Απόπειρα απάτης στο δικαστήριο στη νέα τακτική διαδικασία (ΑΠ 498/2025)
Αρχή εκτέλεσης για τη θεμελίωση απόπειρας απάτης στο πλαίσιο πολιτικής δίκης κατά τη νέα τακτική, υπάρχει ήδη από την ολοκλήρωση των ενεργειών του διαδίκου μέχρι το κλείσιμο του φακέλου
Δεκτή έγινε αίτηση αναίρεσης απαλλακτικού βουλεύματος, με το οποίο είχε κριθεί ότι η εν γνώσει παράσταση ψευδών ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων κατά την κατάθεση προτάσεων στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε ακόμη προσδιοριστεί ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, αποτελεί μη τιμωρητή προπαρασκευαστική πράξη του εγκλήματος της απάτης επί δικαστηρίω (ΑΠ 498/2025).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, απάτη στο δικαστήριο διαπράττει και εκείνος, ο οποίος, σε πολιτική δίκη, προσάγει και επικαλείται, προς υποστήριξη ψευδών ισχυρισμών, τους οποίους ο δικαστής υποχρεούται και αυτεπάγγελτα να ελέγξει, αποδεικτικά μέσα, με τα οποία διαμορφώνεται στο δικαστήριο πλανημένη κρίση, που μπορεί να βλάψει τρίτους.
Επί της συνήθους (τακτικής) διαδικασίας, η προβολή ψευδών ισχυρισμών, μη αποδεικνυόμενων δια της προσαγωγής ψευδών ή πλαστών αποδεικτικών μέσων, δεν συνιστά απάτη, έστω κι αν οι ανωτέρω ισχυρισμοί έγιναν δεκτοί από το Δικαστή, κατά παράβαση των καθηκόντων του. Τετελεσμένη είναι η απάτη ενώπιον Δικαστηρίου, όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την επίκληση και προσαγωγή πλαστών ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση, υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης, σε βάρος του αντιδίκου του. Μάλιστα, σε περίπτωση που υποβάλλονται μεν στο δικαστήριο ψευδείς ισχυρισμοί, χωρίς όμως, συνάμα, να προσκομίζονται με επίκληση προς απόδειξη αυτών, εν επιγνώσει, πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα και εν γένει ψευδή αποδεικτικά στοιχεία, τότε δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, ούτε σε μορφή απόπειρας.
Περαιτέρω, με τη μορφή που πήρε η νέα τακτική διαδικασία, στην οποία επήλθαν και οι σημαντικότερες αλλαγές με τον ν. 4335/2015 και την εισαγωγή του έγγραφου τύπου (237 ΚΠολΔ), καθιστώντας την επ' ακροατηρίω διαδικασία καθαρά τυπική, με την κατάθεση των προτάσεων, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπει ο νόμος, στις οποίες περιέχονται όλοι οι κρίσιμοι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά μέσα, ο διάδικος δύναται να υποβάλει τους ψευδείς ισχυρισμούς του και να προσκομίσει απατηλά αποδεικτικά μέσα και η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας.
Επομένως, αρχή εκτέλεσης, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, στο πλαίσιο πολιτικής δίκης κατά την τακτική διαδικασία, υπάρχει ήδη από την ολοκλήρωση των ενεργειών του διαδίκου μέχρι το κλείσιμο του φακέλου της υποθέσεως, μετά το οποίο θα υπάρξει αναγκαίως, κατά νόμον, ο ορισμός δικαστή για τη διαδικαστική εξέλιξη της υποθέσεως προς (τυπική) συζήτηση αυτής.
Εν προκειμένω, τέθηκε το ζήτημα εάν η προβολή και επίκληση των περιεχομένων σε δικόγραφο προτάσεων διαδίκου, απευθυνόμενο προς το δικάζον κατά τη τακτική διαδικασία Μονομελές Πρωτοδικείο, και καταγγελλόμενων, ως εν γνώσει ψευδών, ισχυρισμών παραστάσεων του διαδίκου αυτού προς το εν λόγω Δικαστήριο, υποστηριζόμενων από προσαγόμενα ψευδή αποδεικτικά μέσα, είναι ικανή να στοιχειοθετήσει αντικειμενικά το έγκλημα της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου.
Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε νομικά εσφαλμένη την άποψη, στην οποία στηρίχθηκε το προσβαλλόμενο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, σύμφωνα με την οποία η από μέρους της κατηγορούμενης κατάθεση προτάσεων μετά των φερόμενων ως ψευδών ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων στη Γραμματεία της Έδρας Τακτικής Διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε ακόμη προσδιοριστεί ημερομηνία συζήτησης της εν λόγω αγωγής και, συνακόλουθα, δεν είχε εξατομικευθεί ο δικαστής που θα την εκδίκαζε, αποτελεί μη τιμωρητή προπαρασκευαστική πράξη απάτης επί δικαστηρίω, με επακόλουθο η οικεία ποινική δίωξη για τέλεση απόπειρας του συγκεκριμένου αδικήματος, να μην προσλαμβάνει νόμιμο έρεισμα.
Συγκεκριμένα, κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 42 και 386 παρ.1 του ΠΚ, η προβολή και επίκληση περιεχομένων σε δικόγραφο προτάσεων διαδίκου, απευθυνόμενο προς το δικάζον κατά την τακτική διαδικασία Μονομελές Πρωτοδικείο, και καταγγελόμενων ως εν γνώσει ψευδών ισχυρισμών – παραστάσεων του διαδίκου αυτού, προς το εν λόγω Δικαστήριο, υποστηριζόμενων από προσαγόμενα ψευδή αποδεικτικά μέσα – συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 386§1 ΠΚ – θεμελιώνει, αντικειμενικά, το έγκλημα της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το εάν έχει ορισθεί (και υπό αυτή την έννοια είναι ή όχι εξατομικευμένο και γνωστό, κατά τον χρόνο προβολής και επίκλησης του ψευδούς ισχυρισμού - παράστασης προς το δικαστήριο) ο δικαστής που είναι επιφορτισμένος με την εκτίμηση και αξιολόγησή του και ανεξάρτητα από το εάν έχει ή όχι προσδιορισθεί ημερομηνία συζήτησης της ασκηθείσας αγωγής.
Και τούτο, διότι με την επίκληση - παράσταση ενός τέτοιου (ψευδούς) ισχυρισμού, ενώπιον Δικαστηρίου, το πρόσωπο που επικαλείται - παριστά αυτόν, έχοντας από πλευράς του πράξει κάθε τι αναγκαίο για την τέλεση του εγκλήματος, χωρίς όμως την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος, ώστε να βρίσκεται σε εξέλιξη η αιτιώδης, προς επέλευση αυτού, διαδρομή και με την κατάσταση να έχει ξεφύγει από τα χέρια του, εξαρτώμενη, πλέον, από την πορεία των πραγμάτων, άρχισε ήδη την προσπάθεια του να πείσει τον δικάζοντα Δικαστή (ο οποίος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, μπορεί να μην έχει ακόμη ορισθεί και εξατομικευθεί, αλλά είναι βέβαιο, ότι πρόκειται να ορισθεί άμεσα, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από τίς διατάξεις του ανωτέρω άρθρου) σχετικά με το περιεχόμενο της ψευδούς παράστασης, αναπτύσσοντας συγκεκριμένη σχέση επικοινωνίας μαζί του. Με την έννοια αυτή, άρχισε ήδη να «εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη», κατ' άρθρο 42§1 του νέου ΠΚ, πραγματώνοντας τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου.
