαίες καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, συνυπολογίζονται στις καταβολές της παρ. 2 του άρθρου 8».

3. Η παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Αν ο οφειλέτης καθυστερεί την καταβολή των δόσεων που ορίζονται από τον ειρηνοδίκη, σύμφωνα με την παρ. 2, με συνέπεια το συνολικό ύφος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη, ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επιδώσει στον οφευλέτη εξώδικη όχληση με την οποία τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών. Αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί προσηκόντως, παύει να ισχύει αυτοδικαίως έναντι όλων των πιστωτών η διαταχθείσα αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων και κάθε άλλου ανασταλτικού μέτρου, από την ημέρα που ο θιγόμενος πιστωτής επιδώσει σχετική δήλωση στους υπόλοιπους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την ανωτέρω αναφερόμενη εξώδικη όχληση στον φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από τον αρμόδιο δικαστή την εκ νέου χορήγηση προσωρινής διαταγής αν αποδεικνύει ότι η μη καταβολή των δόσεων οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, μη δυνάμενο να αντιμετωπιστεί με αίτηση μεταρρύθμισης της αρχικής προσωρινής διαταγής, ή ότι ο θιγόμενος πιστωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα των προηγούμενων εδαφίων.»

4. Στο τέλος του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 προστίθεται παρ. 5 ως εξής:

«5. Ο Ειρηνοδίκης ή το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να διατάξει την ανάκληση της προσωρινής διαταγής της παρ. 2 και αν ο οφειλέτης καθυστερεί συστηματικά την καταβολή των δόσεων που ορίζονται με αυτήν, χωρίς το συνολικό ύφος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, οπότε επέρχεται η έννομη συνέπεια της παρ. 4. Οι διάδικοι καλούνται προ δέκα ημερών.».

Αιτιολογική:

Με την παρ. 1 καταργείται η διάταξη που προβλέπει ισχύ της προσωρινής διαταγής το πολύ για έξι μήνες. Δεδομένου ότι με το άρθρο 58 εισάγεται άρση του τραπεζικού απορρήτου, οπότε οι πιστωτές μπορούν να πληροφορηθούν οποιαδήποτε μεταβολή της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη και να ζητήσουν μεταρρύθμιση ή ακόμα και ανάκληση της προσωρινής διαταγής, η διατήρηση της καταργούμενης διάταξης θα οδηγούσε σε ανακύκλωση των υποθέσεων προσωρινής διαταγής και σε υπερφόρτωση των Ειρηνοδικείων χωρίς κάποια ουσιαστική ωφέλεια.

Η παρ. 2 συνδυάζεται με τη ρύθμιση που εισάγει η παρ. 2 του άρθρου 61. Η ισχύουσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 5 σε συνδυασμό με την παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 οδηγούσε σε αξιολογική αντινομία. Αν ένας οφειλέτης κατέβαλλε δυνάμει της προσωρινής διαταγής ποσό μικρότερο από αυτό που όριζε η οριστική απόφαση και από τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης μεσολαβούσε μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε ο οφειλέτης αντιμετώπιζε το εξής πρόβλημα: Οι δόσεις της προσωρινής διαταγής συνυπολογίζονταν στο χρονικό διάστημα της ρύθμισης του άρθρου 8 ν. 3869/2010, επομένως το χρονικό διάστημα των τριών ετών του άρθρου 8 μετρούσε από τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής και συμπληρωνόταν σε μικρό διάστημα από την έκδοση της οριστικής απόφασης. Μετά δε τη συμπλήρωση της τριετίας, καλούνταν ο οφειλέτης να αποπληρώσει εντόκως σε μόλις ένα έτος τη διαφορά, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να υπερβεί την ικανότητα αποπληρωμής του. Αντίθετα, ο οφειλέτης στον οποίο δεν χορηγήθηκε καθόλου προσωρινή διαταγή, πληρώνει το ποσό ακριβώς που αντιστοιχεί στην ικανότητα αποπληρωμής του επί τρία έτη από την έκδοση της οριστικής απόφασης. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η αντινομία, οι προτεινόμενες διατάξεις προβλέπουν ότι το χρονικό διάστημα των τριών ετών θα υπολογίζεται σε κάθε περίπτωση από την έκδοση της οριστικής απόφασης, το δε συνολικό ποσό που καταβλήθηκε δυνάμει της προσωρινής διαταγής θα αφαιρείται από τις καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 ν. 3869/2010, αφού βέβαια διαιρεθεί διά το πλήθος των δόσεων της ρύθμισης. Έτσι διασφαλίζεται αφενός ότι κανείς δεν θα χρειαστεί να υπερβεί την ικανότητα αποπληρωμής του, αφετέρου ότι όποιος κατέβαλε ποσά δυνάμει προσωρινής διαταγής θα περιέρχεται σε καλύτερη θέση από εκείνον που δεν έλαβε προσωρινή διαταγή και δεν κατέβαλε τίποτε.

Με την παρ. 3 αντιμετωπίζονται περιπτώσεις οφειλετών, οι οποίοι λαμβάνουν προσωρινή διαταγή, δεν καταβάλλουν όμως τα ποσά που ορίζει η προσωρινή διαταγή, στηριζόμενοι στο ότι η ανάκληση της προσωρινής διαταγής απαιτεί νέα πράξη του δικαστή, την οποία οι θιγόμενοι πιστωτές θα αποθαρρυνθούν να ζητήσουν λόγω κόστους, ιδίως αν το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη συζήτηση της αίτησης δεν είναι μεγάλο. Προβλέπεται λοιπόν με την προτεινόμενη ρύθμιση ότι με την καθυστέρηση ποσού ίσου με την αξία τριών μηνιαίων δόσεων θα παύει αυτοδικαίως η διαταχθείσα αναστολή, χωρίς να απαιτείται νέα πράξη του δικαστή. Από την άλλη πλευρά, λαμβάνονται ασφαλιστικές δικλείδες τόσο νια την προστασία του οφειλέτη όσο και τη διαφύλαξη του συλλογικού χαρακτήρα της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, πριν την παύση της αναστολής καλείται ο οφειλέτης να εξοφλήσει τις καθυστερούμενες δόσεις εντός τριάντα ημερών, ώστε να έχει μία ακόμα ευκαιρία να διατηρήσει τη διαταχθείσα αναστολή. Αν δεν συμμορφωθεί, τότε ο θιγόμενος πιστωτής επιδίδει τη σχετική δήλωση σε όλους τους πιστωτές, καθώς θα πρέπει αυτοί να είναι ενήμεροι για τη δυνατότητα λήψης ατομικών μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, ώστε να διαφυλάξουν τα δικαιώματά τους. Η λύση αυτή είναι δίκαιη, όταν ο οφειλέτης σκοπίμως παραλείπει την καταβολή των δόσεων, θα πρέπει όμως να ληφθεί μέριμνα τόσο για την περίπτωση, που η ασυνέπεια του οφεύ\έτη οφείλεται σε ανωτέρα βία μη δυνάμενη να αντιμετωπιστεί με αίτηση μεταρρύθμισης της προσωρινής διαταγής, όσο και για την περίπτωση, που ο πιστωτής ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του να προκαλέσει την παύση της αναστολής, π.χ. επειδή άσκησε το δικαίωμά του με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με την ασυνέπεια του οφειλέτη, εισπράττοντας κανονικά τις δόσεις μεγάλου ενδιάμεσου χρονικού διαστήματος. Για τις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται δικαίωμα του οφειλέτη να ζητήσει εκ νέου χορήγηση της προσωρινής διαταγής.

Με την παρ. 4 καλύπτεται η περίπτωση, που ο οφειλέτης είναι συστηματικά ασυνεπής ως προς την καταβολή των δόσεων της προσωρινής διαταγής, φροντίζει όμως να μην συσσωρεύεται ποτέ οφειλή τριών μηνών. Η περίπτωση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική επίκληση της προσωρινής διαταγής από τον οφειλέτη και χρήζει αντιμετώπισης. Δεδομένου ωστόσο ότι η συστηματικότητα της ασυνέπειας απαιτεί διάγνωση και υποκειμενικών στοιχείων, δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη παύση ισχύος της προσωρινής διαταγής σε αυτήν την περίπτωση, αλλά ανάκλησή της από το δικαστή.

