1. Τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις β', γ' ή δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 προβλέπουν συμβατική ρήτρα σύμφωνα με την οποία ο πιστωτής ή το μέρος της συμφωνίας που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζει ότι η υποχρέωση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας ή του ανεξόφλητου υπόλοιπου, μετατροπή ή ακύρωση που πραγματοποιείται από μια αρχή εξυγίανσης κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω υποχρέωση:
α) δεν εξαιρείται δυνάμει των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 44,
β) δεν αποτελεί κατάθεση που αναφέρεται στην υποπερίπτωση ββ' της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 145α του ν. 4261/2014,
γ) διέπεται από νομοθεσία τρίτης χώρας, και
δ) εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα του πρώτου εδαφίου μπορούν να υπαχθούν στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το δίκαιο τρίτης χώρας ή σύμφωνα με δεσμευτική συμφωνία που έχει συναφθεί με την εν λόγω τρίτη χώρα.
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις β', γ' και δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 να παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης γνωμοδότηση σχετικά με τη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας ρήτρας.
2. Αν ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περιπτώσεις β', γ' ή δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 δεν συμπεριλάβει στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη συγκεκριμένη υποχρέωση ρήτρα που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1, η παράλειψη αυτή δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, στην εν λόγω υποχρέωση.