logo-print

Προοίμιο - Κανονισμός Βρυξέλλες Ι (αναδιατύπωση)

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

10/01/2015

Κωδικοποιημένο
Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 67 παράγραφος 4 και το άρθρο 81 παράγραφος 2 στοιχεία α), γ) και ε),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (σημ. 1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (σημ. 2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Την 21η Απριλίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (σημ. 3). Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, η λειτουργία του εν λόγω κανονισμού είναι γενικά ικανοποιητική, αλλά είναι επιθυμητό να βελτιωθεί η εφαρμογή ορισμένων διατάξεών του για να διευκολυνθεί περαιτέρω η ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, και να αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο η πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Δεδομένου ότι πρόκειται να επέλθει σειρά τροποποιήσεων, ο εν λόγω κανονισμός, για λόγους σαφήνειας, θα πρέπει να αναδιατυπωθεί.

(2) Κατά τη συνεδρίασή του στις Βρυξέλλες στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε νέο πολυετές πρόγραμμα με τίτλο «το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης — Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες» (σημ. 4). Στο Πρόγραμμα της Στοκχόλμης το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε ότι η διαδικασία κατάργησης όλων των ενδιάμεσων μέτρων (της κήρυξης εκτελεστότητας) θα πρέπει να συνεχισθεί κατά την περίοδο που καλύπτεται από το εν λόγω πρόγραμμα. Ταυτόχρονα η κατάργηση της κήρυξης εκτελεστότητας θα πρέπει επίσης να συνοδεύεται από σειρά διασφαλίσεων.

(3) Η Ένωση θέτει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων διευκολύνοντας την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών και εξωδικαστικών αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις. Προκειμένου να δημιουργήσει σταδιακά έναν τέτοιο χώρο, η Ένωση πρέπει να θεσπίσει μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, οι οποίες έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, ιδίως όταν αυτό είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(4) Ορισμένες διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων για τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι ουσιώδης η θέσπιση διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ώστε να εξασφαλίζεται ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος.

(5) Οι εν λόγω διατάξεις εμπίπτουν στο χώρο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 81 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(6) Για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο οι κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων να καθορίζονται από δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο νομοθέτημα της Ένωσης.

(7) Τα τότε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, συνήψαν στις 27 Σεπτεμβρίου 1968, στο πλαίσιο του άρθρου 220 τέταρτη περίπτωση της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τη σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία μεταγενέστερα τροποποιήθηκε από τις συμβάσεις προσχώρησης σε αυτή τη σύμβαση νέων κρατών μελών (σημ. 5) (εφεξής «σύμβαση των Βρυξελλών του 1968»). Στις 16 Σεπτεμβρίου 1988, τα τότε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ορισμένα κράτη ΕΖΕΣ συνήψαν τη σύμβαση του Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (σημ. 6) (εφεξής «σύμβαση του Λουγκάνο του 1988»), η οποία είναι παράλληλη με τη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968. Η σύμβαση του Λουγκάνο του 1988 ετέθη σε εφαρμογή στην Πολωνία την 1η Φεβρουαρίου 2000.

(8) Στις 22 Δεκεμβρίου 2000 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 που αντικατέστησε τη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968, σε ό,τι αφορά τα εδάφη των κρατών μελών που καλύπτονται από τη ΣΛΕΕ στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών εκτός της Δανίας. Με την απόφαση 2006/325/ΕΚ του Συμβουλίου (σημ. 7), η Κοινότητα συνήψε συμφωνία με τη Δανία που εξασφαλίζει την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 στη Δανία. Η σύμβαση του Λουγκάνο του 1988 αναθεωρήθηκε από τη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (σημ. 8), που συνήφθη στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 από την Κοινότητα, τη Δανία, την Ισλανδία, τη Νορβηγία και την Ελβετία (εφεξής «σύμβαση του Λουγκάνο του 2007»).

(9) Η σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 συνεχίζει να εφαρμόζεται στα εδάφη των κρατών μελών που υπάγονται στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως και τα οποία αποκλείονται από τον παρόντα κανονισμό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 355 της ΣΛΕΕ.

