logo-print

Dashcams και προσωπικά δεδομένα

Μια σύγκρουση που (μάταια) αναζητά συμβιβασμό

28/06/2024

03/07/2024

«Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σοβαρή παραβίαση του δικαιώματος των θιγομένων προσώπων να αποφασίζουν οι ίδιοι για την αποκάλυψη και χρήση των προσωπικών δεδομένων τους. Εάν κανείς έβλεπε το ζήτημα αυτό διαφορετικά και θεωρούσε πως η απλή πιθανότητα να υπάρξει ανάγκη για αποδεικτικό υλικό προηγείται του δικαιώματος στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό, αυτό θα σήμαινε πως σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κάθε πολίτης θα τοποθετεί κάμερες χωρίς τον οποιονδήποτε λόγο, όχι μόνο στο αυτοκίνητό του, αλλά και στα ρούχα του, προκειμένου να καταγράφει και να παρακολουθεί μόνιμα τους πάντες, με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικού υλικού για την άσκηση πιθανών αστικών αξιώσεων. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, θα σήμαινε πρακτικά την παραίτηση από το δικαίωμα στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό[1]

Ανάμεσα σε όλες τις κατηγορίες καμερών και σε όλες τις χρήσεις τους για κάθε πιθανό σκοπό, η περίπτωση με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι κατά πάσα πιθανότητα οι dashcams.

Οι dashcams παρουσιάζουν ενδιαφέρον για δύο κύριους λόγους: α) όλοι αντιλαμβάνονται πως η βασική χρήση τους παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα και συγκρούεται με βασικές απαιτήσεις νομιμότητας του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, και β) ταυτόχρονα, όλοι αντιλαμβάνονται πως, αν αυτό διατυπωθεί με τρόπο κατηγορηματικό και σαφή, μια ολόκληρη, ακμάζουσα, αγορά θα αντιμετωπίσει πρόβλημα. Στη δυσκολότερη θέση βρίσκονται οι εποπτικές αρχές του ΓΚΠΔ, οι οποίες διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: κάποιες λίγες που ρητώς αποκλείουν κάθε πιθανότητα νόμιμης χρήσης των dashcams, την πλειονότητα εξ αυτών, που απλώς επισημαίνουν προβλήματα, χωρίς όμως να δίνουν σαφείς απαντήσεις,[2] και τις αγγλοσαξονικές, που εφευρίσκουν διάφορες ευφάνταστες πατέντες και δικαιολογίες, προκειμένου να μην παρεμποδίζουν τη χρήση των συσκευών αυτών.

Ως dashcams (συντομογραφία του dashboard cameras) εννοούνται οι κάμερες που τοποθετούνται σε οχήματα, προκειμένου να καταγράφουν τόσο τον εξωτερικό χώρο, όσο και την καμπίνα αυτού. Στην ελληνική πρακτική έχουν στο παρελθόν αναφερθεί και ως κάμερες ταμπλό ή κάμερες σε αυτοκίνητο, τα τελευταία χρόνια όμως, όπως και διεθνώς, έχει κυριαρχήσει ο όρος dashcam.

Οι dashcams συνήθως τοποθετούνται στο εμπρόσθιο μέρος του εσωτερικού του οχήματος, στο ταμπλό, στο παρμπρίζ ή στον καθρέφτη και αποτελούνται από μια ή και περισσότερες κάμερες που λειτουργούν ταυτόχρονα. Ως προς τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, οι dashcams δεν διαφοροποιούνται σημαντικά από άλλους τύπους καμερών, με μόνη διαφορά την αξιοποίηση συγκεκριμένων τεχνολογικών δυνατοτήτων προς τον ειδικό σκοπό της εγκατάστασης σε όχημα.

Παρεμφερή λειτουργία με τις dashcams έχουν και οι κάμερες κράνους, που τοποθετούνται, όπως λέει και η ονομασία τους, στα κράνη των μοτοσικλετιστών ή των ποδηλατών. Οι κάμερες αυτές δεν αποτελούν αντικείμενο του παρόντος κειμένου, ωστόσο είναι σαφές πως πολλά από τα ζητήματα που θα εξεταστούν καταλαμβάνουν τη λειτουργία και των καμερών αυτών.

Α. Οι σκοποί της εγκατάστασης μιας dashcam

Ο κύριος σκοπός της αγοράς και εγκατάστασης μιας dashcam είναι η συλλογή αποδεικτικού υλικού σε περίπτωση συμβάντος επί του οχήματος, είτε ενόσω αυτό βρίσκεται σε κυκλοφορία στον δρόμο ή και κατά τη διάρκεια της στάθμευσής του. Μέσα από το υλικό που συλλέγεται από το σύστημα, ο οδηγός του οχήματος μπορεί να αποδείξει  - προς την ασφαλιστική του εταιρεία ή ενώπιον του δικαστηρίου – την υπαιτιότητα στην τέλεση ενός τροχαίου ατυχήματος ή να αναζητήσει το πρόσωπο που προκάλεσε φθορές στο όχημά του.

Ο σκοπός αυτός μνημονεύεται από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ως αποκλειστικός σκοπός εγκατάστασης, και στις δύο αναφορές της σε dashcams: Στην Έκθεση 2014,[3] η Αρχή κάνει λόγο για κάμερα που τοποθετείται σε αυτοκίνητο «για την καταγραφή της διαδρομής αυτού, προκειμένου το καταγεγραμμένο υλικό να χρησιμοποιηθεί, σε περίπτωση ατυχήματος, από τις ασφαλιστικές εταιρείες ή από το δικαστήριο», ενώ δύο χρόνια αργότερα (Έκθεση 2016)[4] η Αρχή μιλά για κάμερα που τοποθετείται σε αυτοκίνητο ή μηχανή «έτσι ώστε να υπάρξει καταγραφή βίντεο σε περίπτωση πρόσκρουσης/ατυχήματος».

Η ανάλυση αυτή της Αρχής απηχεί μια πρώιμη προσέγγιση ως προς τη λειτουργικότητα των dashcams, οι οποίες δεν ήταν παρά (όχι όσο σήμερα) μικρές φορητές κάμερες, που μπορούσαν να τοποθετηθούν στο ταμπλό ενός οχήματος για να καταγράφουν την πορεία του. Σήμερα, η λειτουργικότητα αυτή έχει πολλαπλασιαστεί σημαντικά, μαζί με τις τεχνολογικές δυνατότητες που οι κάμερες αυτές παρέχουν.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, παράλληλα με την καταγραφή συμβάντων κατά την κίνηση του οχήματος, μια σύγχρονη dashcam μπορεί να χρησιμοποιείται και για την προστασία του οχήματος κατά τον χρόνο στάθμευσης αυτού. Πρόκειται για μια λειτουργία η οποία θυμίζει την παραδοσιακή CCTV κάμερα που εγκαθίσταται σε χώρο στάθμευσης, με τη διαφορά πως η λύση που παρέχεται είναι ευκολότερη, φθηνότερη και κυρίως φορητή. Η προστασία του σταθμευμένου οχήματος μέσω μιας dashcam δεν περιορίζεται στον χώρο κύριας στάθμευσης αυτού, ήτοι στην κατοικία του ιδιοκτήτη, αλλά εκτείνεται και καλύπτει οποιοδήποτε εσωτερικό ή εξωτερικό περιβάλλον αυτό βρίσκεται, έστω και προσωρινά σταθμευμένο. Παράλληλα, η ενεργοποίηση της κάμερας δεν αποσκοπεί, όπως η παραδοσιακή CCTV της πιλοτής, αποκλειστικά στην προστασία του οχήματος από την κλοπή ή έστω τη δολιοφθορά από τον μνησίκακο γείτονα, αλλά και στην καταγραφή οποιουδήποτε περιστατικού συμβεί κατά τον χρόνο στάθμευσης, όπως για παράδειγμα την επαφή τρίτου οχήματος με τον προφυλακτήρα κατά τη διάρκεια στάθμευσης αυτού.

Πέραν των δύο ως άνω κεντρικών σκοπών, μια dashcam μπορεί να χρησιμοποιηθεί: α) για αμιγώς προσωπική χρήση, ήτοι την καταγραφή μιας ταξιδιωτικής διαδρομής, β) για την καταγγελία παραβάσεων των κανόνων οδικής κυκλοφορίας,[5] γ) για την προσκόμιση αποδείξεων στο πλαίσιο αμφισβήτησης διοικητικού προστίμου για παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και δ) για τη σύναψη ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σε περίπτωση όπου η χρήση της αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση ή συνεπάγεται προνόμια.

