Άρνηση της Google να παράσχει σε άλλη επιχείρηση πρόσβαση σε πλατφόρμα ή ψηφιακή υποδομή και δίκαιο ενωσιακού ανταγωνισμού (απόφαση ΔΕΕ)
Προϋποθέσεις της απόφασης Bronner – Δυνατότητα εφαρμογής – Αντικειμενική δικαιολόγηση – Ανάγκη εκπόνησης προτύπου λογισμικού από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση – Περιορισμοί από απόψεως χρόνου και πόρων – Προϋποθέσεις – Ορισμός της αγοράς επόμενου σταδίου ή της παραπλήσιας αγοράς
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 25.02.2025 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι ενδέχεται να είναι καταχρηστική η άρνηση επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση να διασφαλίσει τη διαλειτουργικότητα της πλατφόρμας της με εφαρμογή άλλης επιχείρησης, η οποία θα καθίστατο με τον τρόπο αυτό πιο ελκυστική.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, η άρνηση μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω ανυπαρξίας προτύπου για την κατηγορία των σχετικών εφαρμογών, εφόσον η παροχή της διαλειτουργικότητας θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια ή την ακεραιότητα της πλατφόρμας.
Ειδικότερα, η άρνηση επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση και έχει αναπτύξει ψηφιακή πλατφόρμα να επιτρέψει την πρόσβαση στην πλατφόρμα, αρνούμενη να διασφαλίσει τη διαλειτουργικότητα μεταξύ της πλατφόρμας και μιας εφαρμογής που έχει αναπτύξει τρίτη επιχείρηση, δύναται να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, έστω και αν η πλατφόρμα δεν είναι απαραίτητη για την εμπορική εκμετάλλευση της εφαρμογής. Συγκεκριμένα, είναι δυνατόν να διαπιστωθεί κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης όταν η πλατφόρμα αναπτύχθηκε με την προοπτική να επιτραπεί σε τρίτες επιχειρήσεις να την χρησιμοποιούν και είναι ικανή να καταστήσει την εφαρμογή ελκυστικότερη για τους καταναλωτές. Εντούτοις, η άρνηση μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω ανυπαρξίας προτύπου για την κατηγορία των σχετικών εφαρμογών κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης πρόσβασης της τρίτης επιχείρησης, εφόσον η παροχή της διαλειτουργικότητας θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια ή την ακεραιότητα της πλατφόρμας, ή ακόμη εφόσον θα ήταν αδύνατο, για άλλους τεχνικούς λόγους, να διασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα. Στις λοιπές περιπτώσεις, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υποχρεούται να εκπονήσει ένα τέτοιο πρότυπο εντός της αναγκαίας προς τούτο εύλογης προθεσμίας και, ενδεχομένως, έναντι προσήκοντος οικονομικού ανταλλάγματος.
Ιστορικό της υπόθεσης
Το 2018, η Enel [πρόκειται συγκεκριμένα για την Enel X Italia που ανήκει στον όμιλο Enel, ο οποίος διαχειρίζεται ποσοστό μεγαλύτερο από το 60% των διαθέσιμων σταθμών επαναφόρτισης για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα οχήματα στην Ιταλία, και παρέχει υπηρεσίες για την επαναφόρτιση] έθεσε σε κυκλοφορία στην Ιταλία την εφαρμογή JuicePass, η οποία παρέχει στους οδηγούς τη δυνατότητα να εντοπίζουν σταθμούς επαναφόρτισης για τα ηλεκτρικά τους οχήματα και να προβαίνουν σε σχετική κράτηση. Προκειμένου να διευκολυνθεί η πλοήγηση προς τους σταθμούς αυτούς, η Enel ζήτησε από τη Google [η Google Italy Srl είναι η ιταλική θυγατρική της Google LLC η οποία, με τη σειρά της, ανήκει στην Alphabet Inc] να καταστήσει την εφαρμογή συμβατή με την πλατφόρμα Android Auto, το σύστημα της Google που παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης, απευθείας στην οθόνη των αυτοκινήτων, σε εφαρμογές εγκατεστημένες στα έξυπνα τηλέφωνα. Το αίτημα της Enel εξηγείται από το ότι, χάρη στα templates (πρότυπα) που παρέχει η Google, τρίτοι προγραμματιστές μπορούν όντως να προσαρμόζουν τις εφαρμογές τους στην Android Auto. Η Google αρνήθηκε να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να διασφαλίσει τη διαλειτουργικότητα της JuicePass με την Android Auto. Αρχικά, η Google δήλωσε ότι, στο μέτρο που δεν υφίστατο ειδικό template, οι εφαρμογές πολυμέσων και ανταλλαγής μηνυμάτων ήταν οι μόνες συμβατές με την Android Auto εφαρμογές τρίτων επιχειρήσεων. Ακολούθως, η Google δικαιολόγησε την άρνησή της επικαλούμενη λόγους ασφάλειας καθώς και την ανάγκη ορθολογικής κατανομής των αναγκαίων πόρων για τη δημιουργία ενός νέου template.
