logo-print

Ηλεκτρονικός φάκελος αίτησης ασύλου σε διοικητική αρχή, διαβίβαση σε αρμόδιο δικαστήριο μέσω ηλεκτρονικής ταχυδρομικής θυρίδας και προστασία προσωπικών δεδομένων

ΔΕΕ: Έλλειψη συμφωνίας καθορίζουσας την από κοινού ευθύνη για την επεξεργασία και την τήρηση του αρχείου των δραστηριοτήτων της επεξεργασίας – Νομιμότητα της επεξεργασίας – Δικαίωμα διαγραφής (“δικαίωμα στη λήθη”) – Δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας – Συνεκτίμηση του ηλεκτρονικού φακέλου από εθνικό δικαστήριο – Έλλειψη συγκαταθέσεως του υποκειμένου των δεδομένων

09/05/2022

11/05/2023

Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση
Διαδίκτυο & τεχνητή νοημοσύνη στο ελληνικό δίκαιο

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΚΟΣ

ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Στις 04.05.2023 εκδόθηκε απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επί αίτησης προδικαστικής αποφάσεως που αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, καθώς και των άρθρων 26 και 30 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ).

Η προδικαστική παραπομπή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του UZ, ο οποίος είναι πολίτης τρίτης χώρας, και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Bundesrepublik Deutschland), εκπροσωπούμενης από την Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, Γερμανία), σχετικά με την επεξεργασία της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο εν λόγω πολίτης.

Ιστορικό της υπόθεσης

Στις 7 Μαΐου 2019 ο προσφεύγων της κύριας δίκης υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε.

Για την έκδοση της απορριπτικής αποφάσεως, η ομοσπονδιακή υπηρεσία βασίστηκε στον ηλεκτρονικό φάκελο «MARIS» που κατάρτισε, ο οποίος περιέχει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης.

Ο τελευταίος άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως ενώπιον του Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικού πρωτοδικείου Wiesbaden, Γερμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση. Κατόπιν τούτου, ο ηλεκτρονικός φάκελος «MARIS» διαβιβάστηκε στο εν λόγω δικαστήριο, στο πλαίσιο από κοινού διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 26 του ΓΚΠΔ, μέσω της δικαστικής και διοικητικής ταχυδρομικής θυρίδας (Elektronisches Gerichts-und Verwaltungspostfach), την οποία διαχειρίζεται δημόσιος οργανισμός που υπάγεται στην εκτελεστική εξουσία.

Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι από την αιτιολογική σκέψη 52 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ [οδηγίας σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας] προκύπτει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των διαδικασιών χορηγήσεως διεθνούς προστασίας διέπεται από τον ΓΚΠΔ.

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διατήρησε αμφιβολίες ως προς το αν η τήρηση του ηλεκτρονικού φακέλου που κατάρτισε η ομοσπονδιακή υπηρεσία και η διαβίβαση του εν λόγω φακέλου στο δικαστήριο μέσω της δικαστικής και διοικητικής ταχυδρομικής θυρίδας συνάδουν με τον προαναφερθέντα κανονισμό.

Αφενός, όσον αφορά την τήρηση του ηλεκτρονικού φακέλου, δεν αποδείχθηκε, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι η ομοσπονδιακή υπηρεσία συμμορφώνεται προς το άρθρο 5, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 30 του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα, παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος από το αιτούν δικαστήριο, η ομοσπονδιακή υπηρεσία δεν προσκόμισε πλήρες αρχείο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας σχετικά με τον επίμαχο φάκελο. Πλην όμως, τέτοιο αρχείο έπρεπε να έχει καταρτιστεί κατά τον χρόνο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, ήτοι κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς του διεθνούς προστασίας. Η ομοσπονδιακή υπηρεσία θα πρέπει να ακουστεί επί του ζητήματος της ευθύνης της, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, αφού το Δικαστήριο εκδώσει την απόφασή του επί της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Αφετέρου, όσον αφορά τη διαβίβαση του ηλεκτρονικού φακέλου μέσω της δικαστικής και διοικητικής ταχυδρομικής θυρίδας, η διαβίβαση αυτή συνιστά κατά το αιτούν δικαστήριο «επεξεργασία» των δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 2, του ΓΚΠΔ, η οποία πρέπει να συνάδει με τις αρχές του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, κατά παράβαση του άρθρου 26 του κανονισμού, δεν υφίσταται εθνική ρύθμιση η οποία να διέπει αυτήν τη διαδικασία διαβιβάσεως μεταξύ των διοικητικών αρχών και των δικαστηρίων και η οποία να καθορίζει τις αντίστοιχες ευθύνες των από κοινού υπευθύνων επεξεργασίας, η δε ομοσπονδιακή υπηρεσία δεν προσκόμισε καμία σχετική συμφωνία, και τούτο παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος από το αιτούν δικαστήριο. Επομένως, το εν λόγω δικαστήριο έθεσε το ζήτημα της νομιμότητας της επίμαχης διαβιβάσεως των δεδομένων μέσω της δικαστικής και διοικητικής ηλεκτρονικής ταχυδρομικής θυρίδας.

Ειδικότερα, κατά το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να κριθεί αν η παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 5, 26 και 30 του ΓΚΠΔ, από την οποία απορρέει ο παράνομος χαρακτήρας της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να επισύρει ως κύρωση τη διαγραφή των επίμαχων δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού αυτού, ή τον περιορισμό της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού. Τέτοιες κυρώσεις θα πρέπει, τουλάχιστον, να εξετάζονται σε περίπτωση αιτήματος του υποκειμένου των δεδομένων. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο θα αναγκαζόταν να μετάσχει σε παράνομη επεξεργασία των επίμαχων δεδομένων στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, μόνον η εποπτική αρχή θα μπορούσε να επέμβει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 58 του ΓΚΠΔ, επιβάλλοντας στις εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές διοικητικό πρόστιμο, δυνάμει του άρθρου 83, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 3, του BDSG, το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 83, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού, κανένα διοικητικό πρόστιμο δεν μπορεί να επιβληθεί, σε εθνικό επίπεδο, στις δημόσιες αρχές και στους άλλους δημόσιους οργανισμούς. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν τηρούνται ούτε η οδηγία 2013/32/ΕΕ ούτε ο ΓΚΠΔ.

Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη επεξεργασία δεν εμπίπτει στο άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ, το οποίο επιτρέπει τη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τη θεμελίωση, την άσκηση ή την προάσπιση δικαιωμάτων ενώπιον δικαστηρίου από τον καθού. Βεβαίως, εν προκειμένω, τα δεδομένα χρησιμοποιούνται από την ομοσπονδιακή αρχή για την τήρηση, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του ανωτέρω κανονισμού, νομικής υποχρέωσης η οποία επιβάλλει την επεξεργασία, προβλεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ή για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Ωστόσο, εάν εφαρμοζόταν η συγκεκριμένη διάταξη, τούτο θα ισοδυναμούσε με νομιμοποίηση εις το διηνεκές πρακτικής αντίθετης προς τη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων.

Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε σε ποιο βαθμό δύναται, στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής δραστηριότητάς του, να λάβει υπόψη τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέχονται στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας η οποία εναπόκειται στην εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, αν η τήρηση του ηλεκτρονικού φακέλου ή η διαβίβασή του μέσω της δικαστικής και διοικητικής ταχυδρομικής θυρίδας ήθελε χαρακτηριστεί ως επεξεργασία παράνομη υπό το πρίσμα του ΓΚΠΔ, το αιτούν δικαστήριο θα συμμετείχε, λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω δεδομένα, στην επίμαχη παράνομη επεξεργασία, όπερ θα αντέβαινε στον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ειδικότερα του δικαιώματός τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε επίσης αν το γεγονός ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του ή ότι αντιτάσσεται στη χρήση των προσωπικών του δεδομένων στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας είναι ικανό να επηρεάσει τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως των επίμαχων δεδομένων. Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τα δεδομένα που περιέχονται στον ηλεκτρονικό φάκελο «MARIS» λόγω των παρατυπιών που βαρύνουν την τήρηση και τη διαβίβαση του φακέλου αυτού, δεν υφίσταται καμία νομική βάση, εν αναμονή ενδεχόμενης θεραπείας των εν λόγω παρατυπιών, για να εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως του προσφεύγοντος της κύριας δίκης περί χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να ακυρώσει την επίδικη απόφαση.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικό πρωτοδικείο Wiesbaden) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή,το Δικαστήριο, αφενός, έκρινε ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ, έχουν την έννοια ότι η εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 26 και 30 του κανονισμού, σχετικά, αντιστοίχως, με τη σύναψη συμφωνίας καθορίζουσας την από κοινού ευθύνη για την επεξεργασία και με την τήρηση αρχείου των δραστηριοτήτων επεξεργασίας, δεν συνιστά παράνομη επεξεργασία που παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων δικαίωμα διαγραφής ή περιορισμού της επεξεργασίας, δεδομένου ότι μια τέτοια παράβαση δεν συνεπάγεται, αυτή καθεαυτήν, παραβίαση, από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, της αρχής της «λογοδοσίας» όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού.

Αφετέρου, το Δικαστήριο κατέληξε ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι, όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 26 ή 30 του ΓΚΠΔ, η νομιμότητα της συνεκτιμήσεως τέτοιων δεδομένων από το εθνικό δικαστήριο δεν εξαρτάται από τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος

Ευάγγελος Βενιζέλος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Εργατικό Ποινικό Δίκαιο