Άρθρο 60 Αναστολή καταδιωκτικών μέτρων

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 καταργείται.

2. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 5 εφαρμόζονται αναλόγως.».

3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 καταργείται.

4. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 5 εφαρμόζονται αναλόγως.».

5. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά τα πρώτα δύο εδάφια θεωρείται ότι ουδέποτε επήλθαν αν η αίτηση απορριφθεί τελεσίδικα.».

Αιτιολογική:

Οι παρ. 1 και 3 ευθυγραμμίζουν τις ρυθμίσεις του άρθρου 6 ν. 3869/2010 με την προτεινόμενη ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 9 (κατάργηση της εξάμηνης διάρκειας της απόφασης αναστολής). Εξάλλου οι παρ. 2 και 4 ευθυγραμμίζουν το άρθρο 6 ν. 3869/2010 με την προτεινόμενη ρύθμιση των παρ. 3 και 4 του άρθρου 9. Όσα λοιπόν αναφέρονται προς αιτιολόγηση των ανωτέρω διατάξεων ισχύουν και για το παρόν άρθρο mutatis mutandis.

Με την παρ. 5 προβλέπεται ότι η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά την παρ. 3 του άρθρου 6 ν. 3869/2010 θεωρείται ότι ουδέποτε επήλθαν, αν η αίτηση απορριφθεί τελεσίδικα. Η ρύθμιση είναι εύλογη, καθώς δεν επιτρέπεται να ωφελείται ο οφειλέτης μόνο και μόνο από το γεγονός ότι άσκησε μία αίτηση απορριπτέα, είτε επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προστασίας του βάσει του ν. 3869/2010 είτε επειδή η αίτησή του βαρύνεται με τυπικές πλημμέλειες που την καθιστούν απαράδεκτη.

Άρθρο 61 Δικαστική ρύθμιση χρεών

1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

« Επίσης δεν μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση, εάν η αρχική αίτηση απορρίφθηκε λόγω δόλου του οφειλέτη ως προς την περιέλευσή του σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος ειλικρινούς δήλωσης κατά το άρθρο 10.»

2. Μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Από το ποσό αφαιρείται ό,τι καταβλήθηκε συνολικά σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής του άρθρου 5 ή της απόφασης αναστολής του άρθρου 6, διαιρούμενο διά το πλήθος των δόσεων της παρούσας παραγράφου.»

Αιτιολογική:

Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 προβλέπει ότι, αν η αίτηση του οφειλέτη απορριφθεί, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο ενός έτους. Η δυνατότητα νέας αίτησης είναι εύλογη εφόσον η απόρριψη της προηγούμενης έγινε για ουσιαστικούς λόγους, οι οποίοι μπορεί στη συνέχεια να μεταβληθούν, π.χ. επειδή υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών, που στη συνέχεια μπορεί να εκλείψει, ή επειδή ασκείται εμπορική δραστηριότητα, που στη συνέχεια μπορεί να διακοπεί. Δεν ισχύει όμως το ίδιο όταν η αίτηση απορρίπτεται λόγω δόλιας περιέλευσης του οφειλέτη σε αδυναμία πληρωμής ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος εΛικρινούς δήλωσης. Σε αυτήν την περίπτωση δεν νοείται μεταγενέστερη άρση του λόγου απόρριψης, η δε δυνατότητα επανάσκησης της αίτησης μόνο σε άσκοπη, ή και καταχρηστική από την πλευρά του οφειλέτη, ανακύκλωση υποθέσεων μπορεί να οδηγήσει. Για το λόγο αυτό η παρ. 1 αποκλείει την άσκηση δεύτερης αίτησης στις περιπτώσεις αυτές.

Η παρ. 2 αιτιολογήθηκε παραπάνω, με την παρ. 2 του άρθρου 9.

Άρθρο 62 Προστασία κύριας κατοικίας

1. Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 διαγράφεται η φράση «η οποία θα εκδοθεί εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος».

2. Τα πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο εδάφια της παρ. 2 του άρθρου 9 αντικαθίστανται ως εξής:

«Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Ελληνικό Δημόσιο για τη μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, το οποίο ορίζει η δικαστική απόφαση, ενημερώνοντας σχετικά τους πιστωτές. Η απόφαση του δικαστηρίου επισημαίνει τη δυνατότητα αυτή στον οφειλέτη. Μετά την παρέλευση τριάντα ημερών από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης, οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να υποβάλει την αίτηση του πέμπτου εδαφίου για λογαριασμό του οφειλέτη, ενημερώνοντάς τον εγγράφως. Ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και σε κάθε περίπτωση υποχρεούται στην καταβολή ελάχιστης συνεισφοράς. Η συνεισφορά του Ελληνικού Δημοσίου στο παραπάνω σχέδιο διευθέτησης οφειλών δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τα τρία έτη και καταβάλλεται στους πιστωτές υπό την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης παραμένει συνεπής στην καταβολή της ελάχιστης συνεισφοράς. Αν ο οφειλέτης δεν καταβάλει εγκαίρως τη συνεισφορά του, ο θιγόμενος πιστωτής υποχρεούται να ενημερώσει εγγράφως, περιλαμβανομένου του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το αργότερο μέσα σε ένα μήνα την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Αν ο πιστωτής παραλείψει την ενημέρωση του προηγούμενου εδαφίου και ο οφειλέτης εκπέσει κατά την παρ. 2 του άρθρου 11, τότε ο πιστωτής υποχρεούται να επιστρέψει στο Ελληνικό Δημόσιο με τον νόμιμο τόκο της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α' 170) τα ποσά που αυτό κατέβαλε μετά την ασυνέπεια του οφειλέτη. Καθυστέρηση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει την εγκριθείσα συνεισφορά του ουδέποτε μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση του οφειλέτη κατά την παρ. 2 του άρθρου 11. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια προσδιορισμού του ύψους της συνεισφοράς του Δημοσίου, της ελάχιστης συνεισφοράς του οφειλέτη, καθώς και οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας.».

3. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 9 προστίθενται παρ. 2α και 2β ως εξής:

«2α. Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί να ζητήσει να ληφθεί υπόψη η εμπορική και όχι η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο διορίζει ως πραγματογνώμονα πιστοποιημένο εκτιμητή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών. Τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης βαρύνουν το διάδικο που τη ζητεί. Το αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα είναι απαράδεκτο, αν δεν υποβάλλεται είτε με την αίτηση είτε με αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται τουλάχιστον έξι μήνες πριν την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης. Αν το αίτημα υποβληθεί με την αίτηση, ο Ειρηνοδίκης διορίζει πραγματογνώμονα κατά την ημέρα επικύρωσης. Αν υποβληθεί με αυτοτελές δικόγραφο, ο πραγματογνώμονας διορίζεται με πράξη του αρμόδιου δικαστή, η οποία εκδίδεται μέσα σε 15 ημέρες από την κατάθεσή του, με κλήτευση των διαδίκων πριν από 24 ώρες. Δεν απαιτείται διορισμός πραγματογνώμονα αν οποιοσδήποτε διάδικος προσκομίσει έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή του δεύτερου εδαφίου. Αν το δικαστήριο δεν εξαιρέσει την κύρια κατοικία από τη ρευστοποίηση, τότε για τρία έτη από τη δημοσίευση της απόφασης η τιμή πρώτης προσφοράς κατά τον πλειστηριασμό της δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ορίου αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας κατά τη γ' περίπτ. του πρώτου εδαφίου της παρ. 2. Αν σε δύο διαδοχικούς πλειστηριασμούς, με τιμή πρώτης προσφοράς ίση με το όριο αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας κατά τη γ' περίπτ. του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, δεν γίνει κατακύρωση, τότε ο οφευλέτης μπορεί να ζητήσει μεταρρύθμιση της απόφασης για τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του προκειμένου να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του από τη ρευστοποίηση, εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 2. Στη δίκη της αίτησης μεταρρύθμισης τεκμαίρεται αμάχητα ότι η εμπορική αξία της κατοικίας είναι κατώτερη του ορίου αξίας για την προστασία της κατά τη γ' περίπτ. του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, ενώ ο χρονικός περιορισμός της παρ. 2 κρίνεται με βάση το χρόνο άσκησης της αρχικής αίτησης.