Απόσπασμα απόφασης
Πλην όμως όπως προκύπτει από όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ανωτέρω άποψη την οποία ενστερνίσθηκε το αναιρεσιβαλλόμενο, υπ' αριθμ, 703/06-03-2024, βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κρίνεται νομικά εσφαλμένη (και ανεξαρτήτως του ότι η άποψη αυτή υποστηρίζεται θεωρητικά), αφού, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 42 και 386§1 του ΠΚ η προβολή και επίκληση περιεχομένων σε δικόγραφο προτάσεων διαδίκου, απευθυνόμενο προς το δικάζον, κατά την τακτική διαδικασία, Μονομελές Πρωτοδικείο και καταγγελόμενων ως εν γνώσει ψευδών ισχυρισμών – παραστάσεων του διαδίκου αυτού, προς το εν λόγω Δικαστήριο, υποστηριζόμενων από προσαγόμενα ψευδή αποδεικτικά μέσα – συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 386§1 ΠΚ – σε αντίθεση προς τις απορρέουσες από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 42§1 και 386§1 εδ. β – α του ΠΚ παραδοχές του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος - θεμελιώνει, αντικειμενικά, το έγκλημα της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το εάν έχει ορισθεί (και υπό αυτή την έννοια είναι ή όχι εξατομικευμένο και γνωστό, κατά τον χρόνο προβολής και επίκλησης του ψευδούς ισχυρισμού - παράστασης προς το δικαστήριο) ο δικαστής που είναι επιφορτισμένος με την εκτίμηση και αξιολόγησή του και ανεξάρτητα από το εάν έχει ή όχι προσδιορισθεί ημερομηνία συζήτησης της ασκηθείσας αγωγής [όπως και ανεξαρτήτως των θεωρητικών προβληματισμών ως προς τα τυχόν νομικά ζητήματα που μπορεί να προκόψουν αναφορικά με τον χρόνο και τόπο τελέσεως του αδικήματος επί κηρύξεως αναρμοδιότητας του δικαστηρίου και παραπομπής της υποθέσεως προς εκδίκαση σε άλλο, ή τυχόν αναγκαστικής - από απρόβλεπτα γεγονότα - αναβολής συζητήσεως της υποθέσεως, παρά την αντίθετη πρόβλεψη του νόμου περί μη επιτρεπτού της αναβολής αυτής, η τυχόν εν τέλει παραπλανήσεως του δικαστή με τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα επιστηρίζοντα αυτούς αποδεικτικά μέσα] αφού, με την επίκληση - παράσταση ενός τέτοιου (ψευδούς) ισχυρισμού, ενώπιον Δικαστηρίου, το πρόσωπο που επικαλείται - παριστά αυτόν, έχοντας από πλευράς του πράξει κάθε τι αναγκαίο, για την τέλεση του εγκλήματος χωρίς όμως την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος, ώστε να βρίσκεται σε εξέλιξη η αιτιώδης, προς επέλευση αυτού, διαδρομή και με την κατάσταση να έχει ξεφύγει από τα χέρια του, εξαρτώμενη, πλέον, από την πορεία των πραγμάτων, άρχισε, ήδη, την προσπάθεια του να πείσει τον δικάζοντα Δικαστή [ο οποίος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, μπορεί να μην έχει ακόμη ορισθεί και εξατομικευθεί. αλλά είναι βέβαιο, ότι πρόκειται να ορισθεί - εξατομικευθεί, άμεσα, εντός των προθεσμιών, που προβλέπονται, από τίς διατάξεις του ανωτέρω άρθρου] σχετικά με το περιεχόμενο της ψευδούς παράστασης, αναπτύσσοντας συγκεκριμένη σχέση επικοινωνίας μαζί του και με την έννοια αυτή, άρχισε, ήδη να «εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη», κατ' άρθρο 42§1 του νέου ΠΚ, πραγματώνοντας τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, κρίνεται βάσιμος και συντρέχει εν προκειμένω ο προβλεπόμενος, από το άρθρο 484§ 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 42 § 1 και 3 86 § 1 εδ. β’ - α’ του ΠΚ, που εφαρμόσθηκαν στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα (υπ'αριθμ. 703/6-3-2024 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών), το οποίο πρέπει να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ 485 παρ 1, και 519 ΚΠοινΔ).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dikastis.blogspot.com.