logo-print

Διακριτική μεταχείριση λόγω ηλικίας στην πρόσβαση στην εργασία και στην έξοδο από αυτήν

Ο Συνήγορος του Πολίτη επισημαίνει πως οι στερεοτυπικές προσεγγίσεις για την ηλικία και την επίδρασή της οδηγούν στην αντιμετώπιση του ageism ως ηπιότερης σε σχέση με άλλες διακρίσεις

08/07/2024

08/07/2024

Ασφαλιστικά μέτρα και ακίνητα Δημοσιεύματα ΕπαΚ Νο 6
Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις Η έκδοση

Η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας στην απασχόληση αποτελεί μια πραγματικότητα που δεν γίνεται πάντα αντιληπτή ως «διάκριση», με την έννοια της μη αποδοχής της από το δίκαιο και τους κανόνες που θέτουν το πλαίσιο για την παροχή εργασίας. Παραδόξως, αν και το πεδίο της ηλικίας περιλαμβάνεται στα απαγορευμένα πεδία διάκρισης, στους λόγους, δηλαδή, για τους οποίους, τόσο ο ενωσιακός, όσο και ο εθνικός νομοθέτης, απαγορεύουν τη διαφορετική μεταχείριση στην εργασία,[1] συχνά αντιμετωπίζεται ως ηπιότερης μορφής διάκριση, απ’ ό,τι άλλα πεδία, όπως π.χ. οι φυλετικές διακρίσεις.[2] Αυτό οφείλεται κυρίως σε στερεοτυπικές προσεγγίσεις για την ηλικία και την επίδραση που έχει σε όλες τις διαστάσεις του ατομικού και κοινωνικού, συνεπώς και του εργασιακού, βίου. Αποτελεί μια γενικευμένη κοινή αντίληψη ότι η ηλικία επηρεάζει αναπόφευκτα τις σωματικές και πνευματικές ικανότητες και την απόδοση στην εργασία, με αποτέλεσμα να θεωρούνται αποδεκτοί, και συχνά δεδομένοι, ηλικιακοί περιορισμοί που συνδέονται είτε με την είσοδο στην εργασία είτε με την έξοδο από αυτήν. Λαμβάνοντας υπόψη, όμως, πόσο σημαντική είναι η εργασία και απασχόληση, όχι μόνο ως παράγοντας βιοπορισμού, αλλά και ως ουσιώδες στοιχείο της ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου, αφού με αυτήν αξιοποιεί τις σωματικές, πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις και κατοχυρώνει την επαγγελματική και κοινωνική του θέση,[3] θα πρέπει να γίνεται με πολύ προσοχή και φειδώ η επιβολή αυτών των περιορισμών και, όπου είναι δυνατόν, να επιλέγεται η εξατομικευμένη εξέταση της ικανότητας εκτέλεσης συγκεκριμένων καθηκόντων, χωρίς γενικές απαγορεύσεις.

Η νομοθεσία για τις διακρίσεις ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες θεωρεί αποδεκτή την διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, αποδεχόμενη ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγοι που ανάγονται στην άσκηση δημόσιων πολιτικών, και συνεπώς εξυπηρετούν το γενικότερο συμφέρον, υπερισχύουν της θεμιτής, καταρχήν, ατομικής επιδίωξης απόκτησης ή διατήρησης εργασιακής θέσης, ανεξαρτήτως ηλικίας. Έτσι, δεν συνιστά διάκριση η, ειδικώς αιτιολογημένη, διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, εφόσον η μεταχείριση αυτή προβλέπεται στο νόμο προς εξυπηρέτηση σκοπών της πολιτικής της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, τα δε μέσα επίτευξης των σκοπών αυτών είναι πρόσφορα και αναγκαία. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσονται ρητά η καθιέρωση ειδικών συνθηκών για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, ο καθορισμός ελάχιστων ορίων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση σε αυτήν ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, ο καθορισμός ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.[4]

Προβλέπει, επίσης, δυνατότητα εξαίρεσης σε ό,τι αφορά στην ηλικία για την απασχόληση στις ένοπλες δυνάμεις, με το σκεπτικό ότι ο νόμος δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στις ένοπλες δυνάμεις, καθώς και στις αστυνομικές και σωφρονιστικές υπηρεσίες ή τις υπηρεσίες εκτάκτων αναγκών, να προσλαμβάνουν ή να διατηρούν σε θέση απασχόλησης πρόσωπα χωρίς την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια, για την άσκηση όλων των καθηκόντων στα οποία ενδέχεται να κληθούν, λαμβάνοντας υπόψη το θεμιτό στόχο να διατηρηθεί η επιχειρησιακή ετοιμότητα των υπηρεσιών αυτών.[5] H Ελλάδα υιοθέτησε στην εθνική νομοθεσία για τις διακρίσεις την εξαίρεση αυτή για τις ένοπλες δυνάμεις.[6]

Προβλέπεται, ακόμη, ως εν δυνάμει δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση, αυτή που βασίζεται σε χαρακτηριστικό σχετικό με την ηλικία, το οποίο, λόγω της φύσης ή του πλαισίου των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, και εφόσον ο οικείος σκοπός είναι θεμιτός.[7] Η ηλικία, συνήθως, συνδέεται με χαρακτηριστικά όπως η υγεία, η φυσική κατάσταση, η αντοχή, η προσαρμοστικότητα ή η διαθεσιμότητα, τα οποία θεωρούνται μειωμένα σε ορισμένες ηλικιακές ομάδες, αλλά αποτελούν αναγκαία ουσιαστική καθοριστική προϋπόθεση για την άσκηση συγκεκριμένων επαγγελμάτων ή καθηκόντων.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., η θέσπιση ανώτατων ηλικιακών ορίων στην πρόσληψη προσωπικού στα σώματα ασφαλείας ή σε φορείς που ασκούν ανάλογα καθήκοντα έχει κριθεί δικαιολογημένη, και η επιδίωξη του φορέα να διασφαλίσει την ύπαρξη ικανού αριθμού υπαλλήλων για την εκτέλεση απαιτητικών, από πλευράς σωματικών δυνάμεων, καθηκόντων και για αρκούντως μεγάλο χρονικό διάστημα,[8] θεμιτή. Η επιλογή, ωστόσο, ενός συγκεκριμένου ανώτατου ηλικιακού ορίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, ώστε να προκύπτει η προσφορότητα και αναγκαιότητά του, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους, τυχόν μεγαλύτερο ηλικιακό όριο, θα μπορούσε να υπονομεύσει τους στόχους της Υπηρεσίας. Γενικώς, στα θέματα ηλικιακών διακρίσεων, το Δικαστήριο στις περισσότερες αποφάσεις του, είτε αυτές καταλήγουν στην αποδοχή της συνδρομής των όρων παρέκκλισης από την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας είτε όχι, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον εξαιρετικό χαρακτήρα της παρέκκλισης αυτής και εξετάζει διεξοδικά τη συνδρομή κάθε μιας από τις αναγκαίες προϋποθέσεις ξεχωριστά, με βάση τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.

Έχοντας εξετάσει αξιοσημείωτο αριθμό υποθέσεων που σχετίζονται με τις ηλικιακές διακρίσεις στον δημόσιο, ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ο Συνήγορος δεν αρκείται μόνον σε κατασταλτικό έλεγχο των θεσπιζόμενων ανώτατων ορίων ηλικίας για την πρόσβαση στην εργασία, αλλά η δράση του εκτείνεται και στον προληπτικό έλεγχο της νομιμότητας αυτών, υπό την ιδιότητα του φορέα παρακολούθησης και τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, με βάση δημοσιεύματα στον τύπο, επέκειτο αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την πρόσληψη ειδικού ένστολου προσωπικού της δημοτικής αστυνομίας. Κατά το, ως τότε ισχύον, νομοθετικό πλαίσιο, οι υποψήφιοι κλάδων Π.Ε. και Τ.Ε. δεν έπρεπε να έχουν υπερβεί το 30ό έτος της ηλικίας τους και οι υποψήφιοι του κλάδου Δ.Ε., το 26ο έτος. Απευθυνόμενος στο Υπουργείο Εσωτερικών, ο Συνήγορος επισήμανε την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας των τιθέμενων ορίων ηλικίας για τη στάθμιση της αναγκαιότητας και προσφορότητάς τους. Όταν το σχετικό σχέδιο νόμου τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, ο Συνήγορος διαπίστωσε ότι προτεινόταν αύξηση των ανώτατων ορίων ηλικίας (35ο έτος για τους κλάδους Π.Ε. και Τ.Ε., από το προγενέστερο 30ό και 28ο έτος για τον κλάδο Δ.Ε. από το προγενέστερο 26ο). Αν και θεώρησε την εξέλιξη αυτή καταρχήν θετική, ζήτησε να αιτιολογηθεί ειδικώς η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των ανώτατων ηλικιακών ορίων που καθορίζονταν στο σχέδιο νόμου για τους υποψηφίους των κλάδων Π.Ε. και Τ.Ε. και αυτών του κλάδου Δ.Ε., εκφράζοντας την άποψη ότι τέτοια απόκλιση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση των καθηκόντων που θα κληθούν να ασκήσουν οι υποψήφιοι των κλάδων αυτών.

Τελικώς, ψηφίστηκε ο Ν. 5003/2022 (Φ.Ε.Κ. Α’, 230/14.12.2022), στις διατάξεις του οποίου (άρ. 9 παρ. 2α) προβλέφθηκε ενιαίο ηλικιακό όριο το 35ο για όλες τις κατηγορίες προσωπικού[9].[10]

Σε άλλη περίπτωση, η παρέμβαση του Συνηγόρου αφορούσε στο ανώτατο όριο ηλικίας των 28 ετών που προβλέφθηκε σε σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το προσωπικό του αστυνομικού τομέα της Υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας. Ως δικαιολογητικός λόγος για τον καθορισμό του συγκεκριμένου ανώτατου ορίου ηλικίας, προβλήθηκε η «φύση των καθηκόντων» του εν λόγω προσωπικού. Ο Συνήγορος, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα που θα καλούνταν να ασκήσει το προσωπικό του αστυνομικού τομέα, επισήμανε ότι ορισμέ- να από αυτά θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναγκαιότητα καθορισμού ανώτατου ορίου ηλικίας, ωστόσο, δεν προέκυπταν οι λόγοι για τους οποίους τυχόν πρόσληψη ατόμων μεγαλύτερων σε ηλικία, έστω και κατά ελάχιστα έτη, θα έθετε σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια ή θα υπονόμευε τους σκοπούς της Υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας.

Με τη διάταξη του άρ. 7 παρ. 1 του Ν. 4963/2022, το ανώτατο ηλικιακό όριο για το προσωπικό του αστυνομικού τομέα αυξήθηκε και καθορίστηκε στα 30 έτη. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, αναφέρεται ότι το τριακοστό (30ό) έτος της ηλικίας δικαιολογείται επαρκώς από τη φύση των καθηκόντων που πρόκειται να ασκήσουν οι εν λόγω υπάλληλοι. Ωστόσο, ο Συνήγορος θεώρησε την ανωτέρω αιτιολόγηση αόριστη και ασαφή και επανήλθε στο θέμα, ζητώντας τους ακριβείς λόγους που καθιστούν αναγκαίο τον καθορισμό των 30 ετών ως ανώτατο όριο ηλικίας (και όχι, για παράδειγμα, των 35 ετών), λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των καθηκόντων και το γεγονός ότι η φυσική καταλληλότητα διαπιστώνεται ούτως η άλλως με υγειονομικές εξετάσεις και αθλητικές δοκιμασίες.

Τελικώς, στον Ν. 5049/2023 (άρ. 6), το ανώτατο όριο ηλικίας διορισμού για το προσωπικό του αστυνομικού τομέα αυξήθηκε περαιτέρω και καθορίστηκε στο 35ο έτος.[11]

Πέραν των ανωτάτων ορίων ηλικίας που καθορίζονται ως προϋπόθεση πρόσληψης, σε πολλές περιπτώσεις, ειδικές διατάξεις προβλέπουν συγκεκριμένα όρια ηλικίας για την αυτοδίκαιη αποχώρηση από τον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα υπαλλήλων (δημοσίου, αορίστου ή ορισμένου χρόνου). Μια τέτοια ειδική πρόβλεψη τέθηκε υπόψη του Συνηγόρου[12],[13] σχετικά με το προσωπικό του Διπλωματικού Κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών και το προσωπικό άλλων τεσσάρων κλάδων του Υπουργείου,[14] το οποίο αποχωρεί υποχρεωτικά με την συμπλήρωση του 65ου έτους ηλικίας, εφόσον συμπληρώνει 35 έτη πραγματικής συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας, με δυνατότητα παράτασης της παραμονής του ως το 67ο έτος της ηλικίας, μόνον εφόσον δεν έχει συμπληρώσει 35 έτη υπηρεσίας. Αντίθετα, για όλους τους υπόλοιπους κλάδους του Υπουργείου, προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση από την υπηρεσία κατά τη συμπλήρωση του 67ου έτους, χωρίς άλλες προϋποθέσεις. Ο Συνήγορος επισήμανε την ανάγκη διασαφήνισης των ειδικότερων λόγων που υπαγορεύουν την ανάγκη πρόωρης συνταξιοδότησής των υπαλλήλων των 5 κλάδων, σε σχέση με τους υπαλλήλους των υπολοίπων κλάδων, αλλά και εν γένει, των υπαλλήλων του δημοσίου, για τους οποίους δεν τίθεται για τη συνταξιοδότησή τους στο 67ο έτος περιορισμός και σύνδεση με τα έτη υπηρεσίας τους.

Ωστόσο, το Υπουργείο απάντησε ότι η διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους προαναφερόμενους υπαλλήλους ως προς το ανώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αιτιολογείται επαρκώς και δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας ή τη σχετική ρύθμιση της Οδηγίας 2000/78.

Τέλος, ο Συνήγορος εξέτασε υποθέσεις που έθεταν το ζήτημα της μη δυνατότητας απασχόλησης ατόμων άνω των 67 ετών σε Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που παρά τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους δεν θεμελίωναν δικαίωμα συνταξιοδότησης ενώ τους υπολείπονταν ελάχιστα ένσημα (π.χ. έως 3 έτη απασχόλησης). Ο Συνήγορος πρότεινε στο Υπουργείο Εσωτερικών να εξεταστεί η δυνατότητα παραμονής της συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων έως το 70ό έτος, όπως άλλωστε προβλέπεται για τους συμβασιούχους Ι.Δ.Α.Χ..[15] Τελικά, με το άρ. 82 του Ν. 5003/2022, προβλέφθηκε ότι όσοι κατά τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί από το δημόσιο ταμείο ή άλλον ασφαλιστικό φορέα, μπορούν να συμμετέχουν σε διαδικασίες πρόσληψης προσωπικού με σχέση εργασίας Ι.Δ.Ο.Χ. ως το 70ό έτος της ηλικίας τους.[16]

Από την Ετήσια Έκθεση 2023 του Συνηγόρου του Πολίτη

 

[1] Οδηγία 2000/78/ΕΚ για την απαγόρευση των διακρίσεων στην εργασία και την απασχόληση και Ν. 4443/2016 για την ενσωμάτωσή της.

[2] Βλ. Tackling Ageism and Discrimination, Equinet, 2011, σελ. 7 and 13, στον ακόλουθο σύνδεσμο http://www.equineteurope.org/IMG/pdf/age_perspective_merged_-_equinet_en...

[3] Καρακατσάνη/Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1995.

[4] Βλ. Οδηγία 2000/78/ΕΚ, άρθρο 6 παρ. 1 και Ν. 443/2016, άρθρο 6 παρ. 1.

[5] Οδηγία 2000/78/ΕΚ, αιτιολογική σκέψη 18.

[6] Ο όρος «σώματα ασφαλείας» δεν απαντάται στο κείμενο του άρθρου 3 παρ. 4 της Οδηγίας. Είχε ενταχθεί, όμως, στο αρ. 8 παρ. 4 του Ν. 3304/2005, και στη συνέχεια, στο άρθρο 3 παρ. 5 του Ν. 4443/2016, η φράση αυτή απαλείφθηκε, και αντικαταστάθηκε με τον όρο «ένοπλες δυνάμεις» στο άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 4443/2016 («οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στις ένοπλες δυνάμεις καθόσον αφορά σε διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης σχετικής με την Υπηρεσία»).

[7] Βλ. Οδηγία 2000/78/ΕΚ, άρθρο 4 παρ. 1 και Ν. 4443/2016, άρθρο 4 παρ. 1.

[8] Ενδεικτικά, βλ. σκέψεις 41, 43 στην υπόθεση C-229/2008, Wolf (για την άσκηση του επαγγέλματος του πυροσβέστη), σκέψεις 42, 43 και 46 στην υπόθεση C–258/2015, Sorondo (για την άσκηση του επαγγέλματος του αστυνομικού) και σκέψεις 39, 40 στην υπόθεση C–416/2013, VitalPerez (αστυνομικοί τοπικής αστυνομίας).

[9] Στην αιτιολογική έκθεση, διευκρινίστηκε ότι: «… κατόπιν αποδοχής σχετικής παρατήρησης του Συνηγόρου του Πολίτη, αυξάνεται το ανώτατο όριο ηλικίας πρόσληψης δημοτικών αστυνομικών ΔΕ από το αρχικώς ορισθέν (28ο) στο 35ο» (σελ. 138 – 139 της αιτιολογικής έκθεσης).

[10] Φ.Υ. 320461 και 327003.

[11] Φ.Υ. 321392 και 328590.

[12] Το ζήτημα διαφορετικών ηλικιακών ορίων για τους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου είχε τεθεί και το 2016 σε διαφορετική νομική βάση.

[13] Φ.Υ. 318767.

[14] Επιστημονικό προσωπικό της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, το προσωπικό του Κλάδου Εμπειρογνωμόνων, του Κλάδου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων και τέλος, του Κλάδου Συμβούλων και Γραμματέων Επικοινωνίας.

[15] Άρθρο 49 του Π.Δ. 410/1988.

[16] Φ.Υ. 282280 και 308473.

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
Η καταχρηστική άσκηση εμπράγματου δικαιώματος υπό το πρίσμα της αντιφατικής συμπεριφοράς εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου, 2024
send