2β. Κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παρ. 2 του άρθρου 8 το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν, στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης.».

4. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 η φράση «παραγράφου αυτής» αντικαθίσταται με τη φράση «παρ. 2».

5. Η παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αν οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της πρωτοβάθμιας απόφασης υπολείπονται αυτών που ορίζονται με τη δευτεροβάθμια, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει άτοκα το ποσό της διαφοράς που υπολείπεται. Το δικαστήριο εντάσσει τη διαφορά αυτή στο σχέδιο διευθέτησης οφευλών ώστε να μην υπερβαίνεται η μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη.».

6. Στο άρθρο 9 του ν. 3869/2010 προστίθεται παρ. 6 ως εξής:

«6. Οι παρ. 3-6 του άρθρου 8 εφαρμόζονται και στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου. Η μεταρρύθμιση της απόφασης γίνεται εντός των ορίων της παρ. 2 του άρθρου 9, όπως αυτή εφαρμόστηκε από τη μεταρρυθμιζόμενη απόφαση.».

Αιτιολογική:

Με την παρ. 1 καταργείται ο χρονικός περιορισμός που ισχύει για την έκδοση της πράξης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 4469/2010. Σκοπός της κατάργησης είναι η παροχή δυνατότητας για τροποποίηση της ήδη εκδοθείσας απόφασης (54/2015, Β' 2740), αν στο μέλλον η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει μία τέτοια τροποποίηση σκόπιμη.

Με την παρ. 2 τροποποιούνται οι διατάξεις για τη συνεισφορά του Ελληνικού Δημοσίου στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών για προστασία της κύριας κατοικίας. Η συνεισφορά αυτή, μολονότι είναι ανεκτίμητο βοήθημα για τους οικονομικά αδύναμους οφειλέτες, δεν έχει βρει την αντίστοιχη απήχηση στην πράξη, καθώς δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση των οφειλετών για τη δυνατότητα αυτή. Για την ενεργοποίηση αυτής της δυνατότητας, η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει τις εξής ρυθμίσεις: α) επισήμανση της δυνατότητας αυτής στην ίδια τη δικαστική απόφαση, που εξαιρεί την κύρια κατοικία από τη ρευστοποίηση" η επισήμανση αυτή έχει ρόλο αμιγώς υπομνηστικό και δεν είναι προϋπόθεση για την αποδοχή του αιτήματος συνεισφοράς από τη Διοίκηση" β) δυνατότητα των ίδιων των πιστωτών να υποβάλουν την αίτηση προς τη Διοίκηση για λογαριασμό του οφειλέτη μετά την παρέλευση τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης.

Παράλληλα, λαμβάνεται μέριμνα, ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του Δημοσίου σε περίπτωση ασυνέπειας του οφειλέτη ως προς την καταβολή της δικής του συνεισφοράς. Προς το σκοπό αυτό προβλέπεται ότι οι πιστωτές οφείλουν να ενημερώνουν τη Διοίκηση, όταν ο οφειλέτης δεν καταβάλει τη δική του συνεισφορά, ώστε το Δημόσιο να διακόψει την καταβολή της συμμετοχής του. Αν, εξαιτίας της μη έγκαιρης ενημέρωσής του, το Δημόσιο συνεχίσει να καταβάλλει τη συνεισφορά του και τελικά ο οφειλέτης λόγω της ασυνέπειάς του εκπέσει από τη ρύθμιση, τότε το Δημόσιο θα μπορεί να αναζητήσει από τον πιστωτή ό,τι κατέβαλε μετά την ασυνέπεια του οφειλέτη.

Επίσης, λαμβάνεται μέριμνα, ώστε ο οφειλέτης να μην υφίσταται δυσμενείς συνέπειες από τυχόν καθυστερήσεις της Διοίκησης ως προς την καταβολή της συνεισφοράς του Δημοσίου. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι η καθυστέρηση του Δημοσίου ως προς την καταβολή της συνεισφοράς του ουδέποτε μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση του οφειλέτη. Σε αυτήν την περίπτωση, εφόσον η συμμετοχή του Δημοσίου έχει εγκριθεί από τη Διοίκηση, θα μπορεί ο πιστωτής να αναζητήσει τη συνεισφορά απευθείας από το Δημόσιο.

Τέλος, διαγράφεται ο χρονικός περιορισμός ως προς την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης που καθορίζει τα κριτήρια προσδιορισμού του ύψους της συνεισφοράς του Δημοσίου και τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Σκοπός είναι και εδώ η παροχή δυνατότητας στη Διοίκηση να τροποποιήσει την υπ' αριθ. 130377/2015 κ.υ.α. (Β' 2723), αν η τροποποίηση κριθεί στο μέλλον σκόπιμη.

Με την παρ. 3 προστίθενται δύο παράγραφοι (2α και 2β) στο άρθρο 9 του ν. 3869/2010.

Με την προστιθέμενη παρ. 2α ν. 3869/2010 εισάγεται μία σημαντική μεταβολή στις προϋποθέσεις για προστασία της κύριας κατοικίας από τη ρευστοποίηση. Η ισχύουσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 εξαρτά την προστασία της κύριας κατοικίας από ένα ανώτατο όριο αντικειμενικής αξίας (180.000 ευρώ, προσαυξανόμενο ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη). Η εξάρτηση από την αντικειμενική αξία μπορεί να οδηγήσει σε αδικίες τόσο κατά του οφειλέτη όσο και κατά των πιστωτών, όταν η εμπορική αξία αποκλίνει από την αντικειμενική είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω. Για το λόγο αυτό δίνεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε διάδικο να ζητήσει η απόφαση του δικαστηρίου για την εξαίρεση ή μη της κύριας κατοικίας να βασιστεί στην εμπορική αξία αυτής. Επειδή τη ζήτημα της προστασίας ή μη της κύριας κατοικίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ο προσδιορισμός της εμπορικής αξίας δεν μπορεί να επαφεθεί σε κάθε αποδεικτικό μέσο, αλλά επιβάλλεται η εμπορική αξία να τεκμηριώνεται με έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή, εγγεγραμμένου  στο οικείο Μητρώο του Υπουργείου Οικονομικών. Δεδομένης της μη επιδίκασης δικαστικής δαπάνης (παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010), είναι επίσης εύλογο η αμοιβή του εκτιμητή να καταβάλλεται από το διάδικο που ζητεί το διορισμό του εκτιμητή ως πραγματογνώμονα, χωρίς πάντως να θίγονται οι διατάξεις για τη νομική βοήθεια (ν. 3226/2004, Α' 24) ή για το ευεργέτημα πενίας (άρθρα 194 έως 204 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος σκόπιμης πρόκλησης καθυστερήσεων από διαδίκους, που θα υποβάλλουν το αίτημα διορισμού πραγματογνώμονα το πρώτον με τις προτάσεις, προκαλώντας έτσι την έκδοση μη οριστικής απόφασης, προβλέπεται ότι, αν ο διάδικος δεν προσκομίζει ήδη έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή, ο διορισμός πραγματογνώμονα από το δικαστήριο θα πρέπει να ζητείται είτε με το δικόγραφο της αίτησης είτε με αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο θα πρέπει να κατατίθεται τουλάχιστον έξι μήνες πριν την ημερομηνία συζήτησης.