(10) Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού πρέπει να καλύπτει όλες τις κύριες αστικές και εμπορικές υποθέσεις εκτός από κάποια σαφώς καθορισμένα ζητήματα, ιδίως τις υποχρεώσεις διατροφής, που θα πρέπει να αποκλεισθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (σημ. 9).

(11) Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, στα δικαστήρια των κρατών μελών περιλαμβάνονται τα δικαστήρια που είναι κοινά σε διάφορα κράτη μέλη, όπως το Δικαστήριο της Benelux, όταν ασκούν δικαιοδοσία επί ζητημάτων που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό. Συνεπώς, οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών πρέπει να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(12) Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στη διαιτησία. Καμιά διάταξή του δεν εμποδίζει τα δικαστήρια κράτους μέλους που εκδικάζουν προσφυγή σε υπόθεση στην οποία οι διάδικοι έχουν συνάψει συμφωνία περί διαιτησίας, είτε να παραπέμπουν τους διαδίκους σε διαιτησία είτε να αναστέλλουν ή να περατώνουν τη διαδικασία, ή να εξετάζουν εάν η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή ανεφάρμοστη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Μια απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο κράτους μέλους σχετικά με το εάν μια συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανυπόστατη ή ανεφάρμοστη, δεν υπόκειται στους κανόνες αναγνώρισης και εκτέλεσης που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ανεξαρτήτως του εάν το δικαστήριο έκρινε το ζήτημα ως κύριο ή παρεμπίπτον.

Εξάλλου, το γεγονός ότι ένα δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο ασκεί διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή του εθνικού δικαίου, απεφάνθη ότι μια συμφωνία περί διαιτησίας είναι άκυρη, ανυπόστατη ή ανεφάρμοστη, δεν εμποδίζει να αναγνωριστεί η απόφαση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως ή, κατά περίπτωση, να εκτελεσθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Αυτό δεν θίγει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων των κρατών μελών να αποφασίζουν για την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων κατ’ εφαρμογή της σύμβασης για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958 (εφεξής «σύμβαση Νέας Υόρκης του 1958») και η οποία υπερισχύει του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε προσφυγή ή παρεμπίπτουσα διαδικασία, ειδικότερα, όσον αφορά τη συγκρότηση ενός διαιτητικού δικαστηρίου, τις αρμοδιότητες των διαιτητών, τη διεξαγωγή μιας διαιτητικής διαδικασίας ή τυχόν άλλες πτυχές της εν λόγω διαδικασίας, ούτε σε τυχόν προσφυγή ή απόφαση ακύρωσης, επανεξέτασης, άσκησης ένδικου μέσου, αναγνώρισης ή εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης.

(13) Οι δικαστικές διαφορές που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό πρέπει να παρουσιάζουν σύνδεσμο με το έδαφος των κρατών μελών. Συνεπώς, οι κοινοί κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει, κατά κανόνα, να εφαρμόζονται όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος.

(14) Ο εναγόμενος που δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος θα πρέπει γενικώς να υπόκειται στους εθνικούς κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που ισχύουν στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου.

Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των καταναλωτών και των εργαζομένων, να προστατευθεί η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών στις περιπτώσεις που έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία και να καταστεί σεβαστή η αυτονομία των διαδίκων, ορισμένοι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του εναγομένου.

(15) Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(16) Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης.

(17) Ο κύριος πολιτιστικών αγαθών όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 93/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, σχετικά με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που έχουν παράνομα απομακρυνθεί από το έδαφος κράτους μέλους (σημ. 10), θα δύναται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό να κινήσει διαδικασία με αντικείμενο αστική αξίωση για την ανάκτηση, βάσει δικαιώματος κυριότητας, τέτοιου πολιτιστικού αγαθού ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου όπου ευρίσκεται το πολιτιστικό αγαθό τη στιγμή που ασκείται η προσφυγή. Οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν τις διαδικασίες που κινούνται βάσει της οδηγίας 93/7/ΕΟΚ.

(18) Στις συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας είναι σκόπιμο να προστατεύεται το αδύναμο μέρος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας.

(19) Η αυτονομία των μερών μιας σύμβασης όσον αφορά τον καθορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου πρέπει να τηρείται με την επιφύλαξη των αποκλειστικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό, εκτός εάν πρόκειται για συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας, όπου επιτρέπεται μόνον περιορισμένη αυτονομία.