Η ιταλική Αρχή προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς (AGCM) επέβαλε στη Google πρόστιμο άνω των 102 εκατομμυρίων ευρώ, κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Η Google προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του ιταλικού Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο υπέβαλε αίτηση προδικαστικής απόφασης στο Δικαστήριο.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι η άρνηση κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης, η οποία έχει αναπτύξει ψηφιακή πλατφόρμα, να διασφαλίσει τη διαλειτουργικότητα της πλατφόρμας αυτής με εφαρμογή την οποία έχει αναπτύξει τρίτη επιχείρηση μπορεί να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Η εν λόγω κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης δεν περιορίζεται μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η πλατφόρμα είναι απαραίτητη για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος πρόσβαση, προϋπόθεση την οποία έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner, C-7/97(link is external). Είναι δυνατόν να υφίσταται και όταν, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν ανέπτυξε την πλατφόρμα αποκλειστικά για τις ανάγκες της δικής της δραστηριότητας, αλλά με την προοπτική να επιτραπεί σε τρίτες επιχειρήσεις να τη χρησιμοποιούν, η δε πλατφόρμα δεν είναι απαραίτητη για την εμπορική εκμετάλλευση εφαρμογής που έχει αναπτύξει μια τέτοια τρίτη επιχείρηση, αλλά δύναται να καταστήσει την εφαρμογή ελκυστικότερη για τους καταναλωτές. Σε μια τέτοια περίπτωση, ούτε η διαφύλαξη της ελευθερίας σύναψης συμβάσεων και του δικαιώματος ιδιοκτησίας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης ούτε η ανάγκη διατήρησης του κινήτρου της για επενδύσεις στην ανάπτυξη ποιοτικών προϊόντων ή υπηρεσιών δικαιολογούν να χαρακτηρίζεται η άρνηση παροχής σε τρίτη επιχείρηση πρόσβασης στην επίμαχη υποδομή ως καταχρηστική στις περιπτώσεις και μόνον κατά τις οποίες πληρούται η προϋπόθεση «Bronner» που αφορά τον απαραίτητο χαρακτήρα της υποδομής για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος πρόσβαση.
Η άρνηση πρόσβασης μπορεί να παράγει αποτελέσματα αντίθετα στους κανόνες του ανταγωνισμού ακόμη και αν η τρίτη επιχείρηση που ανέπτυξε την εφαρμογή και οι ανταγωνιστές της παρέμειναν ενεργοί στην αγορά στην οποία εμπίπτει η εφαρμογή αυτή και ενίσχυσαν τη θέση τους εντός της εν λόγω αγοράς, χωρίς να επωφελούνται της διαλειτουργικότητας με την πλατφόρμα. Πρέπει, συναφώς, να εκτιμηθεί αν η άρνηση ήταν ικανή να παρακωλύσει τη διατήρηση ή την ανάπτυξη του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστάσεων.
Η άρνηση κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να διασφαλίσει τη διαλειτουργικότητα μεταξύ εφαρμογής και ψηφιακής πλατφόρμας μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω της ανυπαρξίας προτύπου για την κατηγορία των σχετικών εφαρμογών, εφόσον η παροχή της διαλειτουργικότητας μέσω του εν λόγω προτύπου θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της πλατφόρμας ή την ασφάλεια της χρήσης της, ή ακόμη εφόσον θα ήταν αδύνατο, για άλλους τεχνικούς λόγους, να διασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα χάρη στην εκπόνηση του προτύπου.
Εντούτοις, αν αυτό δεν συμβαίνει, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υποχρεούται να εκπονήσει ένα τέτοιο πρότυπο εντός εύλογης προθεσμίας και, ενδεχομένως, έναντι προσήκοντος οικονομικού ανταλλάγματος. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της τρίτης επιχείρησης που ζήτησε την εκπόνηση του προτύπου, το πραγματικό κόστος της εκπόνησης και το δικαίωμα της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να αποκομίσει προσήκον κέρδος από αυτήν.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο(link is external) της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA