logo-print

Σε διαβούλευση το νομοσχέδιο του Υπ. Προστασίας του Πολίτη για την αναδιοργάνωση της δομής της Ελληνικής Αστυνομίας

Αναβάθμιση της εκπαίδευσης του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, εκσυγχρονισμός του θεσμού της ηλεκτρονικής επιτήρησης, ρύθμιση θεμάτων κρατούμενων σε σωφρονιστικά καταστήματα

10/02/2025

10/02/2025

Ποινικός Κώδικας - Κατ΄ άρθρο Νομολογία, 2η έκδ., 2024
Από τον πολιτικώς ενάγοντα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση τέθηκε το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη με τίτλο «Αναδιοργάνωση της δομής της Ελληνικής Αστυνομίας και αναβάθμιση της εκπαίδευσης του ένστολου προσωπικού της – Εκσυγχρονισμός του θεσμού της ηλεκτρονικής επιτήρησης υπόδικων, κατάδικων και κρατούμενων σε άδεια – Ρύθμιση θεμάτων κρατούμενων σε σωφρονιστικά καταστήματα και άλλων θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη».

Με το εν λόγω σχέδιο νόμου επιχειρείται η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, η αναβάθμιση λειτουργίας της αστυνομικής ακαδημίας και η ρύθμιση άλλων σημαντικών θεμάτων αρμοδιότητας της Ελληνικής Αστυνομίας.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και την αναδιοργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.), με στόχο τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου λειτουργίας της ΕΛ.ΑΣ. μέσω της αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών της, της αναβάθμισης της Αστυνομικής Ακαδημίας σε αυτοτελές νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του εκσυγχρονισμού του θεσμού της ηλεκτρονικής επιτήρησης υποδίκων και καταδίκων, και της ρύθμισης ζητημάτων της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής.

Επιπλέον, περιλαμβάνει ρυθμίσεις για θέματα όπως η οπλοφορία και η εμπορία πυροτεχνημάτων.

Συνολικά, επιδιώκεται ο εκσυγχρονισμός των δομών και λειτουργιών της αστυνομίας και των συναφών υπηρεσιών, με στόχο την αποτελεσματικότερη λειτουργία τους και την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών ασφάλειας των πολιτών.

Ειδικότερα, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του Μέρους Α’ του νομοσχεδίου, επιχειρείται η αναδιοργάνωση της δομής της Ελληνικής Αστυνομίας, με σκοπό τον αποτελεσματικότερο συντονισμό και την καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών, την παροχή ποιοτικότερων υπηρεσιών προς τους πολίτες, τη μείωση της γραφειοκρατίας και του απασχολούμενου προσωπικού στα γραφεία, καθώς και την ενίσχυση των δράσεων πρόληψης και αντιμετώπισης σύγχρονων μορφών εγκληματικότητας και προβλημάτων ασφάλειας. Βασικοί άξονες της προτεινόμενης αναδιοργάνωσης είναι, ιδίως, η αποτελεσματικότερη πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος, η ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας και εμπιστοσύνης του πολίτη, η προστασία και θωράκιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η δραστικότερη και ταχύτερη ανταπόκριση της Ελληνικής Αστυνομίας στα αιτήματα των πολιτών για συνδρομή και βοήθεια, με τη χρήση των πιο σύγχρονων μέσων από το άρτια εκπαιδευμένο, εξειδικευμένο και ενημερωμένο προσωπικό, το οποίο θα είναι στην άμεση πραγματική διάθεση του πολίτη.

Ουσιαστική καινοτομία αποτελεί η νέα διάρθρωση και οργανωτική δομή της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία πλέον δομείται διοικητικά κάθετα, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του Σώματος. Έτσι, ακολουθείται η διάρθρωση των υπηρεσιών σε οργανικές μονάδες (Γενικές Διευθύνσεις, Διευθύνσεις, Υποδιευθύνσεις, Τμήματα και Γραφεία).

Επίσης, δημιουργούνται νέες υπηρεσίες όπως η Γενική Διεύθυνση Ασφάλειας και Αστυνόμευσης (από τη συγχώνευση του Κλάδου Τάξης και Ασφάλειας) και η Διεύθυνση Οικονομικής Υποστήριξης, ενώ καταργείται η Διεύθυνση Εξυπηρέτησης Πολιτών και Δημοτικής Αστυνόμευσης.

Ουσιαστική καινοτομία αποτελεί η σύσταση της Διεύθυνσης Κοινωνικής Αστυνόμευσης. Εν προκειμένω, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις γίνεται ιδιαίτερη πρόβλεψη για ζητήματα που αφορούν σε δράσεις που αναπτύσσονται αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυρίως ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Η εν λόγω Διεύθυνση ασκεί σε επιτελικό επίπεδο τον προγραμματισμό σχετικών με την αποστολή της δράσεων, καθώς και τον συντονισμό, την παροχή κατευθύνσεων, την υποστήριξη και παρακολούθηση των περιφερειακών υπηρεσιών, αλλά και τη συνεργασία με τους λοιπούς συναρμόδιους φορείς και οργανισμούς, ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή διακλαδικότητα και διαλειτουργικότητά τους στην εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής πρόληψης της βίας.

Με τις ρυθμίσεις του Μέρους Β’ σκοπούνται ο εκσυγχρονισμός και η ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας. Για τον λόγο αυτό, η Αστυνομική Ακαδημία, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αναβαθμίζεται, μετασχηματίζεται και προσαρμόζεται στις σύγχρονες απαιτήσεις, καθώς αποτελεί έναν νέο και καινοτόμο φορέα, ο οποίος αφενός απολαύει οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειας, αφετέρου εποπτεύεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις έχουν ως στόχο να οργανώσουν το κανονιστικό πλαίσιο της αστυνομικής εκπαίδευσης, ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις, αλλά και να εισαγάγουν νέες δομές και δυνατότητες που θα εγγυώνται τη διαρκή αναβάθμιση, την εξέλιξη και τη δυνατότητα προσαρμογής στις ανάγκες μιας μεταβαλλόμενης (γεωπολιτικής), κοινωνικής και τεχνολογικής πραγματικότητας.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τις ειδικές απαιτήσεις της αστυνομικής εκπαίδευσης, το πλαίσιο που εισάγεται δημιουργεί τις θεσμικές προϋποθέσεις και δομές ώστε: α) να αξιοποιηθεί η διεθνής εμπειρία για την αστυνομική εκπαίδευση, και ιδίως οι βέλτιστες πρακτικές από άλλες Αστυνομικές Ακαδημίες κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και β) να δημιουργηθούν σταθερές και μόνιμες βάσεις συνεργασίας και συνέργειας με πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα με σκοπό την εξασφάλιση της βέλτιστης ποιοτικά θεωρητικής γνώσης.

Οι βασικές αλλαγές που προωθούνται είναι:

• Η αναδιάρθρωση και η ενίσχυση της οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειας και του ρόλου της Αστυνομικής Ακαδημίας.

• Η δικτύωση και η σταθερή συνεργασία με πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού, καθώς και με Αστυνομικές Ακαδημίες.

• Η εκπόνηση νέων προγραμμάτων σπουδών, με καθιέρωση κύκλων σπουδών στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών και η εισαγωγή νέων πρακτικών και μοντέλων διδασκαλίας και επιμόρφωσης.

• Η αλλαγή της διαδικασίας και των κριτηρίων επιλογής και αξιολόγησης των διδασκόντων. 

• Η μέγιστη αξιοποίηση ασκήσεων, βιωματικών μεθοδολογιών και τεχνολογικών μέσων εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της διαρκούς επιμόρφωσης των εκπαιδευομένων.

• H δημιουργία δράσεων που συμβάλλουν στην εξωστρέφεια της Αστυνομικής Ακαδημίας, όπως ιδίως η συνεργασία με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ), Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΣΕΙ), ερευνητικά κέντρα, ινστιτούτα και Αστυνομικές Ακαδημίες άλλων χωρών, καθώς και η χορήγηση τίτλων σπουδών και πιστοποιητικών στο πλαίσιο τέτοιων συνεργασιών και στο πλαίσιο σπουδών της Διαρκούς Επιμόρφωσης Στελεχών.