(20) Σε περίπτωση που ανακύπτει ζήτημα σχετικά με το κατά πόσον συμφωνία παρέκτασης υπέρ δικαστηρίου ή δικαστηρίων ενός κράτους μέλους είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ, το ζήτημα κρίνεται βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων που ορίζονται στη συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί συγκρούσεως δικαίων του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

(21) Για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε διαφορετικά κράτη μέλη. Θα πρέπει να προβλεφθεί σαφής και αποτελεσματικός μηχανισμός για την επίλυση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας και συνάφειας και για την αποφυγή προβλημάτων που απορρέουν από τις διαφοροποιήσεις στα κράτη μέλη ως προς τον χρόνο από τον οποίο μια υπόθεση θεωρείται ότι εκκρεμεί. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καθοριστεί ο χρόνος αυτός αυτοτελώς.

(22) Ωστόσο, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των αποκλειστικών συμφωνιών παρέκτασης και να αποφεύγονται οι καταχρηστικές πρακτικές προσφυγής στη δικαιοσύνη, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα περί εκκρεμοδικίας προκειμένου να αντιμετωπίζεται ικανοποιητικά μια συγκεκριμένη περίπτωση παράλληλης εκδίκασης υπόθεσης. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο που δεν έχει οριστεί σε αποκλειστική συμφωνία παρέκτασης επιλαμβάνεται διαδικασίας και το ορισθέν δικαστήριο επιλαμβάνεται μεταγενέστερα διαδικασίας για την το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία και μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Στην περίπτωση αυτή, το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία του μόλις επιληφθεί το ορισθέν δικαστήριο και έως ότου το δεύτερο αυτό δικαστήριο κηρύξει εαυτό αναρμόδιο βάσει της αποκλειστικής συμφωνίας παρέκτασης. Αυτό έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα δίδεται προτεραιότητα στο ορισθέν δικαστήριο ώστε να αποφασίσει επί της εγκυρότητας της συμφωνίας και σχετικά με τον βαθμό εφαρμογής της συμφωνίας στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του. Το ορισθέν δικαστήριο θα πρέπει να μπορεί να συνεχίσει τις εργασίες του ανεξαρτήτως του εάν το μη ορισθέν δικαστήριο απεφάσισε ήδη να αναστείλει τη διαδικασία του.

Η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να καλύπτει περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διάδικοι έχουν συνάψει αντικρουόμενες αποκλειστικές συμφωνίες παρέκτασης ή όταν δικαστήριο που έχει οριστεί σε παρόμοια συμφωνία επιληφθεί πρώτο. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να ισχύει η γενική διάταξη του παρόντος κανονισμού περί εκκρεμοδικίας.

(23) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ευέλικτο μηχανισμό που επιτρέπει στα δικαστήρια των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψη τις διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων τρίτων κρατών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το κατά πόσον η απόφαση που εκδίδεται σε τρίτο κράτος θα είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί και να εκτελεσθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

(24) Για τη σωστή απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο του οικείου κράτους μέλους θα πρέπει να αξιολογεί όλα τα πραγματικά περιστατικά της ενώπιόν του υποθέσεως. Εδώ περιλαμβάνεται η σχέση μεταξύ των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, των διαδίκων και του ενδιαφερόμενου τρίτου κράτους, το στάδιο που βρίσκεται η διαδικασία στο τρίτο κράτος κατά την εκκίνηση της διαδικασίας στο δικαστήριο του κράτους μέλους και το εάν ή όχι το δικαστήριο του τρίτου κράτους αναμένεται να εκδώσει απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

Η αξιολόγηση αυτή μπορεί επίσης να εξετάζει το εάν το δικαστήριο του τρίτου κράτους έχει αποκλειστική δικαιοδοσία στη συγκεκριμένη υπόθεση σε περιστάσεις στις οποίες ένα δικαστήριο κράτους μέλους θα μπορούσε να έχει αποκλειστική δικαιοδοσία.