Επιπλέον η προστιθέμενη παρ. 2α ν. 3869/2010 λαμβάνει μέριμνα ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να απορρίψει το δικαστήριο το αίτημα προστασίας της κύριας κατοικίας λόγω υψηλής αξίας αυτής, εν συνεχεία όμως αυτή να ρευστοποιηθεί σε τιμή κατώτερη του ορίου προστασίας της. Προς το σκοπό αυτό προβλέπεται ότι το όριο αξίας για προστασία της κύριας κατοικίας τίθεται ως ελάχιστη επιτρεπτή τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό της. Ο περιορισμός αυτός ισχύει μόνο για τρία έτη από τη δημοσίευση της απόφασης, καθώς μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο μεταβολής της αξίας της κατοικίας, η οποία μεταβολή, ως επιγενόμενο περιστατικό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αναφορικά με την τιμή πρώτης προσφοράς, δεν δικαιολογεί όμως αμφισβήτηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης. Αν όμως μέσα το ανωτέρω χρονικό διάστημα υπάρξουν δύο άγονοι πλειστηριασμοί με τιμή πρώτης προσφοράς ίση με το όριο αξίας για προστασία κύριας κατοικίας, τότε είναι προφανές ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αρνήθηκε λόγω υψηλής αξίας την προστασία της. Σε αυτήν την περίπτωση είναι εύλογο η απόφαση να μεταρρυθμιστεί και το δικαστήριο να διατάξει την προστασία της, εφόσον φυσικά συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9, δεσμευόμενο ως προς την εμπορική αξία από το γεγονός των δύο άγονων πλειστηριασμών. Η αίτηση μεταρρύθμισης θα μπορεί να υποβληθεί και μετά την 31/12/2018, εφόσον η αρχική αίτηση είχε υποβληθεί πριν την ημερομηνία αυτή, γιατί σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είχε νόημα η πρόβλεψη της τριετούς προθεσμίας, κατά την οποία ισχύει ο περιορισμός της τιμής πρώτης προσφοράς.

Με την προστιθέμενη παρ. 2β του ν. 3869/2010 ρυθμίζεται το ζήτημα της χρονικής σύμπτωσης της δικαστικής ρύθμισης του άρθρου 8 ν. 3869/2010 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 ν. 3869/2010. Το ζήτημα αυτό φαίνεται να μένει αρρύθμιστο από τον ισχύοντα νόμο. Με αυτόν τον τρόπο όμως: α) είτε θα υποχρεωθούν οι οφειλέτες κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του άρθρου 8 να καταβάλουν ποσά που υπερβαίνουν την ικανότητα αποπληρωμής τους, με ορατό τον κίνδυνο έκπτωσής τους, β) είτε το δικαστήριο θα τοποθετήσει την έναρξη του σχεδίου δυτυθέτησης οφειλών στη λήξη της δικαστικής ρύθμισης, οπότε όμως οι οφειλέτες θα επιβαρυνθούν με τους τόκους του  σχεδίου διευθέτησης και επιπλέον επιμηκύνεται η συνολική περίοδος αποπληρωμής. Για να μη μείνει λοιπόν το ζήτημα αρρύθμιστο και προκειμένου να αποτραπούν και τα δύο ανωτέρω ενδεχόμενα, προβλέπεται ότι το δικαστήριο θα κατανείμει το συνολικό ποσό, που μπορεί να καταβάλλει ο οφειλέτης, μεταξύ της ρύθμισης του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης του άρθρου 9. Κριτήριο νια την κατανομή θα πρέπει να είναι η μη χειροτέρευση της θέσης των πιστωτών σε σχέση με τη θέση που θα είχαν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Αν π.χ. ο οφειλέτης μπορεί να καταβάλλει 500 ευρώ μηνιαίως και η αξία ρευστοποίησης της πρώτης κατοικίας μπορεί να καλυφθεί σε 20 έτη με καταβολή τοκοχρεωλυτικής μηνιαίας δόσης 350 ευρώ, τότε η μηνιαία δόση της ρύθμισης του άρθρου 8 δεν θα μπορεί να υπερβαίνει τα 150 ευρώ ούτε η μηνιαία δόση του σχεδίου διευθέτησης του άρθρου 9 θα μπορεί να υπολείπεται των 350 ευρώ.

Η παρ. 4 επιδιώκει τη σαφήνεια της τροποποιούμενης διάταξης, καθώς προστίθενται παρ. 2α και 2β και η φράση «της παραγράφου αυτής», που υπάρχει στην παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, πρέπει να καταστεί σαφές σε ποια παράγραφο αναφέρεται.

Η παρ. 5 αντιμετωπίζει την περίπτωση που το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατ' έφεση, ορίζει μηνιαία δόση μεγαλύτερη από αυτήν που είχε ορίσει το Ειρηνοδικείο. Η περίπτωση αυτή ομοιάζει με την περίπτωση της διαφοράς δόσης μεταξύ προσωρινής διαταγής και οριστικής απόφασης. Στην τελευταία περίπτωση το ζήτημα αντιμετωπίζεται από την παρ. 2 του άρθρου 59 και την παρ. 2 του άρθρου 1 με τοποθέτηση της έναρξης της τριετίας στη δημοσίευση της οριστικής απόφασης. Υιοθέτηση όμως παρόμοιας ρύθμισης και στην περίπτωση της κατ' έφεση δίκης θα δημιουργούσε ανασφάλεια αναφορικά με την απαλλαγή ή όχι του οφειλέτη και μία επ' άπειρον «ομηρεία» όλων των διαδίκων σε περίπτωση που οποιοσδήποτε από αυτούς ασκήσει έφεση. Για το λόγο αυτό, χωρίς να θίγεται η έναρξη της τριετούς ρύθμισης από την πρωτοβάθμια απόφαση, προβλέπεται ότι η διαφορά θα καταβληθεί, εντασσόμενη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υπερβαίνεται η μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη. Αν π.χ., στο παράδειγμα που αναφέρθηκε στην αιτιολόγηση της προστιθέμενης παρ. 2β του άρθρου 9 ν. 3869/2010, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε ορίσει τη δόση της ρύθμισης του άρθρου 8 στα 150 ευρώ και τη δόση του σχεδίου διευθέτησης του άρθρου 9 στα 350 ευρώ και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προσδιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη στα 600 ευρώ, τότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα κατανείμει τα επιπλέον 100 ευρώ μεταξύ της ρύθμισης του άρθρου 8, του σχεδίου διευθέτησης του άρθρου 9 και της διαφοράς δόσεων μεταξύ πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας απόφασης. Η διάταξη κάνει λόγο για άτοκη εξόφληση της διαφοράς. Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών σε σύγκριση με τη θέση τους σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης ισχύει και σε αυτήν την περίπτωση αναφορικά με το σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Επομένως, μολονότι δεν θα καταβληθεί τόκος επί της διαφοράς, η αφαίρεσή της από την αξία ρευστοποίησης της προστατευόμενης κύριας κατοικίας θα αναχθεί σε όρους καθαρής παρούσας αξίας, λαμβάνοντας υπόψη και τον καθυστερημένο χρόνο καταβολής της.

Με την παρ. 6 δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους διαδίκους να ζητήσουν μεταρρύθμιση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9, εφόσον η μεταρρύθμιση υπαγορεύεται από μεταγενέστερα γεγονότα. Ο ισχύων νόμος προβλέπει μεταρρύθμιση μόνο της ρύθμισης του άρθρου 8, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκαμπτο το σχέδιο διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 και αφενός οι οφειλέτες, που αντιμετωπίζουν κάποια δυσμενή μεταβολή της οικονομικής τους κατάστασης, να βρίσκονται ενώπιον του κινδύνου απώλειας της προστασίας της κύριας κατοικίας τους, αφετέρου οι πιστωτές να υφίστανται ζημία παρά τη βελτίωση των εισοδημάτων του οφειλέτη. Για να διατηρηθεί ο μεταρρυθμιστικός χαρακτήρας του αιτήματος και να μην δοθεί η δυνατότητα καταστρατήγησης των μεταβατικών διατάξεων των νόμων, που κατά καιρούς τροποποίησαν την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, προβλέπεται ρητώς ότι το σχέδιο διευθέτησης οφειλών, και μετά τη μεταρρύθμισή του, θα παραμένει εντός των ορίων που θέτει η παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, όπως αυτό εφαρμόστηκε από τη μεταρρυθμιζόμενη απόφαση. Αν λοιπόν π.χ. η μεταρρυθμιζόμενη απόφαση εφάρμοσε το ν. 4346/2015 (Α' 152) και μερίμνησε για τη μη χειροτέρευση της θέσης των πιστωτών σε σχέση με τη θέση που θα είχαν επί αναγκαστικής εκτέλεσης, ο κανόνας αυτός θα πρέπει να γίνει σεβαστός και από τη μεταρρυθμιστική απόφαση.

Άρθρο 63 Καθήκον ειλικρινούς δήλωσης

Στην παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3869/2010, μετά τη φράση «η αρμόδια υπηρεσία» προστίθεται η φράση «, τα πιστωτικά ιδρύματα».

