logo-print

Διορισμοί δικαστών σε τμήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας και αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας

Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ: «Τμήματα του δικαστηρίου αυτού μπορεί να μην πληρούν τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης λόγω παραβίασης εθνικών κανόνων για τους διορισμούς δικαστών»

21/04/2021

22/04/2021

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τις δημοσιευθείσες στις 15-04-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Evgeni Tanchev εξέτασε εάν το ενωσιακό δίκαιο αποκλείει τον διορισμό δύο δικαστών στη θέση δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας στο τμήμα έκτακτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων (ΤΕΕΔY) και στο πειθαρχικό τμήμα, αντίστοιχα. 

Ο γεν. εισαγγελέας Tanchev πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφανθεί ότι τα ανωτέρω δύο νεοσυσταθέντα τμήματα του πολωνικού Ανώτατου Δικαστηρίου ενδέχεται να μην πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης στην περίπτωση που οι οικείοι δικαστές διορίστηκαν στις θέσεις αυτές με κατάφωρη παραβίαση των εφαρμοστέων εθνικών κανόνων για τους διορισμούς δικαστών σε αυτό το δικαστήριο. 

Ως εκ τούτου, κατά τον γεν. εισαγγελέα, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει τον πρόδηλο και εσκεμμένο χαρακτήρα της παραβίασης καθώς επίσης και την βαρύτητά της.

Ιστορικό των υποθέσεων

Υπόθεση C-487/19

Ο δικαστής W.Ż. ήταν μέλος και εκπρόσωπος του πρώην πολωνικού Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (ΕΔΣ) και έχει δημοσίως επικρίνει τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις στην Πολωνία που πραγματοποιήθηκαν από το κυβερνών κόμμα. Το 2018 μετατέθηκε από το τμήμα περιφερειακού δικαστηρίου της πόλης Κ. όπου ασκούσε τα καθήκοντα του ως τότε, σε άλλο τμήμα το ίδιου δικαστηρίου. Η μετάθεση αυτή συνιστά εκ των πραγμάτων υποβιβασμό, καθώς μετατέθηκε από το δευτεροβάθμιο τμήμα σε πρωτοβάθμιο τμήμα του δικαστηρίου. Ο W.Ż. άσκησε διοικητική ένσταση κατά της απόφασης μετάθεσης ενώπιον του ΕΔΣ, το οποίο στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 έπαυσε τη διαδικασία ένστασης (η προσβαλλόμενη απόφαση). Στη συνέχεια, κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο W.Ż. άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (Πολωνία)

Κατόπιν της προσφυγής αυτής, ο W.Ż. υπέβαλε αίτηση ζητώντας να εξαιρεθούν από την εκδίκαση της εν λόγω προσφυγής όλοι οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου που είναι μέλη του ΤΕΕΔY. Ισχυρίστηκε ότι το τμήμα αυτό, λόγω της θεσμικής του μορφής και του τρόπου εκλογής των μελών του από το αντισυνταγματικά διορισθέν ΕΔΣ, δεν μπορεί, υπό οποιαδήποτε σύνθεση των παρόντων μελών του, να αποφανθεί επί της προσφυγής κατά τρόπο αμερόληπτο και ανεξάρτητο.

O W.Ż. ισχυρίζεται ότι η πρόταση διορισμού όλων των δικαστών του ΤΕΕΔY τους οποίους αφορά η αίτηση εξαίρεσης περιλαμβανόταν στην υπ’ αριθ. 331/2018 απόφαση του ΕΔΣ, της 28ης Αυγούστου 2018. Κατά της εν λόγω απόφασης στο σύνολό της προσέφυγαν ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Πολωνίας άλλοι μετέχοντες στη διαδικασία διορισμού, ως προς τους οποίους το ΕΔΣ δεν υπέβαλε πρόταση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας για τον διορισμό τους σε θέση δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου. Παρά τις εν εξελίξει διαδικασίες, στις 20 Φεβρουαρίου 2019, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας επέδωσε στον A.S. πράξη διορισμού σε θέση δικαστή του ΤΕΕΔY του Ανώτατου Δικαστηρίου (ο δικαστής υπεύθυνος για την εξέταση της προσφυγής του W.Ż., σε μονομελή σύνθεση). 

Στις 8 Μαρτίου 2019, ακριβώς πριν από την έναρξη της συνεδρίασης του τμήματος αστικών υποθέσεων, το ΤΕΕΔY του Ανώτατου Δικαστηρίου, σε μονομελή σύνθεση αποτελούμενη από τον A.S., και ενώ δεν είχε στη διάθεσή του τη δικογραφία της υπόθεσης, εξέδωσε συναφώς διάταξη απορρίπτοντας την προσφυγή του W.Ż. ως απαράδεκτη. Επιπλέον, το ΤΕΕΔY έκρινε την προσφυγή του W.Ż ως απαράδεκτη παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη κινηθεί διαδικασίες ενώπιον του τμήματος αστικών υποθέσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου από τον W.Ż. για τον αποκλεισμό όλων των δικαστών του ΤΕΕΔΥ.