(25) Η έννοια των ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων θα πρέπει να περιλαμβάνει, λόγου χάρη, τη διαταγή συντηρητικών μέτρων με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών ή την προστασία αποδεικτικών στοιχείων, όπως αναφέρεται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (σημ. 11). Δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα τα οποία δεν έχουν συντηρητικό χαρακτήρα, όπως μέτρα που διατάσσουν την ακρόαση μάρτυρα. Αυτό δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (σημ. 12).

(26) Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ένωση δικαιολογεί την αρχή όπως οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται σε όλα τα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία. Επιπλέον, η σκοπιμότητα να καταστούν οι διασυνοριακές διαφορές λιγότερο χρονοβόρες και δαπανηρές δικαιολογεί την κατάργηση της κήρυξης εκτελεστότητας πριν από την εκτέλεση στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης. Ως εκ τούτου, η απόφαση που εκδίδεται από τα δικαστήρια κράτους μέλους θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εάν είχε εκδοθεί στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης.

(27) Για τους σκοπούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων, απόφαση εκδοθείσα σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται και εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος ακόμη και εάν έχει εκδοθεί κατά προσώπου που δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος.

(28) Όταν η απόφαση περιλαμβάνει μέτρο ή διαταγή που δεν προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης, το μέτρο ή η διαταγή, και κάθε σχετικό δικαίωμα, θα πρέπει κατά το δυνατόν να προσαρμοσθούν σε μέτρο ή διαταγή που κατά το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έχει ισοδύναμα αποτελέσματα και παρεμφερείς στόχους. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τον τρόπο και τον φορέα που διενεργεί την προσαρμογή.

(29) Η άμεση εκτέλεση, στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η εκτέλεση, απόφασης που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς κήρυξη της εκτελεστότητας δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο τον σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης. Συνεπώς, το πρόσωπο κατά του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση θα πρέπει να μπορεί να υποβάλει αίτηση άρνησης της αναγνώρισης ή εκτέλεσης απόφασης εάν θεωρεί ότι συντρέχει λόγος άρνησης αναγνώρισης. Εν προκειμένω περιλαμβάνεται το επιχείρημα ότι δεν είχε τη δυνατότητα να προετοιμάσει την υπεράσπισή του όταν η απόφαση εκδίδεται ερήμην αυτού σε αστική υπόθεση που συνδέεται με ποινική διαδικασία. Περιλαμβάνει επίσης τα επιχειρήματα τα οποία μπορεί κάποιος να επικαλεστεί βάσει συμφωνίας που έχει συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 59 της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 μεταξύ του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η εκτέλεση και τρίτου κράτους.

(30) Ο διάδικος που αντιτάσσεται στην εκτέλεση απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, και σύμφωνα με το νομικό σύστημα του κράτους μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης, να είναι σε θέση να επικαλεστεί, στην ίδια διαδικασία, εκτός από τους λόγους άρνησης κατά τον παρόντα κανονισμό, τους λόγους άρνησης που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία και εντός των προθεσμιών που αυτή προβλέπει.

Η αναγνώριση μιας απόφασης μπορεί, ωστόσο, να απορριφθεί μόνο εφόσον συντρέχουν ένας ή περισσότεροι από τους λόγους άρνησης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(31) Ενόσω εκκρεμεί ένσταση για την εκτέλεση απόφασης, τα δικαστήρια του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η εκτέλεση θα πρέπει να μπορούν, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της εν λόγω ένστασης, συμπεριλαμβανομένου τυχόν ένδικου μέσου, να επιτρέπουν τη συνέχιση της εκτέλεσης υπό την επιφύλαξη περιορισμού της εκτέλεσης η σύστασης εγγύησης.

(32) Για να ενημερωθεί το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση απόφασης που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, η βεβαίωση που θεσπίζεται βάσει του παρόντος κανονισμού, εάν χρειάζεται συνοδευόμενη από την απόφαση, επιδίδεται και κοινοποιείται σε αυτό το πρόσωπο σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν το πρώτο μέτρο της εκτέλεσης. Στο πλαίσιο αυτό, ως πρώτο μέτρο εκτέλεσης λογίζεται το πρώτο μέτρο της εκτέλεσης μετά την επίδοση και κοινοποίηση.

(33) Εφόσον ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα διατάσσονται από το αρμόδιο για την ουσία της υπόθεσης δικαστήριο, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, ασφαλιστικά και συντηρητικά, μέτρα που διατάσσονται από το δικαστήριο αυτό χωρίς κλήτευση του εναγομένου δεν αναγνωρίζονται και δεν εκτελούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού εκτός εάν η απόφαση που περιέχει το μέτρο επιδίδεται και κοινοποιείται στον εναγόμενο πριν από την εκτέλεσή τους. Αυτό δεν αποκλείει την αναγνώριση και εκτέλεση των εν λόγω μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου. Σε περίπτωση που τα ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα διατάσσονται από δικαστήριο κράτους μέλους που δεν έχει αρμοδιότητα επί της ουσίας της υπόθεσης, οι συνέπειες των μέτρων θα πρέπει να περιορίζονται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

(34) Θα πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 και του παρόντος κανονισμού, και γι’ αυτό το σκοπό θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και των κανονισμών που την αντικατέστησαν.

(35) Η τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων που έχουν συνάψει τα κράτη μέλη έχει ως συνέπεια ότι ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες αφορούν ειδικά θέματα.

(36) Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σύμφωνα με τις Συνθήκες, ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή διμερών συμβάσεων και συμφωνιών μεταξύ ενός τρίτου κράτους και ενός κράτους μέλους που έχουν συναφθεί πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 οι οποίες αφορούν θέματα που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

(37) Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τηρούνται ενήμερες οι βεβαιώσεις που χρησιμοποιούνται σε σχέση με την αναγνώριση ή εκτέλεση αποφάσεων, δημοσίων εγγράφων και δικαστικών συμβιβασμών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ ανατίθεται στην Επιτροπή όσον αφορά τροποποιήσεις των παραρτημάτων I και ΙΙ του παρόντος κανονισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να πραγματοποιεί η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν προετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(38) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, που διασφαλίζονται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

(39) Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός περιορίζεται στο ελάχιστο που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων αυτών και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία προς τούτο όρια.

(40) Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας που έχει προσαρτηθεί στη ΣΕΕ και στην τότε συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, συμμετείχαν στην έκδοση και στην εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που έχει προσαρτηθεί στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία κοινοποίησαν την επιθυμία τους να μετάσχουν στην έκδοση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(41) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας το οποίο έχει προσαρτηθεί στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα της χώρας αυτής να εφαρμόσει τις τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 σύμφωνα με το άρθρο 3 της συμφωνίας, της 19ης Οκτωβρίου 2005, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (σημ. 13),

Σημειώσεις επί του άρθρου

Σημ. 1: ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 78.

Σημ. 2:  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2012 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2012.

Σημ. 3:  ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1.

Σημ. 4: ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 1.

Σημ. 5: ΕΕ L 299 της 31.12.1972, σ. 32ΕΕ L 304 της 30.10.1978, σ. 1ΕΕ L 388 της 31.12.1982, σ. 1ΕΕ L 285 της 3.10.1989, σ. 1ΕΕ C 15 της 15.1.1997, σ. 1. Για ενοποιημένο κείμενο βλέπε ΕΕ C 27 της 26.1.1998, σ. 1.

Σημ. 6: ΕΕ L 319 της 25.11.1988, σ. 9.

Σημ. 7: ΕΕ L 120 της 5.5.2006, σ. 22.

Σημ. 8: ΕΕ L 147 της 10.6.2009, σ. 5.

Σημ. 9: ΕΕ L 7 της 10.1.2009, σ. 1.

Σημ. 10: ΕΕ L 74 της 27.3.1993, σ. 74.

Σημ. 11: ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 45.

Σημ. 12: ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 1.

Σημ. 13: ΕΕ L 299 της 16.11.2005, σ. 62.

Σημειώσεις επί του νόμου

Ο παρών κανονισμός αντικατέστησε τον κανονισμό 44/2001, ο οποίοα εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε νομικές διαδικασίες που κινήθηκαν πριν από τη θέση σε εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στις 10 Ιανουαρίου 2015 (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε το άρθρο 66 του παρόντος κανονισμού).

Το δικαίωμα υπαναχώρησης στην Πνευματική Ιδιοκτησία - Συμβολές Αστικού Δικαίου Νο 13 21
Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ
send