1. Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί που δίνονται ως κάτωθι, ενώ για όρους που χρησιμοποιούνται αλλά δεν ορίζονται στον παρόντα Κανονισμό, ισχύουν οι ορισμοί της Δ. Σ. SOLAS:
1.1. «Μήκος (Length) (L)»: Το 96% του συνολικού μήκους σε μία ίσαλο γραμμή στο 85% του ελάχιστου βάθους του πλοίου, μετρούμενο από την άνω επιφάνεια της τρόπιδας, ή το μήκος από την πρωραία όψη της στείρας μέχρι τον άξονα του κορμού του πηδαλίου σε εκείνη την ίσαλο γραμμή, εάν αυτό είναι μεγαλύτερο. Σε πλοία που είναι σχεδιασμένα με κεκλιμένη τρόπιδα, η ίσαλος γραμμή επί της οποίας μετράται το μήκος αυτό θα πρέπει να είναι παράλληλη προς την ίσαλο σχεδιασμού. Το μήκος (L) θα πρέπει να μετράται σε μέτρα [Ν. 391/1968 (Α΄ 125) – άρθρο 2 παρ. (8)].
1.2. «Πλήρωμα»: Όλα τα άτομα που μεταφέρονται επί του πλοίου, τα οποία ασχολούνται με τη ναυσιπλοΐα και τη συντήρηση του πλοίου, των μηχανημάτων, των συστημάτων και των διατάξεων που είναι αναγκαίες για την πρόωση και την ασφαλή ναυσιπλοΐα, ή με την παροχή υπηρεσιών προς τα άλλα άτομα επί του πλοίου [Π.δ. 177/2000 (Α΄ 164) – άρθρο 1 παρ. (ιβ)].
1.3. «Επιβάτες»: Όλα τα άτομα εκτός από το πλήρωμα, το εξειδικευμένο προσωπικό και τα παιδιά ηλικίας κάτω του ενός έτους [Π.δ. 177/2000 (Α΄ 164) − άρθρο 1 παρ. (ια)].
1.4. «Εξειδικευμένο προσωπικό»: Όλα τα άτομα, που απασχολούνται σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις και που δεν είναι επιβάτες ή πλήρωμα ή παιδιά ηλικίας κάτω του ενός έτους, τα οποία μεταφέρονται επί του πλοίου προς, από και μεταξύ υπεράκτιων εγκαταστάσεων που εξυπηρετεί το πλοίο. Το εξειδικευμένο προσωπικό πρέπει να διαθέτει επαρκή γνώση της διάταξης του πλοίου και να έχει εξοικειωθεί με τις διαδικασίες ασφαλείας και στο χειρισμό του εξοπλισμού ασφαλείας του πλοίου.
1.5. «Επιβαίνοντες»: Όλα τα άτομα που επιβαίνουν επί του πλοίου, συμπεριλαμβανομένου του πληρώματος, του εξειδικευμένου προσωπικού και των επιβατών.
1.6. «Πλοίο υποστήριξης υπεράκτιων εγκαταστάσεων»: Το αυτοδυνάμως κινούμενο πλοίο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εφοδίων, υλικών, εξοπλισμού ή εξειδικευμένου προσωπικού προς, από και μεταξύ υπεράκτιων εγκαταστάσεων, το οποίο μπορεί να μεταφέρει μέχρι και εξήντα (60) επιβαίνοντες εκ των οποίων ο αριθμός επιβατών δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12).
1.7. «Υπεράκτια εγκατάσταση»: Μια μόνιμη, πλωτή ή εδραζόμενη επί του πυθμένα της θάλασσας, εγκατάσταση ή ο συνδυασμός εγκαταστάσεων συνδεόμενων μόνιμα μεταξύ τους με γέφυρες ή άλλες κατασκευές, που χρησιμοποιούνται σε υπεράκτιες εργασίες ή συνδέονται με τις εργασίες αυτές. Οι υπεράκτιες εγκαταστάσεις μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν μονάδες διάνοιξης γεώτρησης, που είναι τοποθετημένες σε υπεράκτια ύδατα με στόχο την εκτέλεση εργασιών διάνοιξης γεώτρησης, εργασιών παραγωγής ή άλλων εργασιών που συνδέονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, μονάδες παραγωγής ενέργειας, αφαλάτωσης κ.λπ.
1.8. «Υπεράκτιος»: Ο ευρισκόμενος στα ύδατα, τα υπερκείμενα των υποθαλάσσιων περιοχών, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Ν. 2289/1995, όπως ισχύει.
1.9. «Αρχή»: Ο Κλάδος Ελέγχου Πλοίων (ΚΕΠ) του Αρχηγείου Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Οργανισμό του.
1.10. «Κώδικας IMDG»: Ο Διεθνής Ναυτιλιακός Κώδικας Επικινδύνων Ειδών, που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Ναυτικής Ασφαλείας με την απόφαση MSC.122(75)[ΥΑ 1218.74/1/95 (Β΄ 603)], όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
1.11. «Κώδικας IS»: Ο Διεθνής Κώδικας Ευστάθειας σε Άθικτη Κατάσταση, που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας με την απόφαση MSC.267(85), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
1.12. «Δ.Σ. SOLAS» [Ν. 1045/1980 (Α΄ 95) όπως ισχύει]: Η Διεθνής Σύμβαση για την Προστασία της Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα, όπως κυρώθηκε με το Ν. 1045/1980 «Περί κυρώσεως της υπογραφείσης εις Λονδίνον Διεθνούς Συμβάσεως "περί ασφαλείας της ανθρωπινής ζωής εν θαλάσση 1974" και περί άλλων τινών διατάξεων» (Α΄ 95), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.