Yπόθεση C-508/19 

Η M.F. είναι δικαστής επαρχιακού δικαστηρίου στην Πολωνία. Στις 17 Ιανουαρίου 2019, κινήθηκε εις βάρος της πειθαρχική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας της προσάφθηκε ότι ανέχθηκε την υπερβολικά μεγάλη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών και ότι καθυστέρησε να συντάξει το σκεπτικό δικαστικών αποφάσεων. Στις 28 Ιανουαρίου 2019, ο J.M., ως δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ασκών καθήκοντα Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου διευθύνοντος τις εργασίες του πειθαρχικού τμήματος, εξέδωσε διάταξη με την οποία όρισε το πειθαρχικό δικαστήριο ως αρμόδιο να εκδικάσει την εν λόγω υπόθεση σε πρώτο βαθμό.

Η M.F. υποστηρίζει ωστόσο ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί τέτοια διαδικασία εναντίον της, δεδομένου ότι ο J.M. δεν τελεί σε υπηρεσιακή σχέση δικαστή προς Ανώτατο Δικαστήριο, καθόσον δεν διορίστηκε στη θέση δικαστή του πειθαρχικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ο από 20 Σεπτεμβρίου 2018 διορισμός του J.M. δεν παρήγαγε αποτελέσματα, διότι πραγματοποιήθηκε: 1) κατόπιν διαδικασίας επιλογής διεξαχθείσας από το ΕΔΣ, βάσει ανακοίνωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας, η οποία υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας χωρίς προσυπογραφή του πρωθυπουργού· 2) κατόπιν προσφυγής την οποία άσκησε ένας εκ των συμμετεχόντων στη διαδικασία επιλογής ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου κατά απόφασης του ΕΔΣ, η οποία περιλάμβανε πρόταση διορισμού του J.M. στη θέση δικαστή του πειθαρχικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου, και πριν αποφανθεί το δικαστήριο αυτό επί της ασκηθείσας προσφυγής.

Kατόπιν των ανωτέρω, το τμήμα αστικών υποθέσεων (Υπόθεση C-487/18) και το τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών (Υπόθεση C-508/18) του Ανώτατου Δικαστηρίου παρέπεμψαν το ζήτημα στο ΔΕΕ.

Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ

Υπόθεση C-478/19

Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Evgeni Tanchev διαπίστωσε ότι το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δικαστήριο, όπως η μονομελής σύνθεση του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πολωνία), δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε να συνιστά δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως σε περίπτωση κατά την οποία ο οικείος δικαστής έχει διοριστεί κατά κατάφωρη παράβαση της εφαρμοστέας επί των διορισμών δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο νομοθεσίας του κράτους μέλους, ζήτημα του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο

Κατά τον γεν. εισαγγελέα, το αιτούν δικαστήριο πρέπει, συναφώς, να εκτιμήσει τον πρόδηλο και εσκεμμένο χαρακτήρα της παράβασης αυτής, καθώς και τη σοβαρότητά της, και να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο εν λόγω διορισμός πραγματοποιήθηκε: i) παρά την προγενέστερη προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου κατά του πορίσματος του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο περιλάμβανε πρόταση διορισμού του προσώπου αυτού σε θέση δικαστή, που εκκρεμούσε ακόμη κατά τον κρίσιμο χρόνο του διορισμού και/ή ii) μολονότι η εκτέλεση του πορίσματος αυτού ανεστάλη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η δε εν λόγω διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου δεν είχε περατωθεί πριν από την επίδοση της πράξης διορισμού.

Υπόθεση C-508/19

Ο γεν. εισαγγελέας συμπέρανε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε νομίμως συσταθέν δικαστήριο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, πρόσωπο το οποίο διορίστηκε σε θέση δικαστή στο πειθαρχικό τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) δεν πληροί την ως άνω απαίτηση εάν η πράξη του διορισμού του επιδόθηκε κατά κατάφωρη παράβαση των κανόνων που διέπουν τη διαδικασία διορισμού δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάτι το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Στο πλαίσιο της εκτίμησης αυτής, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει τον πρόδηλο και εκ προθέσεως χαρακτήρα καθώς και τη σοβαρότητα των επίμαχων παραβάσεων.

Ο γεν. εισαγγελέας κατέληξε ακόμα στο συμπέρασμα ότι τμήμα δικαστηρίου δεν συνιστά ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, οσάκις οι αντικειμενικές συνθήκες της σύστασης του οικείου οργάνου και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, καθώς και ο τρόπος διορισμού των μελών του, δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του τμήματος αυτού έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης άσκησης επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδει το εν λόγω τμήμα εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, αν τούτο συμβαίνει στην περίπτωση οργάνου όπως είναι το πειθαρχικό τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

Τέλος, ο γεν. εισαγγελέας διαπίστωσε ότι σε τέτοια περίπτωση, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου βάσει των οποίων αποκλειστικώς αρμόδιο να αποφανθεί επί αγωγών, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, είναι το εν λόγω τμήμα, ώστε οι αγωγές αυτές να μπορούν να εκδικαστούν από δικαιοδοτικό όργανο το οποίο πληροί τις προμνησθείσες απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και το οποίο θα ήταν αρμόδιο στον οικείο τομέα, εάν η αρμοδιότητά του δεν αποκλειόταν βάσει των εν λόγω διατάξεων.

Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο των προτάσεων στις υποθέσεις C-478/19 και C-508/19 είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA

Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος
Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας
send