Αιτιολογική:

Με τη διάταξη αυτή προστίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα στους φορείς που υποχρεούνται να δίνουν στους πιστωτές κάθε χρήσιμη πληροφορία για την οικονομική κατάσταση του οφεΛέτη, ύστερα από αίτηση που διαβιβάζεται μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα. Δεδομένης της άρσης του τραπεζικού απορρήτου κατά τη διάρκεια της δίκης, που εισάγεται με την παρ. 1 του άρθρου 8, η διάταξη διασφαλίζει την πληρέστερη πληροφόρηση των πιστωτών για την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών.

Άρθρο 64 Απαλλαγή από υπόλοιπα χρεών

1. Η παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παρ. 2, 4 και 5 του άρθρου 8 επιφέρει, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την αυτοδίκαιη απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους. Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο, με αίτηση που κοινοποιείται στους πιστωτές και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πιστοποίηση της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των οφειλών.»

2. Η παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Αν ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών, με συνέπεια το συνολικό ύφος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη, ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επιδώσει στον οφειλέτη εξώδικη όχληση με την οποία τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών. Αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί προσηκόντως, εκπίπτει αυτοδικαίως από τη ρύθμιση έναντι όλων των πιστωτών από την ημέρα που ο θιγόμενος πιστωτής επιδώσει σχετική δήλωση στους υπόλοιπους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την ανωτέρω αναφερόμενη εξώδικη όχληση στον φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο την ανατροπή της έκπτωσής του αν αποδεικνύει ότι η μη καταβολή των δόσεων οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, μη δυνάμενο να αντιμετωπιστεί με αίτηση μεταρρύθμισης της απόφασης, ή ότι ο θιγόμενος πιστωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα της παρούσας παραγράφου.»

Αιτιολογική:

Με την παρ. 1 καθίσταται προαιρετική πλέον η απόφαση του Ειρηνοδικείου που πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη. Έτσι απαλλάσσεται ο οφειλέτης από μία διαδικασία, η οποία συνεπάγεται δαπάνες γι' αυτόν, αλλά και αποφορτίζονται τα Ειρηνοδικεία από περιττές δίκες. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, η απαλλαγή του οφειλέτη επέρχεται αυτοδικαίως με την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεών του από την απόφαση ρύθμισης οφεειλών, χωρίς να απαιτείται κάποια πρόσθετη διαδικασία. Διατηρείται πάντως το δικαίωμα του οφειλέτη να ζητήσει την έκδοση απόφασης που θα βεβαιώνει την απαλλαγή του, αν επιθυμεί μία πρόσθετη διασφάλισή του.

Η ρύθμιση της παρ. 2 είναι συναφής με την προτεινόμενη ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 9. Όσα λοιπόν αναφέρονται προς αιτιολόγηση τις ανωτέρω διάταξης ισχύει και για το παρόν άρθρο mutatis mutandis. Επισημαίνεται μόνο ότι σκοπίμως δεν προτείνεται για την έκπτωση από τη ρύθμιση διάταξη παρόμοια με την παρ. 4 του άρθρου 9 (έκπτωση λόγω συστηματικής παράβασης της δικαστικής ρύθμισης), αφού η έκπτωση από ρύθμιση δυνάμει οριστικής απόφασης είναι πολύ σοβαρότερη από την παύση ισχύος μιας προσωρινής διαταγής και επομένως επιβάλλεται να έχει αυστηρότερες προϋποθέσεις.

Άρθρο 65 Δικαιώματα συνοφειλετών

Στο τέλος του άρθρου 12 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Αν όμως ο εγγυητής, ο εις ολόκληρον υπόχρεος ή άλλο δικαιούχο σε αναγωγή πρόσωπο καταβάλει τόσο το τμήμα της οφειλής από την οποία ο οφευ\έτης πρόκειται να απαλλαγεί κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 όσο και μέρος της οφειλής που περιλαμβάνεται στην απόφαση ρύθμισης του άρθρου 8 ή στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9, τότε αυτός υποκαθίσταται αυτοδικαίως για το τελευταίο ποσό στη θέση του πιστωτή στο μέτρο και με τις προϋποθέσεις που η οφειλή αυτή έχει διαμορφωθεί δυνάμει της ρύθμισης ή του σχεδίου διευθέτησης οφειλών που επικυρώθηκε με τη δικαστική απόφαση».

Αιτιολογική:

Με την προτεινόμενη διάταξη καλύπτεται ένα κενό του προϊσχύοντος δικαίου. Η ισχύουσα διάταξη προβλέπει απαλλαγή του οφειλέτη έναντι των εγγυητών, των εις ολόκληρο υπόχρεων ή άλλων δικαιούχων σε αναγωγή. Ο σκοπός της ισχύουσας διάταξης είναι προφανής: αν ο οφειλέτης εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από την απόφαση δικαστικής ρύθμισης και απαλλαγεί από τα υπόλοιπα των οφειλών του, η άσκηση οποιασδήποτε αναγωγικής αξίωσης κατ' αυτού θα ματαίωνε τη βασική επιδίωξη του νόμου για παροχή δεύτερης ευκαιρίας στον οφειλέτη. Δεν προβλέπεται όμως τι ισχύει σε περίπτωση που ο εγγυητής ή ο εις ολόκληρον υπόχρεος καταβάλει στον πιστωτή, πριν την ολοκλήρωση της δικαστικής ρύθμισης, όχι μόνο το τμήμα της οφειλής, από το οποίο πρόκειται να απαλλαγεί ο οφειλέτης μετά την ολοκλήρωση της ρύθμισης, αλλά και τμήμα της οφειλής, που πρόκειται να ικανοποιηθεί από την απόφαση ρύθμισης ή από το σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Σε αυτήν την περίπτωση, η ισχύουσα διάταξη θα οδηγούσε σε απαλλαγή του οφειλέτη πριν την ολοκλήρωση της ρύθμισης, μία λύση που είναι άδικη για τον εγγυητή ή τον εις ολόκληρο υπόχρεο. Για τους παραπάνω λόγους η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει ότι ο εγγυητής, αν καταβάλει όχι μόνο το τμήμα της οφειλής, από το οποίο θα απαλλαγεί ο πρωτοφειλέτης, αλλά και τμήμα της οφειλής που εντάσσεται είτε στη ρύθμιση του άρθρου 8 είτε στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9, τότε υποκαθίσταται στη θέση του πιστωτή, με τους όρους που θα συμμετείχε ο τελευταίος στη ρύθμιση. Η λύση αυτή είναι δίκαιη για τον εγγυητή, χωρίς να επιβαρύνει τη θέση του πρωτοφειλέτη, ο οποίος θα καταβάλει στον εγγυητή τα ίδια ποσά που θα κατέβαλλε στον πιστωτή.

Άρθρο 66 Θάνατος του οφειλέτη

Μετά το άρθρο 12 του ν. 3869/2010 προστίθεται άρθρο 12α ως εξής:

«Άρθρο 12α Θάνατος του οφειλέτη

1. Αν ο οφειλέτης αποβιώσει όσο η αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 4 είναι εκκρεμής, η δίκη καταργείται.

2. Αν ο οφειλέτης αποβιώσει πριν την απαλλαγή του κατά την παρ. 1 του άρθρου 11, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύφος, στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 4, μειωμένο κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον κληρονομούμενο. Η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά τα πρώτα δύο εδάφια της παρ. 3 του άρθρου 6 δεν ανατρέπονται για το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του οφειλέτη.

3. Αν το δικαστήριο είχε διατάξει την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας του κληρονομουμένου από τη ρευστοποίηση, και ο κληρονόμος χρησιμοποιεί το ίδιο ακίνητο ως δική του κύρια κατοικία, μπορεί, εφόσον ασκήσει την αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 4 και συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις παραδοχής της, να ζητήσει την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 9 χωρίς το χρονικό περιορισμό του πρώτου εδαφίου αυτής. Στην περίπτωση αυτή εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με την περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ωστόσο για τον προσδιορισμό του σχεδίου διευθέτησης οφειλών, το ποσό, το οποίο θα λάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό που καταβλήθηκε από τον κληρονομούμενο. Η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης οφευλών του κληρονομουμένου και του κληρονόμου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τη διάρκεια που αναφέρεται στο δέκατο ένατο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9.

