logo-print

“Η άλλη πλευρά” - Μια σειρά των κακώς κειμένων των νομικών σχολών ανά την Ελλάδα: Το πρόγραμμα σπουδών

Τα προγράμματα σπουδών των νομικών σχολών οφείλουν να εκσυγχρονιστούν, ανταποκρινόμενα τόσο στις νέες απαιτήσεις όσο και στις εξελίξεις των κλάδων και των προσεγγίσεών τους

14/10/2019

15/10/2019

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο
Επίτομο Εργατικό Δίκαιο

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΔΕΛΗΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΛΑΣ

Αθανάσιος Πεφτίνας, Ασκούμενος Δικηγόρος Θεσσαλονίκης

Γεώργιος Καράντζιος, Φοιτητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

Στο τρίτο κείμενο της σειράς, θίγουμε ένα από τα πιο κρίσιμα θέματα: το πρόγραμμα σπουδών.

Διαβάστε επίσης: «Η άλλη πλευρά» - Μια σειρά των κακώς κειμένων των νομικών σχολών ανά την Ελλάδα: Οι βιβλιοθήκες και τα βιβλία στις νομικές σπουδές

Ως πρόγραμμα σπουδών εννοούμε το πρόγραμμα μαθημάτων που διδάσκονται ανά έτος, την κατανομή αυτών σε υποχρεωτικά και μη, το περιεχόμενό τους, αλλά και τη διάρθρωση της διδακτέας ύλης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα σπουδών διαφοροποιείται φυσικά από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο. Αδυναμίες που τυχόν εντοπίζονται στη μία σχολή μπορεί να έχουν αντιμετωπιστεί από κάποια άλλη και το αντίστροφο.

Για τον λόγο αυτό στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε σε παθογένειες του προγράμματος σπουδών με μια γενικότητα, χωρίς να αναφερόμαστε σε συγκεκριμένες σχολές, με το ενδεχόμενο οι παθογένειες αυτές να μην ανταποκρίνονται σε κάποια από τις υπάρχουσες παρά μόνο σε μερικές ή σε μία από αυτές. Τούτο διότι θεωρούμε πως -ανεξαρτήτως των διαφοροποιήσεων των σχολών- υπάρχει μια γραμμή που θα έπρεπε να είναι κοινή σε όλες τις σχολές και που θα ανταποκρινόταν περισσότερο τόσο στον στόχο της νομικής κατάρτισης όσο και στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας και των νομικών επαγγελμάτων.

Ένα πρόγραμμα σπουδών πρέπει να επιτυγχάνει τουλάχιστον τους εξής τρεις στόχους: πρώτον, να εισάγει τον νέο φοιτητή στο αντικείμενο σπουδών, δεύτερον να παρέχει με το πέρας της φοίτησης νομική κατάρτιση τέτοια που να μπορεί να σταθεί ως νομικός, τρίτον να έχει ευελιξία προσαρμογής στα αντικείμενα που ενδιαφέρουν τον φοιτητή και με τα οποία φιλοδοξεί να ασχοληθεί και σε επαγγελματικό επίπεδο.

Μια πρώτη παθογένεια του προγράμματος σπουδών αφορά τα μαθήματα εισαγωγής στην επιστήμη του δικαίου και τη σημασία που τους αποδίδεται, τόσο σε επίπεδο διδακτικών ωρών όσο και βαρύτητας στο όλο πρόγραμμα. Βασικός σκοπός των μαθημάτων αυτών -όπως μαρτυρεί και ο επιθετικός προσδιορισμός τους- είναι να “εισάγουν”, δηλαδή να εξοικειώσουν τον νεοεισερχόμενο φοιτητή με τις θεμελιώδεις έννοιες και το περιεχόμενο της επιστήμης του δικαίου, προκειμένου αυτός να αποκτήσει μια εν γένει προαντίληψη για το αντικείμενο της νομικής. Μια προαντίληψη που μπορεί να λειτουργήσει ενισχυτικά κατά τη διαδικασία πραγμάτευσης των επιμέρους κλάδων, οι οποίοι διδάσκονται διεξοδικά στα κατ’ ιδίαν εξάμηνα.

Μια εκ των προτέρων οριοθετημένη και κατηγοριοποιημένη γνώση των εννοιών κάθε κλάδου είναι σε θέση να απλουστεύσει το έργο της κατανόησης και εμπέδωσης της ειδικότερης γνώσης. Δυστυχώς, σήμερα παρατηρείται μια τάση περιθωριοποίησης αυτών των μαθημάτων. Αυτό συμβαίνει αφενός, διότι το πρόγραμμα περιορίζει τη διδασκαλία τους για λίγες ώρες στο πρώτο εξάμηνο και αφετέρου, γιατί στη σκέψη των διδασκόντων, αλλά και των διδασκομένων έχει επικρατήσει να θεωρούνται ως δευτερεύουσας σημασίας μαθήματα. Μια τέτοια πρακτική, όμως, πέραν του ότι φαίνεται να παραγνωρίζει την αξία των “εισαγωγών” στην εκπαιδευτική διαδικασία, επιφέρει και αρνητικά αποτελέσματα στην κατάρτιση των φοιτητών. Έτσι, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις φοιτητών μεγαλύτερων εξαμήνων (ή ακόμη και επί πτυχίω) με βασικά κενά νομικής παιδείας (λ.χ. σε θεμελιώδη ζητήματα οργάνωσης του κράτους, όπως η διάκριση των λειτουργιών ή η ιεραρχία των πηγών του δικαίου, στην επαρκή κατανόηση θεμελιακών εννοιών της νομικής, όπως το έννομο αγαθό ή το δικαίωμα, αλλά και βασικών διακρίσεων, όπως αυτή μεταξύ ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου).

Συνεπώς, είναι απαραίτητο να υπάρξει μια αναθεώρηση της αντίληψης των σχολών για τη θέση αυτών των μαθημάτων εντός του προγράμματος σπουδών με τον επανακαθορισμό του αναγκαίου χρόνου που πρέπει να αφιερώνεται σε μια “χαρτογράφηση” της νομικής. Η δε απόδοση ενός ιδιαίτερου διδακτικού βάρους σ’ αυτά δύναται να αναδείξει (ή ορθότερα να επιβεβαιώσει) με τον καλύτερο τρόπο πως η νομική επιστήμη οφείλει να αντιμετωπίζεται ως “ενιαίο όλον” και επ’ ουδενί ως μια σειρά ξεκομμένων μεταξύ τους πεδίων αναφοράς. 

Όπως ήδη μνημονεύτηκε, το πρόγραμμα σπουδών είναι πρωτίστως ένα πρόγραμμα και, συνεπώς, η ορθολογική διάρθρωσή του αποκτά μεγάλη σημασία. Στην Ελλάδα, εντούτοις, παρατηρείται το φαινόμενο μιας ιδιότυπης ανισοκατανομής των βαρών φοίτησης: συνήθως τα πρώτα δύο έτη σπουδών έχουν ελαφρύ πρόγραμμα ωρών διδασκαλίας και ενίοτε διδακτέας ύλης, ενώ τα τελευταία δύο έτη υπέρμετρα φορτωμένο πρόγραμμα, τόσο σε αριθμό διδακτέων μαθημάτων όσο και ωρών διδασκαλίας και όγκου διδακτέας ύλης. Ως εκ τούτου, συντελείται στα τελευταία έτη των σπουδών μια υπέρογκη πληροφόρηση των φοιτητών, η οποία από παιδαγωγικής πλευράς δεν μπορεί παρά να απολήγει αρνητική για τον διδασκόμενο. Ειδικότερα, ο μεγάλος όγκος των πληροφοριών σε συνδυασμό με τα πολλά -ταυτοχρόνως- διδασκόμενα μαθήματα δυσχεραίνουν τη διαδικασία κατανόησης και εμπέδωσης της γνώσης, λαμβανομένου υπόψη και του ελάχιστου χρονικού πλαισίου τριβής με το εκάστοτε αντικείμενο. Σημειωτέον ότι τα εξάμηνα διδασκαλίας μόνον κατ’ ευφημισμό μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοια, εφόσον ο πραγματικός χρόνος είναι στην καλύτερη περίπτωση τρίμηνος. 

Πέραν της απουσίας, όμως, ενός ισομερούς καταμερισμού των μαθημάτων, το πλήθος των υποχρεωτικών αντικειμένων διδασκαλίας συνιστά έναν εκ των σημαντικότερων λόγων του προβλήματος της μερικής (ή και μηδενικής) αφομοίωσης της νομικής γνώσης. Η διδασκαλία πολλών αντικειμένων θα ήταν επαινετέα, εφόσον τελούσε σε αναλογία με τον πραγματικό χρόνο σπουδών, ο οποίος είναι ως γνωστόν τετραετής. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αξίωση απόκτησης μιας μέσης γνώσης για το σύνολο ενός φάσματος μαθημάτων που εγγίζει περίπου τα πενήντα είναι μάλλον ουτοπική. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις προγραμμάτων που θέτουν ως υποχρεωτικά, μαθήματα που θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται μεταξύ των επιλεγόμενων, λόγω του ιδιαιτέρως τεχνικού χαρακτήρα τους ή της ειδικότητάς τους. Αναμφίβολα, κάθε αντικείμενο νομικής διδασκαλίας είναι εξ ορισμού σημαντικό. Όμως, η διδασκαλία των “πάντων” δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εγγυηθεί πως η γνώση που μεταδίδεται στο αμφιθέατρο θα γίνει και “κτήμα” του φοιτητή. Τούτων δοθέντων, είναι απαραίτητο να διδάσκονται λιγότερα ώστε να μαθαίνονται περισσότερα και να αξιοποιείται ο διαθέσιμος χρόνος όχι σε μια ακατάσχετη παροχή πληροφοριών, αλλά σε μια ποιοτική εμβάθυνση στην καλλιέργεια της νομικής σκέψης. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η νομική είναι μια δυναμική επιστήμη, η οποία στο κανονιστικό της εύρος γνωρίζει αλλεπάλληλες τροποποιήσεις. Σημασία, λοιπόν, έχει ο φοιτητής να μαθαίνει “πως να μαθαίνει”, ούτως ώστε αργότερα να μπορεί ο ίδιος να αποκωδικοποιεί τις νέες πληροφορίες και να ανακαλύπτει νέες γνώσεις.

Επιπρόσθετα, η ποιότητα ενός προγράμματος σπουδών κρίνεται εν πολλοίς και από το κατ’ ιδίαν αντικείμενο της διδασκαλίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναφύεται το ερώτημα του τι πρέπει να διδάσκεται και τι να θεωρείται εξειδικευμένο. Η απάντηση, σαφώς, δεν είναι εύκολη, αλλά ούτε και μονοσήμαντη. Συχνά παρατηρείται πως ο χρόνος που τα προγράμματα αφιερώνουν στη διδασκαλία των γενικών μερών των εκάστοτε κλάδων δεν είναι επαρκής. Και η ανεπάρκεια στον χρόνο εκδηλώνεται κατά τη διδασκαλία των πιο εξειδικευμένων πτυχών του εκάστοτε κλάδου, όπου εμφανίζονται σημαντικά κενά των διδασκομένων που είναι, σαφώς, αδύνατον να καλυφθούν διδακτικά, παρά την όποια φιλότιμη προσπάθεια από έδρας. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να τεθεί εν αμφιβόλω η σημασία των ειδικών μερών των βασικών κλάδων (όπως λ.χ. του ειδικού ενοχικού, των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, ζωής και περιουσίας κ.τ.λ.), αλλά είναι απαραίτητο να αντιληφθούμε πως η επιτυχής διδασκαλία τους κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα του διδακτικού έργου που προηγήθηκε. Η δε αναζήτηση του αναγκαίου (και, άρα, επαρκούς) χρόνου για εμβάθυνση στο γενικό περίγραμμα του εκάστοτε κλάδου προϋποθέτει την ταυτόχρονη ελάφρυνση του προγράμματος σπουδών από αντικείμενα που, όπως σημειώθηκε παραπάνω, διακρίνονται για τη σε μεγάλο βαθμό ειδικότητά τους. Μια ειδικότητα που μάλλον δυσχεραίνει, παρά εξυπηρετεί τον σκοπό για ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα διδασκαλίας. 

Η λύση που θα προκρίναμε είναι η κάμψη του αυστηρά προκαθορισμένου προγράμματος σπουδών και η μετατόπιση του βάρους από τα υποχρεωτικά μαθήματα στα κατ’ επιλογήν. Όταν λ.χ. στα πενήντα μαθήματα που απαιτούνται για την απόκτηση πτυχίου μόνο τα έξι  αποτελούν μαθήματα επιλογής, δεν μπορούμε παρά να χαρακτηρίσουμε το υπάρχον καθεστώς των κατ’ επιλογήν μαθημάτων ως προσχηματικό. Ένα ευέλικτο πρόγραμμα σπουδών, που θα έδινε μεγαλύτερη ευχέρεια στον φοιτητή να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα πιο εξειδικευμένων μαθημάτων, θα εξασφάλιζε μεγαλύτερη συνάφεια των ενδιαφερόντων του με το αντικείμενο σπουδών του, προσδίδοντας ένα είδος “προσανατολισμού” (αν και όχι stricto sensu ειδικότητας). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται αφενός η καλύτερη ανταπόκριση του προγράμματος σπουδών στα επαγγελματικά ενδιαφέροντα του φοιτητή και αναβαθμίζεται η σημασία του πτυχίου, αφετέρου η βέλτιστη διαχείριση του χρόνου, σε μαθήματα που ο μελλοντικός νομικός επιθυμεί να επενδύσει χρόνο και κόπο πέρα από τα όρια του αναγκαίου για την επιτυχή εξέτασή τους. 

Μια άλλη παθογένεια του προγράμματος σπουδών σχετίζεται με τη διαχρονική διατήρηση του “κλασικού” του χαρακτήρα. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα πως ο προσανατολισμός των εγχώριων νομικών σχολών είναι κατ’ εξοχήν πρακτικός και ίσως “θετικιστικός” στον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται τη νομική επιστήμη. Και στο σημείο τούτο ανακύπτει και πάλι ένα κεφαλαιώδες ερώτημα περί του χαρακτήρα της σχολής που επιζητούμε: αυτής των δικηγόρων ή των νομικών; Η απάντηση στο ερώτημα αναγκαία οφείλει να συσχετιστεί με τις σύγχρονες εξελίξεις γύρω από την ίδια τη νομική επιστήμη, αλλά και την αποστολή που πρέπει να επιτελεί ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα στις μέρες μας. Οι σχολές είναι αναγκαίο να είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πρακτική εφαρμογή των αντικειμένων που διδάσκουν και, άρα, με τα νομικά επαγγέλματα. Όμως, το έργο τους δεν πρέπει να εξαντλείται σ’ έναν τέτοιο σκοπό. Και αυτό διότι, πλην της εκπαιδευτικής του αποστολής, κάθε πανεπιστήμιο οφείλει να επιτελεί και ερευνητική δραστηριότητα, και, άρα, να μορφώνει τους φοιτητές του πολύπλευρα. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να νοείται νομική σχολή που να μην προσφέρει δυνατότητες για διεπιστημονικές προσεγγίσεις στους φοιτητές που το επιθυμούν. Κατ’ αυτή τη λογική, η απουσία μαθημάτων συναφών με τη νομική επιστήμη (όπως λ.χ. των οικονομικών, της ιστορία των θεσμών, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής επιστήμης, ιδίως δε της φιλοσοφίας που τόσο επηρέασε και επηρεάζει τη νομική σκέψη) αποτελεί οπισθοδρόμηση για μια κοινωνική αλλά και ανθρωπιστική επιστήμη, όπως τα νομικά, τα οποία τροφοδοτούνται, αλλά και ανανοηματοδούνται μέσα από την τομή τους με άλλες σχετικές επιστήμες. Ο νομικός είναι, άλλωστε, ο τελευταίος homo universalis, όπως ορθά παρατηρεί ένας καθηγητής.

Συμπερασματικά, η νομική έχει εξελιχθεί και η εποχή που ο νομικός ή ειδικότερα ο δικηγόρος ασχολούταν με πάσης φύσεως υποθέσεις πλέον παρέρχεται, καθώς η εξέλιξη του πλούτου και του όγκου των επιμέρους κλάδων απαιτεί και την αντίστοιχα αυξημένη κατάρτιση. Τα προγράμματα σπουδών των νομικών σχολών οφείλουν να συγχρονιστούν και να εκσυγχρονιστούν ανταποκρινόμενα τόσο στις νέες απαιτήσεις -ακαδημαϊκές και επαγγελματικές- όσο και στις εξελίξεις των κλάδων και των προσεγγίσεών τους.

Διαβάστε επίσης: “Η άλλη πλευρά” - Μια σειρά των κακώς κειμένων των νομικών σχολών ανά την Ελλάδα: Η αξιολόγηση των φοιτητών

Τεχνητή νοημοσύνη, μεταφορές & ευθύνη των μεταφορέων στο Ελληνικό Δίκαιο
Το δικαίωμα υπαναχώρησης στην Πνευματική Ιδιοκτησία - Συμβολές Αστικού Δικαίου Νο 13 21
send