logo-print

Αποφάσεις εθνικών αρχών εξυγίανσης για πιστωτικά ιδρύματα υπό πτώχευση: Ανεξαρτησία των αρχών αυτών και προσφυγές κατά των αποφάσεων που εκδίδουν (απόφαση ΔΕΕ)

Απόφαση για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων έναντι πιστωτικού ιδρύματος – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής όλων των προσώπων που θίγονται από την απόφαση αυτή – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Απαίτηση περί ταχύτητας του δικαστικού ελέγχου – Διάταξη του εθνικού δικαίου που επιβάλλει τη συνεκδίκαση όλων των προσφυγών – Σώρευση λειτουργιών από την αρχή εξυγίανσης – Διασφάλιση οργανωτικής ανεξαρτησίας

13/12/2024

17/12/2024

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 12.12.2024 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποσαφήνισε τους κανόνες σχετικά με την ανεξαρτησία των εθνικών αρχών εξυγίανσης και τις προσφυγές κατά των αποφάσεων που εκδίδουν έναντι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπό πτώχευση.

Ιστορικό της υπόθεσης

Τον Δεκέμβριο του 2021, η επιτροπή χρηματοπιστωτικής εποπτείας της Πολωνίας διόρισε προσωρινό διαχειριστή, κατά την έννοια του άρθρου 29 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ [οδηγίας για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων], στη Getin Noble Bank με σκοπό τη βελτίωση της κατάστασης της τράπεζας. Τα καθήκοντα αυτά ανατέθηκαν στο πολωνικό ταμείο εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων (BFG). Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, το BFG είναι κυρίως αρμόδιο για την εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων και για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Τον Σεπτέμβριο του 2022, ενόψει του κινδύνου αφερεγγυότητας της Getin Noble Bank, το BFG αποφάσισε, ως αρχή εξυγίανσης, να λάβει μέτρο διαχείρισης κρίσεων το οποίο συνίστατο κατ’ ουσίαν στην υπαγωγή της τράπεζας σε διαδικασία εξυγίανσης. Το εποπτικό συμβούλιο της Getin Noble Bank άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του BFG ενώπιον του αρμόδιου πολωνικού διοικητικού δικαστηρίου. Η νομιμότητα της εν λόγω απόφασης αμφισβητήθηκε επίσης από άλλα πρόσωπα, ιδίως από μετόχους της τράπεζας, κατόχους ομολόγων εκδοθέντων από αυτήν, καθώς και από ιδιώτες που είχαν συνάψει δανειακές συμβάσεις των οποίων το κύρος αμφισβητήθηκε λόγω της ύπαρξης καταχρηστικών ενδεχομένως ρητρών. Συνολικά, ασκήθηκαν περισσότερες από 8.000 προσφυγές, οι οποίες αντιστοιχούν στον μέσο όρο των προσφυγών που ασκούνται ενώπιον του δικαστηρίου αυτού σε βάθος διετίας.

Στο πλαίσιο της ως άνω ένδικης διαφοράς, το διοικητικό δικαστήριο απευθύνθηκε στο Δικαστήριο, διατυπώνοντας αμφιβολίες τόσο από δικονομικής όσο και από ουσιαστικής απόψεως.

Πρώτον, επισήμανε ότι, βάσει εθνικής δικονομικής διάταξης, είναι υποχρεωμένο να συνεκδικάσει όλες τις προσφυγές, με σκοπό την από κοινού εξέτασή τους και την έκδοση κοινής απόφασης. Είναι συνεπώς εξαιρετικά δυσχερές, αν όχι αδύνατον, να εκδώσει απόφαση εντός εύλογης προθεσμίας, όπως ορίζει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, έθεσε το ερώτημα εάν, για την προστασία των δικαιωμάτων που τους απονέμονται από το δίκαιο της Ένωσης, είναι απαραίτητο να έχουν όλα τα πρόσωπα που θίγονται από την επίμαχη απόφαση δυνατότητα προσφυγής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου. Το δε αιτούν δικαστήριο εξήγησε συναφώς ότι τα πολωνικά διοικητικά δικαστήρια προβαίνουν σε πλήρη έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να δεσμεύονται από τις αιτιάσεις, τα αιτήματα και τη νομική βάση της προσφυγής. Η τελεσίδικη δικαστική απόφαση παράγει αποτέλεσμα erga omnes, μπορεί δηλαδή να την επικαλεστεί κάθε θιγόμενο από αυτήν πρόσωπο, ανεξαρτήτως του αν έχει ασκήσει ένδικη προσφυγή προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

Δεύτερον, όσον αφορά την έκδοση της επίδικης απόφασης, το εθνικό δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί ποιες είναι οι απαιτήσεις σχετικά με την ανεξαρτησία της αρχής εξυγίανσης όταν αυτή ασκεί καθήκοντα προσωρινού διαχειριστή της οικείας τράπεζας και είναι, επιπλέον, επιφορτισμένη με την εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων. 

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, πρώτον, επισήμανε ότι η απόφαση για τη λήψη, έναντι τράπεζας, μέτρου διαχείρισης κρίσεων μπορεί να επηρεάσει σημαντικό αριθμό προσώπων και, ως εκ τούτου, να προκαλέσει την άσκηση πολυάριθμων προσφυγών. Η συνεκδίκαση των προσφυγών αυτών ενέχει τον κίνδυνο προσβολής του δικαιώματος κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του εντός εύλογης προθεσμίας.

Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αφήσει, εν ανάγκη, ανεφάρμοστες τις διατάξεις που του απαγορεύουν τον διαχωρισμό των οικείων υποθέσεων. Επιπλέον, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να λάβει τα μέτρα που θα του επιτρέψουν να επιλύσει τη διαφορά εντός εύλογης προθεσμίας, αποφεύγοντας παράλληλα τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών μεταξύ τους αποφάσεων από διαφορετικά δικαστήρια.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως το άρθρο 85, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, παρέχει σε όλα τα πρόσωπα που θίγονται από την επίμαχη απόφαση το δικαίωμα να την προσβάλουν δικαστικώς. Δεν μπορούν τα θιγόμενα πρόσωπα να στερηθούν το δικαίωμα να προβάλουν τους δικούς τους λόγους προς στήριξη της προσφυγής τους στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία συζήτησης. Η επί της ουσίας εξέταση μόνον της προσφυγής που ασκήθηκε από το εποπτικό συμβούλιο της τράπεζας και το γεγονός ότι η απόφαση επί της προσφυγής αυτής παράγει αποτελέσματα έναντι πάντων δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι έχει διασφαλιστεί ο σεβασμός του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής κάθε άλλου προσώπου. 

Δεύτερον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σε περίπτωση που μια εθνική αρχή εξυγίανσης ασκεί πλείονες λειτουργίες, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει ότι, κατά την άσκηση της λειτουργίας εξυγίανσης, η λήψη αποφάσεων από την αρχή εξυγίανσης πρέπει να προστατεύεται από κάθε εσωτερική επιρροή ξένη προς τη λειτουργία αυτή. Σε σύγκριση με τις λοιπές λειτουργίες της εθνικής αρχής εξυγίανσης, το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί τη λήψη διαρθρωτικών μέτρων για τη διασφάλιση της οργανωτικής ανεξαρτησίας της αρχής και για την αποφυγή οποιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων

Εάν δεν υπάρχουν γραπτοί εσωτερικοί κανόνες για τη διασφάλιση της οργανωτικής ανεξαρτησίας, η τήρηση της απαίτησης αυτής μπορεί να διασφαλίζεται διά κατάλληλων προς τούτο, οργανωτικών και άλλων, μέτρων. Εξάλλου, η μη δημοσιοποίηση των εν λόγω κανόνων δεν συνεπάγεται αυτομάτως έλλειψη νομιμότητας της απόφασης περί εξυγίανσης. Ωστόσο, εναπόκειται στην αρχή εξυγίανσης να αποδείξει ότι οι κανόνες αυτοί τηρήθηκαν και ότι, ως εκ τούτου, η απόφασή της ελήφθη αποκλειστικά με γνώμονα την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, όπως καθορίζονται στο άρθρο 31 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

send