4. Η παρ. 3 εφαρμόζεται και όταν ο κληρονομούμενος απεβίωσε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, εφόσον οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 συνέτρεχαν στο πρόσωπο του.»

Αιτιολογική:

Με την προτεινόμενη διάταξη αντιμετωπίζεται η περίπτωση, που ο οφειλέτης αποβιώνει είτε κατά τη διάρκεια της δίκης είτε μετά την έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά πριν την απαλλαγή του. Σε αυτήν την περίπτωση, επειδή η απόφαση ρυθμίζει τις οφειλές με βάση συνθήκες που συντρέχουν στο πρόσωπο του οφειλέτη, η δίκη δεν μπορεί να συνεχιστεί από τους κληρονόμους ούτε η απόφαση μπορεί να ισχύσει αυτομάτως υπέρ των κληρονόμων. Από την άλλη πλευρά, η αναβίωση των οφειλών του κληρονομουμένου οδηγεί σε ανεπιεικείς λύσεις για τους κληρονόμους που χρησιμοποιούν την κληρονομιαία κύρια κατοικία ως δική τους κύρια κατοικία, καθώς αυτοί δεν θα μπορούν μετά την 31/12/2018 να ζητήσουν την προστασία της, έστω κι αν ο κληρονομούμενος είχε ασκήσει αίτηση πριν την ημερομηνία αυτή και πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την προστασία της. Ακόμα κι αν ο οφειλέτης αποβιώσει και ο κληρονόμος ασκήσει δική του αίτηση πριν την ημερομηνία αυτή, ο κληρονόμος θα υποχρεωθεί να καταβάλει εκ νέου το σύνολο της αξίας ρευστοποίησης της κατοικίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι καταβολές του κληρονομουμένου, εκτός φυσικά και αν το άθροισμα των καταβολών του κληρονομουμένου και της αξίας ρευστοποίησης υπερβαίνει το συνολικό ύψος των οφειλών. Αυτά τα προβλήματα προσπαθεί να αντιμετωπίσει η προτεινόμενη ρύθμιση, η οποία προσθέτει άρθρο 12α στο ν. 3869/2010.

Με την παρ. 1 του άρθρου 12α επιβεβαιώνεται ο προσωποπαγής χαρακτήρας της δίκης, με την πρόβλεψη κατάργησής της σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη.

Η παρ. 2 ρυθμίζει το ύψος των οφειλών, που βαρύνουν τον κληρονόμο, αν ο οφειλέτης αποβιώσει είτε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας είτα μετά την έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά πριν την απαλλαγή του κατά την παρ. 1 του άρθρου 11. Οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος που θα βρίσκονταν, αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση, μειωμένο κατά τις καταβολές του κληρονομουμένου. Διατηρείται όμως η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του οφεύ\έτη, καθώς για το χρονικό αυτό διάστημα δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπερημερία του, ούτε άλλωστε είναι εύλογο να διαταραχθεί με αναδρομική ενέργεια η ισορροπία μεταξύ των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις επιβαρύνονται με διαφορετικά επιτόκια, μόνο και μόνο λόγω του θανάτου του οφειλέτη.

Με την παρ. 3 αντιμετωπίζεται η περίπτωση που ο οφειλέτης είχε προστατεύσει δικαστικά την κύρια κατοικία του από τη ρευστοποίηση πλην όμως αποβίωσε πριν την ολοκλήρωση του σχεδίου διευθέτησης οφειλών. Σε αυτήν την περίπτωση δίνεται η δυνατότητα στον κληρονόμο, που πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3869/2010, χρησιμοποιεί την κύρια κατοικία του κληρονομουμένου ως δική του κύρια κατοικία και συντρέχουν στο πρόσωπο του οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιτρέψει τη συνέχιση του σχεδίου διευθέτησης, προσαρμοσμένου φυσικά στη δική του ικανότητα αποπληρωμής. Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών δεν θίγεται ούτε επιτρέπεται η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης του κληρονομουμένου και του κληρονόμου να υπερβαίνουν τη μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια (20 έτη και κατ' εξαίρεση 35 έτη επί συμβάσεων μεγαλύτερης διάρκειας). Ωστόσο ο κληρονόμος θα μπορεί να ζητήσει προστασία της κύριας κατοικίας και μετά την 31/12/2018, η δε αξία ρευστοποίησης, την οποία θα καταβάλει για την προστασία της κύριας κατοικίας, θα μειωθεί κατά τα ποσά που κατέβαλε ο κληρονομούμενος.

Τέλος η παρ. 4 ρυθμίζει την περίπτωση που ο κληρονόμος χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία την κύρια κατοικία του κληρονομουμένου, ο τελευταίος όμως αποβίωσε μετά την άσκηση αίτησης αλλά πριν την έκδοση απόφασης που προστατεύει την κύρια κατοικία του. Στην περίπτωση αυτή ο κληρονόμος δεν χάνει την προστασία της κληρονομιαίας κύριας κατοικίας στο πρόσωπο του με τους όρους της παρ. 3, θα πρέπει όμως το δικαστήριο να κρίνει επιπλέον ότι οι προϋποθέσεις προστασίας της κύριας κατοικίας συνέτρεχαν και στο πρόσωπο του κληρονομουμένου, δηλαδή ότι το αίτημα του κληρονομουμένου για προστασία της θα γινόταν δεκτό, αν η δίκη δεν καταργούταν.

Άρθρο 67 Αρχείο αιτήσεων

Το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο γραμματέας κάθε Ειρηνοδικείου της Επικράτειας με πρόσβαση στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, αποκτά αυτοδικαίως πρόσβαση και στο ως άνω αρχείο για τους σκοπούς του νόμου.».

Αιτιολογική:

Με την προτεινόμενη διάταξη διευκολύνεται η πρόσβαση της γραμματείας των Ειρηνοδικείων στο γενικό αρχείο αιτήσεων του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ώστε να είναι ευχερέστερος ο έλεγχος της ύπαρξης προηγούμενων αιτήσεων από τον ίδιο οφειλέτη, εκκρεμών ή μη, τον οποίο εισάγει η παρ. 2 του άρθρου 8. Τον ίδιο σκοπό επιδιώκει και η κατάργηση της δυνατότητας διαγραφής των στοιχείων από το εν λόγω αρχείο μετά την παρέλευση ενός έτους από την αμετάκλητη απόρριψη των αιτήσεων ή την κατάργηση των δικών.

Άρθρο 68 Μεταβατικές διατάξεις

1. Το άρθρο 56 εφαρμόζεται και όταν η αποδοχή κληρονομιάς έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

2. Το άρθρο 57 εφαρμόζεται επί αιτημάτων που υποβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα από την 1η Σεπτεμβρίου 2018. Μέχρι τότε εξακολουθεί να εφαρμόζεται η παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της.

3. Μετά την πάροδο τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η δήλωση της περίπτ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 λογίζεται ότι υποβλήθηκε, στις αιτήσεις που είναι εκκρεμείς σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό, εκτός αν σε αυτό το χρονικό διάστημα ο οφειλέτης παραιτηθεί από την αίτησή του.

4. Οι παρ. 2 και 4 του άρθρου 58 εφαρμόζονται και σε αιτήσεις, που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εφόσον η ημέρα της επικύρωσης κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 απέχει πέραν των δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

5. Το έβδομο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, όπως προστίθεται με την παρ. 3 του άρθρου 58, εφαρμόζεται και στις αιτήσεις, που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

6. Το όγδοο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, όπως προστίθεται με την παρ. 3 του άρθρου 58, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αιτήσεις, εφόσον η συζήτηση ματαιωθεί μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

7. Στις υποθέσεις που ματαιώθηκαν σε πρώτο βαθμό πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, χωρίς να έχει ζητηθεί προσδιορισμός νέας συζήτησης, θεωρείται ότι οι αιτούντες έχουν παραιτηθεί από τις αιτήσεις τους, αν δεν ζητηθεί προσδιορισμός νέας συζήτησης μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Στην προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών.

8. Η παρ. 2 του άρθρου 59, η παρ. 5 του άρθρου 60, η παρ. 2 του άρθρου 61 και οι παρ. 3 και 5 του άρθρου 62 εφαρμόζονται και στις δίκες, που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

9. Η παρ. 3 του άρθρου 59 και οι παρ. 2 και 4 του άρθρου 60 εφαρμόζονται και στις δίκες, που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με την προϋπόθεση ότι: α) η όχληση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 επιδίδεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, β) δεν έχει ήδη ανακληθεί η προσωρινή διαταγή. Εκκρεμείς αιτήσεις ανάκλησης της προσωρινής διαταγής κρίνονται κατά τις ουσιαστικές διατάξεις του παρόντος.

10. Η παρ. 1 του άρθρου 61 εφαρμόζεται και όταν η αίτηση του οφειλέτη απορρίφθηκε πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου σε δεύτερο βαθμό λόγω δόλου του οφειλέτη ως προς την περιέλευσή του σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος ειλικρινούς δήλωσης. Δεν εφαρμόζεται όταν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η αίτηση απορρίφθηκε για τους λόγους αυτούς με απόφαση Ειρηνοδικείου, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο.

11. Οι παρ. 2 και 6 του άρθρου 62 και το άρθρο 66 εφαρμόζονται και σε υποθέσεις, επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος.

12. Σε υποθέσεις, στις οποίες η προσδιορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της αίτησης απέχει λιγότερο από επτά μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν το διορισμό πραγματογνώμονα για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Σε υποθέσεις, στις οποίες η προσδιορισθείσα ημερομηνία συζήτησης απέχει λιγότερο από δύο μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, το αίτημα διορισμού πραγματογνώμονα μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις.

13. Το άρθρο 63 εφαρμόζεται και σε υποθέσεις, επίτων οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφόσον δεν έχει επέλθει απαλλαγή του οφειλέτη από τα υπόλοιπα των οφευ\ών του.

14. Η παρ. 1 του άρθρου 64 εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο οφειλέτης έχει αποπερατώσει τη ρύθμιση των οφειλών του κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.

15. Η παρ. 2 του άρθρου 64 εφαρμόζεται και σε υποθέσεις, επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με την προϋπόθεση ότι: α) η όχληση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 3869/2010 επιδίδεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, β) δεν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση έκπτωσης του οφειλέτη. Εκκρεμείς αιτήσεις έκπτωσης του οφειλέτη κρίνονται κατά τις ουσιαστικές διατάξεις του παρόντος.

16. Το άρθρο 65 εφαρμόζεται και επί αποφάσεων ρύθμισης ή σχεδίων διευθέτησης οφειλών, τα οποία δεν έχουν εκτελεσθεί στο σύνολο τους κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.

Αιτιολογική:

Με την παρ. 1 ορίζεται ότι ο κανόνας, περί μη θεμελίωσης δόλιας υπερχρέωσης μόνο και μόνο στο γεγονός της αποδοχής υπερχρεωμένης κληρονομιάς, ισχύει αναδρομικά και σε αποδοχές που έλαβαν χώρα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται για λόγους ισότητας.

Η ρύθμιση της παρ. 2 επιβάλλεται από την ανάγκη να δοθεί ένας εύλογος χρόνος στα πιστωτικά ιδρύματα να προσαρμόσουν τα μηχανογραφικά τους συστήματα, ώστε να μπορούν να χορηγούν βεβαιώσεις με το πρόσθετο περιεχόμενο που προβλέπει το άρθρο 7.

Με την παρ. 3 ρυθμίζεται το ζήτημα της άρσης του τραπεζικού απορρήτου στις περιπτώσεις των εκκρεμών αιτήσεων. Η απαίτηση προσκόμισης της σχετικής δήλωσης και από τους οφειλέτες εκκρεμών αιτήσεων θα επιβάρυνε δυσανάλογα τις γραμματείες των Ειρηνοδικείων και επιπλέον θα ενείχε τον κίνδυνο απόρριψης αιτήσεων μόνο και μόνο για το λόγο ότι κάποιοι οφειλέτες, ενδεχομένως αμελώς οπωσδήποτε όμως όχι κακόπιστα, θα παρέλειπαν να προσκομίσουν αυτή τη δήλωση. Για το λόγο αυτό προκρίθηκε η λύση να δοθεί μία προθεσμία τριών μηνών, στους οφειλέτες που δεν επιθυμούν την άρση του τραπεζικού απορρήτου, να παραιτηθούν από τις αιτήσεις τους, με αυτόματη άρση του απορρήτου μετά την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας. Με τον τρόπο αυτό αφενός οι πιστωτές θα έχουν την πληροφόρηση που χρειάζονται για την υπεράσπισή τους, αφετέρου εκτιμάται ότι θα αποφορτιστούν τα πινάκια από υποθέσεις στρατηγικών κακοπληρωτών.

Με την παρ. 4 επεκτείνεται ο έλεγχος από τη γραμματεία για την ύπαρξη εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα και για ύπαρξη προηγούμενων αιτήσεων σε ορισμένες εκκρεμείς υποθέσεις. Για να μην επιβαρυνθεί υπερβολικά η γραμματεία των δικαστηρίων, επιλέχθηκαν οι υποθέσεις, στις οποίες ο έλεγχος αυτός θα έχει τη μεγαλύτερη χρησιμότητα: είναι οι υποθέσεις, στις οποίες δεν έχει αποφανθεί ακόμα ο Ειρηνοδίκης για τη χορήγηση ή όχι προσωρινής διαταγής και η ημέρα επικύρωσης απέχει πέραν των δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου. Αν ο Ειρηνοδίκης έχει ήδη αποφανθεί για τη χορήγηση ή όχι προσωρινής διαταγής, τότε η υπόθεση έχει περάσει και από δικαστική βάσανο και από τον έλεγχο των πιστωτών και οπωσδήποτε δεν πρόκειται για την περίπτωση του στρατηγικού κακοπληρωτή που καταχράται την αυτοδίκαιη αναστολή εκτέλεσης. Αν πάλι η ημέρα επικύρωσης απέχει λιγότερο από δύο μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου, τότε το αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα θα διαρκέσει τόσο λίγο, ώστε αξίζει η γραμματείες να επικεντρωθούν σε υποθέσεις με μεγαλύτερο κίνδυνο καταχρήσεων.

Η παρ. 5 επιδιώκει να τερματίσει το αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα (όχι τις χορηγηθείσες προσωρινές διαταγές) των εκκρεμών αιτήσεων, όταν ο οφειλέτης έχει ήδη ασκήσει δύο αιτήσεις και έχει παραιτηθεί από αυτές. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κίνδυνος κατάχρησης είναι τόσο σοβαρός, ώστε η ρύθμιση επιβάλλεται να επεκταθεί και σε εκκρεμείς αιτήσεις.

Οι παρ. 6 και 7 περιέχουν μεταβατικές διατάξεις αναφορικά με τον κανόνα της πλασματικής παραίτησης από την αίτηση, όταν η συζήτηση ματαιωθεί και δεν προσδιοριστεί νέα συζήτηση εντός τριάντα ημερών. Κατά την παρ. 6 ο κανόνας αυτός ισχύει κατ' αρχήν όταν η ματαίωση λάβει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Τούτο είναι εύλογο, καθώς μόνο αν η ματαίωση γίνει μετά από την έναρξη ισχύος είναι οι διάδικοι προϊδεασμένοι για τις συνέπειες της ματαίωσης και μπορεί να απαιτηθεί από αυτούς να βρίσκονται σε εγρήγορση για νέο προσδιορισμό συζήτησης. Επειδή όμως δεν δικαιολογείται να παραμένουν εσαεί σε εκκρεμότητα υποθέσεις που ματαιώθηκαν στο παρελθόν, η παρ. 7 επεκτείνει την πλασματική παραίτηση και σε αυτές τις υποθέσεις, θέτοντας όμως μεγαλύτερη προθεσμία για την επαναφορά τους. Η μεγαλύτερη προθεσμία επιβάλλεται ακριβώς από το γεγονός ότι οι διάδικοι δεν βρίσκονται στην ίδια εγρήγορση όπως στην περίπτωση των μεταγενέστερων ματαιώσεων. Εξάλλου επιβάλλεται ο μη συνυπολογισμός των δικαστικών διακοπών στην προθεσμία αυτή, προκειμένου να μην υποστούν δυσμενείς συνέπειες οι αιτούντες «ξεχασμένων» υποθέσεων που ενδεχομένως έχουν χάσει την επαφή με το δικηγόρο τους και μπορεί να δυσκολευτούν κατά τις δικαστικές διακοπές να προκαλέσουν τον επαναπροσδιορισμό των υποθέσεών τους.

Με την παρ. 8 επεκτείνονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις ορισμένες ρυθμίσεις, των οποίων η άμεση εφαρμογή θα επιλύσει προβλήματα, χωρίς να διαταράξει την ομαλότητα της διαδικασίας. Η άμεση εφαρμογή της ρύθμισης για το συνυπολογισμό των δόσεων δυνάμει της προσωρινής διαταγής στο ποσό (και όχι στο χρόνο) της ρύθμισης του άρθρου 8 ν. 3869/2010 θα αποτρέψει το ενδεχόμενο να κληθούν οι οφειλέτες των εκκρεμών αιτήσεων να υπερβούν την ικανότητα αποπληρωμής τους. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί η άμεση εφαρμογή της ρύθμισης για κατανομή του ποσού που μπορεί να καταβάλλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9, καθώς και της ρύθμισης για την καταβολή της διαφοράς μεταξύ της χαμηλότερης δόσης που ορίζει η πρωτοβάθμια απόφαση και της υψηλότερης δόσης που ορίζει η δευτεροβάθμια απόφαση. Η άμεση εφαρμογή και στις εκκρεμείς αιτήσεις της ρύθμισης, για επιβάρυνση του οφειλέτη απορριπτόμενης αίτησης με τους τόκους του ενδιάμεσου χρονικού διαστήματος, θα διασφαλίσει ότι οι πιστωτές δεν θα ζημιωθούν από αιτήσεις που είναι εκκρεμείς, αλλά απορριπτέες. Η άμεση εφαρμογή της ρύθμισης για προστασία της κύριας κατοικίας βάσει της εμπορικής της αξίας θα αποτρέψει οποιαδήποτε αδικία, εις βάρος οφειλέτη ή πιστωτών, στις εκκρεμείς αιτήσεις.

Με την παρ. 9 προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις για αυτοδίκαιη παύση της προσωρινής διαταγής ή της απόφασης αναστολής, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Επειδή όμως θα ήταν ανεπιεικές οι οφειλέτες, για τους οποίους οι προϋποθέσεις παύσης της προσωρινής διαταγής κατά τον παρόντα νόμο, συνέτρεξαν ήδη στο παρελθόν, να βρεθούν ξαφνικά απροστάτευτοι, χωρίς καμία δυνατότητα αντίδρασης, προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται μόνο εφόσον η όχληση του πιστωτή επιδοθεί μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους οφειλέτες αυτούς να συμμορφωθούν, έστω και εκ των υστέρων. Εξάλλου η επέκταση των ρυθμίσεων για αυτοδίκαιη παύση της προσωρινής διαταγής δεν έχει νόημα, αν οι προσωρινές διαταγές έχουν ήδη ανακληθεί κατ' εφαρμογή του προϊσχύοντος δικαίου. Αν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υπάρχουν εκκρεμείς αιτήσεις ανάκλησης, η κρίση τους κατά τις ουσιαστικές διατάξεις του παρόντος θα οδηγήσει σε δικαιότερες λύσεις.

Η παρ. 10 ρυθμίζει την περίπτωση, που πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η αίτηση του οφειλέτη απορρίφθηκε τελεσίδικα λόγω δόλου του. Αν ο δόλος κρίθηκε επί της ουσίας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, είναι εύλογο να μην επιτραπεί η άσκηση νέας αίτησης από αυτόν τον οφειλέτη, αφού δεν μπορεί να υπήρξε κάποια μεταβολή ως προς την περίσταση αυτή. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις οφειλετών, των οποίων οι αιτήσεις απορρίφθηκαν από το Ειρηνοδικείο λόγω δόλου, οι δε οφειλέτες αυτοί, μολονότι είχαν την επιλογή να ασκήσουν έφεση και ενδεχομένως υπήρχαν και πιθανότητες ευδοκίμησης αυτής, επέλεξαν, είτε προς περιορισμό των εξόδων είτε για άλλο μη μεμπτό λόγο, να μην ασκήσουν έφεση, αλλά νέα αίτηση. Για αυτούς τους οφειλέτες δεν δικαιολογείται η αναδρομική ισχύς της απαγόρευσης άσκησης νέας αίτησης και η νέα αίτησή τους, είτε ασκήθηκε πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, είτε ασκηθεί μετά, θα πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της.

Με την παρ. 11 εφαρμόζονται και επί υποθέσεων με ήδη εκδοθείσες αποφάσεις οι εξής ρυθμίσεις: α) οι ρυθμίσεις για τη συνεισφορά του Δημοσίου, β) η δυνατότητα μεταρρύθμισης του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 και γ) οι ρυθμίσεις για το θάνατο του οφειλέτη. Η εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών και στις εν λόγω περιπτώσεις κρίνεται ότι δεν δημιουργεί κάποια πολυπλοκότητα στις υποθέσεις ή ανασφάλεια δικαίου, αλλά αντιθέτως δίνει λύσεις σε προβλήματα που παρουσιάζονται και σε υποθέσεις με ήδη εκδοθείσες αποφάσεις.

Με την παρ. 12 ρυθμίζεται η δυνατότητα των διαδίκους εκκρεμών αιτήσεων να ζητήσουν το διορισμό εκτιμητή ως πραγματογνώμονα από το δικαστήριο. Η ρύθμιση επιβάλλεται από το ότι σε υποθέσεις, των οποίων επίκειται η συζήτηση, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η τήρηση της εξάμηνης προθεσμίας που τίθεται στην προστιθέμενη παρ. 2α του άρθρου 9 του ν. 3869/2010.

Η παρ. 13 επεκτείνει την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να παρέχουν στους πιστωτές κάθε χρήσιμη πληροφορία ακόμα και όταν έχουν ήδη εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις. Η ρύθμιση αυτή προτείνεται με το σκεπτικό ότι δεν δημιουργεί κάποια πολυπλοκότητα στις υποθέσεις ή ανασφάλεια δικαίου, αλλά αντιθέτως δίνει λύσεις σε προβλήματα που παρουσιάζονται και σε υποθέσεις με ήδη εκδοθείσες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή όμως θα πρέπει επιπροσθέτως να μην έχει επέλθει απαλλαγή του οφειλέτη, αφού ούτως ή άλλως η τροποποιούμενη παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3869/2010 μόνο μέχρι αυτό το χρονικό σημείο εφαρμόζεται.

Η παρ. 14 επεκτείνει την προαιρετικότητα της δικαστικής απόφασης, που πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη, και στις περιπτώσεις ρυθμίσεων που ολοκληρώθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται για λόγους ισότητας.

Η ρύθμιση της παρ. 15 είναι παρόμοια με τη ρύθμιση της παρ. 9. Όσα λοιπόν ειπώθηκαν προς αιτιολόγηση της παρ. 9 ισχύουν και προς αιτιολόγηση της παρ. 15.

Τέλος η παρ. 16, επίσης για λόγους ισότητας, επεκτείνει τη ρύθμιση του άρθρου 65 για τα δικαιώματα των συνοφειλετών, σε όλες τις περιπτώσεις που δεν έχουν ολοκληρωθεί τα σχέδια διευθέτησης οφειλών. Κατά μείζονα λόγο ισχύει η ίδια ρύθμιση όταν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ρυθμίσεις του άρθρου 8 ν. 3869/2010.

Δείτε αναλυτικά το σχέδιο νόμου και την αιτιολογική του έκθεση.

Σχετικοί Τομείς

Λέξεις-Κλειδιά

Το δίκαιο της ψηφιακής οικονομίας

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΉΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΉΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΓΓΛΕΖΑΚΗΣ

Προκαταρκτική εξέταση - ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ)

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΜΑΡΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΥΚΑΚΗΣ