logo-print

Μη αναγκαία η ημερομηνία γέννησης για την ταυτοποίηση υποψηφίου σε φοιτητικές εκλογές

Το Διοικητικό Δικαστήριο του Αμβούργου δικαιώνει υποψήφιο που κόπηκε από τις εκλογές επειδή αρνήθηκε να συμπληρώσει την ημερομηνία γέννησής του

17/01/2024

18/01/2024

Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση
Το δίκαιο της ψηφιακής οικονομίας

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΉΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΉΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΓΓΛΕΖΑΚΗΣ

Μια ενδιαφέρουσα απόφαση εξέδωσε το Διοικητικό Εφετείο του Αμβούργου επί αίτησης φοιτητή για την ακύρωση της απόφασης απόρριψης της υποψηφιότητάς του στις εκλογές ανάδειξης εκπροσώπων φοιτητών. Η απόφαση έχει ευρύτερο ενδιαφέρον, καθώς εξετάζει το κατά πόσον είναι πραγματικά αναγκαία η συλλογή της ημερομηνίας γέννησης ενός προσώπου, ως στοιχείο ταυτοποίησης αυτού, μια πρακτική που είναι εξαιρετικά δημοφιλής και στην Ελλάδα.

Ο φοιτητής υπέβαλε την ειδική αίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ.2 του Κανονισμού του Πανεπιστημίου Αμβούργου για τη διενέργεια των εκλογών για την ανάδειξη των εκπροσώπων των φοιτητών (Ordnung der Wahlen zum Studierendenparlament / Wahlordnung – WahlO), χωρίς όμως να συμπληρώσει την ημερομηνία γέννησής του, στοιχείο που ήταν υποχρεωτικό για την έγκριση της υποψηφιότητάς του. Η υποψηφιότητά του απορρίφθηκε και ο φοιτητής προσέφυγε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων του Αμβούργου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως το προσωπικό δεδομένο της ημερομηνίας γέννησής του δεν ήταν αναγκαίο για τον σκοπό για τον οποίο συλλέγονταν τα προσωπικά δεδομένα του.

Η προσφυγή του απορρίφθηκε από το διοικητικό δικαστήριο, για να γίνει δεκτή από το διοικητικό εφετείο του Αμβούργου (Hamburgisches Oberverwaltungsgericht), το οποίο δέχθηκε τους προβληθέντες λόγους της ακύρωσης.

Σύμφωνα με την απόφαση του δευτεροβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου, ο εθνικός νόμος που θεσπίζει συγκεκριμένες προϋποθέσεις και απαιτήσεις ως προς τη συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δεν μπορεί να παραβιάζει το ανώτερης τυπικής ισχύος ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ο Κανονισμός για τη διενέργεια των φοιτητικών εκλογών πράγματι προέβλεπε την υποχρεωτική συμπλήρωση της ημερομηνίας γέννησης των υποψηφίων στις φοιτητικές εκλογές, εκ παραλλήλου με άλλα στοιχεία ταυτοποίησης των προσώπων, όπως το ονοματεπώνυμο, τον αριθμό μητρώου φοιτητή και τη διεύθυνση κατοικίας.

Σκοπός της συλλογής των δεδομένων αυτών ήταν η ταυτοποίηση των υποψηφίων για πολλαπλούς και μη ρητώς προσδιοριζόμενους σκοπούς σχετιζόμενους με την υποψηφιότητά τους, αλλά και τη θητεία τους σε περίπτωση εκλογής τους.

Ωστόσο, σύμφωνα με το γερμανικό δικαστήριο, η πληροφορία της ημερομηνίας γέννησης δεν ήταν αναγκαία για τον σκοπό αυτό, δεδομένου ότι δεν καθίστατο σαφές το γιατί ένας υποψήφιος δεν θα μπορούσε να ταυτοποιηθεί χωρίς την ημερομηνία γέννησης αυτού.

Στην υποθετική περίπτωση όπου τα στοιχεία του προσώπου (ονοματεπώνυμο) κρίνονταν ως ανακριβή, είτε λόγω λάθους στη συμπλήρωσή τους, είτε λόγω αλλαγής ονόματος, θα έπρεπε να γίνει δεκτό είτε πως η ταυτοποίηση θα μπορούσε να γίνει με τη χρήση των υπολοίπων πληροφοριών, είτε πως δεν θα μπορούσε να γίνει ακόμη και με τη χρήση της ημερομηνίας γέννησης. Το δικαστήριο διατύπωσε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το πώς θα μπορούσε η ημερομηνία γέννησης να καταστήσει απολύτως βέβαιη την ταυτότητα ενός προσώπου, όταν η βεβαιότητα αυτή δεν θα μπορούσε να συναχθεί από άλλες ασφαλέστερες πληροφορίες.

Το καθού η αίτηση ίδρυμα προέβαλε τον ισχυρισμό πως το στοιχείο της ημερομηνίας γέννησης είναι αναγκαίο, καθώς αποτελεί τη μοναδική πληροφορία που δεν μπορεί να μεταβληθεί, χωρίς όμως ο ισχυρισμός αυτός να πείσει το δικαστήριο. Σύμφωνα με την κρίση του, μοναδικό αναγνωριστικό στοιχείο αποτελεί και ο αριθμός φοιτητικού μητρώου, ο οποίος επίσης δεν αλλάζει. Ως εκ τούτου, δεν καθίσταται σαφές γιατί απαιτείται και μια δεύτερη πληροφορία, προκειμένου να ταυτοποιείται με βεβαιότητα το φυσικό πρόσωπο που συμπληρώνει αίτηση υποψηφιότητας στις εκλογές.

Το δικαστήριο επικαλέστηκε και υπενθύμισε την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-175/20, όπου και κρίθηκε ότι «κατά πάγια νομολογία, οι παρεκκλίσεις και οι περιορισμοί όσον αφορά την αρχή της προστασίας τέτοιων δεδομένων δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο» (σκ. 73) και ότι «ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ακόμη και όταν ενεργεί στο πλαίσιο της εκπλήρωσης καθήκοντος που του έχει ανατεθεί προς το δημόσιο συμφέρον, δεν μπορεί να προβαίνει, γενικώς και αδιακρίτως, στη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οφείλει να απέχει από τη συλλογή δεδομένων που δεν είναι απολύτως απαραίτητα για τους σκοπούς της επεξεργασίας» (σκ. 74).

Παράλληλα, το δικαστήριο αναφέρθηκε στην αρχή του περιορισμού του σκοπού και επικαλέστηκε την αιτιολογική σκέψη 39 ΓΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία «ιδίως, οι συγκεκριμένοι σκοποί της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σαφείς, νόμιμοι και προσδιορισμένοι κατά τον χρόνο συλλογής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Στο πλαίσιο αυτό, ο καθορισμός των σκοπών της επεξεργασίας καθορίζει και την έκταση της συλλογής των αναγκαίων προσωπικών δεδομένων, ως εκ τούτου συνδέεται με την αρχή της ελαχιστοποίησης, η οποία πρέπει να τηρείται εκ παραλλήλου. Η υποχρέωση της ελαχιστοποίησης δεν μπορεί να παρακάμπτεται δια του καθορισμού σκοπών αδικαιολόγητα ευρέων, ούτως ώστε να καλύπτεται η συλλογή προσωπικών δεδομένων που δεν είναι πραγματικά αναγκαία.

Αοριστία και Νομική Αβασιμότητα της Αγωγής
Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις Η έκδοση
send