• Η παροχή της δυνατότητας στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας να οργανώνουν και να υλοποιούν Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ), σε συνεργασία με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας ή ομοταγή εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, με την απονομή των τίτλων μεταπτυχιακών σπουδών από τα συνεργαζόμενα εκπαιδευτικά ιδρύματα. 

• Η καθιέρωση Κύκλου Σπουδών Ξένων Γλωσσών, με δυνατότητα εκμάθησης διαφόρων ξένων γλωσσών, δράση που συμβάλλει στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης και στην προετοιμασία των στελεχών για τη συμμετοχή τους σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς και διοργανώσεις, γεγονός που προωθεί περαιτέρω την εξωστρέφεια της Ακαδημίας και της Ελληνικής Αστυνομίας. 

Ακολούθως, σκοπός των προτεινόμενων διατάξεων του Μέρους Γ’ είναι ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή της νομοθεσίας σε νέα κοινωνικά και τεχνολογικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στον ορισμό των όπλων, στις προϋποθέσεις νόμιμης οπλοφορίας, οπλοκατοχής και οπλοχρησίας, καθώς και στις διακεκριμένες περιπτώσεις και στις κυρώσεις για παραβάσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών προβλέψεων για την έκδοση άδειας κατοχής κυνηγετικών όπλων και οπλοφορίας αστυνομικών σε περιπτώσεις καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας.

Στο Μέρος Δ’ επιχειρείται να εκσυγχρονιστεί ο θεσμός της ηλεκτρονικής επιτήρησης, που εφαρμόζεται στους υπόδικους, καταδίκους και κρατουμένους σε άδεια, ο οποίος εισήχθη με τον ν. 4205/2013 (Α΄ 242) και ξεκίνησε να εφαρμόζεται πιλοτικά στη χώρα μας με το π.δ. 62/2014 (Α΄ 105). Με την αξιολογούμενη ρύθμιση επιδιώκεται η αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των σωφρονιστικών καταστημάτων της χώρας, η αναβάθμιση του επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των κρατουμένων και των συνθηκών διαβίωσής τους και, συνεπώς, η συντομότερη κοινωνική τους επανένταξη.

Ειδικότερα, στόχοι της προτεινόμενης ρύθμισης είναι: α) η δυνατότητα εφαρμογής της ηλεκτρονικής επιτήρησης σε ολόκληρη την επικράτεια, σε μόνιμη βάση και όχι πιλοτικά, τόσο σε υπόδικους όσο και σε κατάδικους και εν γένει κρατούμενους σε άδεια που πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις και β) η απαλλαγή των επιτηρούμενων προσώπων από το κόστος για την εφαρμογή του συστήματος ηλεκτρονικής επιτήρησης, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυσή της. 

Περαιτέρω, προτείνονται τροποποιήσεις του Σωφρονιστικού Κώδικα (ν. 2776/1999, Α΄ 291), επιλύοντας ζητήματα που αφορούν στην εύρυθμη λειτουργία των σωφρονιστικών καταστημάτων και στις εν γένει συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων, εντός αυτών. Σκοπός είναι η αποσυμφόρηση των Γενικών Σωφρονιστικών Καταστημάτων, η ορθολογική κατανομή των κρατουμένων, καθώς και η ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν στον πειθαρχικό έλεγχο, στην εργασία και στην εκπαίδευσή τους, με σκοπό την αποτελεσματική κοινωνική τους ενσωμάτωση.

Μπορείτε να λάβετε μέρος στη διαβούλευση έως την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025 και ώρα 18:30, στο opengov.gr.

Η απόδειξη των δικαιοπαραγωγικών γεγονότων της χρησικτησίας και ο αναιρετικός της έλεγχος, 2025
Ναυτικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2024