Ειδική περίπτωση αποτελεί η χρήση των dashcams σε επαγγελματικά οχήματα, η οποία παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες. Μια dashcam μπορεί να επιτηρεί την καμπίνα ενός ταξί προς τον σκοπό της προστασίας του οδηγού και των επιβατών ή την καμπίνα ενός επαγγελματικού φορτηγού, προς τον σκοπό της προστασίας των αγαθών που μεταφέρονται. Παράλληλα, στην περίπτωση όπου ο οδηγός τυγχάνει υπάλληλος του ιδιοκτήτη του οχήματος, μια dashcam (εσωτερική, αλλά και εξωτερική) μπορεί να χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της πορείας του ή/και την αξιολόγηση της αποδοτικότητας και της εν γένει συμπεριφοράς (οδηγικής και μη) του εργαζομένου. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και του computer vision, μια εσωτερική dashcam μπορεί να αναγνωρίζει συγκεκριμένες συμπεριφορές του οδηγού-υπαλλήλου[6] (ομιλία στο κινητό, υπνηλία, απόσπαση προσοχής κοκ) και να οδηγεί στην απόλυσή του. Όλες αυτές οι περιπτώσεις συνθέτουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και ιδιαίτερα περίπλοκο πεδίο σύγκρουσης δικαιωμάτων και ελευθεριών, από την παρακολούθηση ενός επιβάτη σε συνθήκες ιδιαίτερα προσωπικές, έως την αξιολόγηση ενός εργαζόμενου από τον εργοδότη του. Δεδομένης της πολυπλοκότητας των ζητημάτων αυτών, το παρόν κείμενο θα περιοριστεί στην απλούστερη περίπτωση της χρήσης dashcam εκτός επαγγελματικού περιβάλλοντος.

Β. Η χρήση της dashcam στο πλαίσιο προσωπικής δραστηριότητας

Στον βαθμό που μια παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, εκτείνεται, έστω και εν μέρει, στον δημόσιο χώρο και, ως εκ τούτου, εξέρχεται από την ιδιωτική σφαίρα αυτού που προβαίνει στην επεξεργασία των δεδομένων με το μέσο αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικώς «προσωπική ή οικιακή» δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 95/46.”

Οποιαδήποτε συζήτηση θα μπορούσε να γίνει σχετικά με τον αν η χρήση μιας dashcam εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα ή εξαιρείται ως προσωπική δραστηριότητα δεν θα γίνει ποτέ. Για την ακρίβεια, η συζήτηση αυτή θα γίνει μέσα στα στενά όρια που προσδιορίστηκαν από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση Rynes (C-212/13), έστω και αν η απόφασή αυτή αφορούσε μια παραδοσιακή οικιακή CCTV κάμερα.

Στην απόφαση Rynes, το ΔΕΕ υπέπεσε στο σφάλμα να αξιολογήσει την ένταξη ή μη μιας κάμερας βιντεοεπιτήρησης στο πεδίο εφαρμογής και τις απαιτήσεις νομιμότητας της Οδηγίας 95/46 με ένα και μόνο κριτήριο: την παρακολούθηση «έστω και εν μέρει» δημόσιου χώρου. Δεν εξέτασε τα τεχνικά χαρακτηριστικά της κάμερας, τους σκοπούς της λειτουργίας της, τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να κριθεί κατά περίπτωση αναγκαία η κάλυψη δημόσιου χώρου, ούτε καν την έκταση κάλυψης του χώρου αυτού. Με βάση την απόφαση Rynes, οποιαδήποτε κάμερα βιντεοεπιτήρησης εκτείνεται, έστω και κατ’ ελάχιστον, στον δημόσιο χώρο οφείλει να λειτουργεί με βάση τις απαιτήσεις του νόμου. Στην απόφαση Rynes, το ΔΕΕ θέλησε να προστατεύσει τα θεμελιώδη δικαιώματα από την παρακολούθηση με κάμερες ιδιωτών. Με τον τρόπο που το έκανε όμως, κατέστησε εξαρχής πρακτικά παράνομες όλες εκείνες τις συσκευές επιτήρησης που θα εμφανίζονταν τα επόμενα χρόνια.

Το πρώτο κριτήριο για την ένταξη ή μια μιας dashcam στην εξαίρεση της προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας είναι ο χαρακτηρισμός της ως κάμερας παρακολούθησης, ή αλλιώς ως συστήματος βιντεοεπιτήρησης. Το στοιχείο αυτό κρίνεται με βάση τον σκοπό της χρήσης της κάμερας.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, μια dashcam μπορεί να χρησιμοποιείται για την καταγραφή μιας όμορφης ταξιδιωτικής εμπειρίας, για αποκλειστικά αναμνηστικούς σκοπούς, ή για την προστασία του οχήματος και τη συλλογή αποδεικτικού υλικού σε περίπτωση συμβάντος. Η πρώτη περίπτωση δεν καθιστά τη dashcam κάμερα επιτήρησης, καθώς σκοπός τη χρήσης δεν είναι αυτή ακριβώς η επιτήρηση, αλλά η καταγραφή μιας διαδρομής. Πρόκειται για μια συμπεριφορά που εμφανίζει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη φωτογράφηση ή βιντεοσκόπηση ενός δημόσιου χώρου στο πλαίσιο ενός ταξιδιού αναψυχής. Η φωτογράφηση αυτή ενδέχεται, ειδικά σε δημοφιλείς προορισμούς, να περιλαμβάνει και τρίτα πρόσωπα που βρίσκονται στο σημείο λήψης, δεν αποτελεί ωστόσο συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ. Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της “αναμνηστικής χρήσης” μιας dashcam: Η κάμερα αυτή τοποθετείται σε σημείο που της επιτρέπει μετά βεβαιότητος να συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τα πρόσωπα που κινούνται στο πεδίο λήψης της. Τις πινακίδες και τους τύπους των οχημάτων, τις συμπεριφορές των πεζών, τα χαρακτηριστικά και την εμφάνιση των πεζών, ακόμη και τις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων εντός των ορίων της κατοικίας τους.

Το κρίσιμο όμως στοιχείο είναι ο σκοπός. Όλες οι πληροφορίες αυτές δεν αποτελούν αντικείμενο και σκοπό της χρήσης της κάμερας, ούτε και ενδιαφέρουν τον χρήστη αυτής. Η συλλογή των δεδομένων αυτών γίνεται παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο της κύριας επιδίωξης που είναι η λήψη αναμνηστικού υλικού από μια εκδρομή. Κατά συνέπεια, μια dashcam που χρησιμοποιείται για αναμνηστικούς σκοπούς δεν αποτελεί κάμερα επιτήρησης, αλλά μια κάμερα που λειτουργεί στο πλαίσιο δραστηριότητας αποκλειστικά οικιακής ή προσωπικής και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα. Αρκεί το υλικό που συλλέγεται να παραμένει στη διάθεση, θέαση και χρήση ενός στενού προσωπικού ή οικογενειακού κύκλου και να μην δημοσιοποιείται πέραν του κύκλου αυτού ως ταξιδιωτικός οδηγός.[7]

Το δεύτερο κριτήριο είναι ο δημόσιος χώρος, όπως αυτός οριοθετείται και ρυθμίζεται με την απόφαση Rynes του ΔΕΕ. Μια dashcam που δεν χρησιμοποιείται για αναμνηστικούς σκοπούς, αλλά για την επιτήρηση χώρου προς τον σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών, αποτελεί σύστημα βιντεοεπιτήρησης, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4[8] της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Όπως με όλα τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης, το καθεστώς λειτουργίας μιας dashcam κρίνεται με βάση το πεδίο λήψης της, ήτοι το αν αυτή καταγράφει ιδιόκτητο, κοινόχρηστο ή δημόσιο χώρο.

Στην περίπτωση καταγραφής ιδιωτικού χώρου, όπως για παράδειγμα όταν η κάμερα ενεργοποιείται στον ιδιωτικό χώρο στάθμευσης μιας κατοικίας, η νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν τυγχάνει εφαρμογής. Η χρήση αυτή αποτελεί αποκλειστικά προσωπική ή οικιακή δραστηριότητα και εξαιρείται των απαιτήσεων νομιμότητας του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, αφού δεν διαφοροποιείται από μια απλή οικιακή CCTV κάμερα που εγκαθίσταται στην αυλή μιας κατοικίας.

Στην περίπτωση καταγραφής κοινόχρηστου χώρου, η λειτουργία μιας κάμερας εκφεύγει των στενών ορίων της προσωπικής ή οικιακής εξαίρεσης και εισέρχεται στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα, αλλά με ήπιες σταθμίσεις αναλογικότητας. Ειδικά για την περίπτωση καταγραφής κοινόχρηστου χώρου στάθμευσης οχημάτων, το πλαίσιο αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 15 παρ.4 της Οδηγίας 1/2011 ΑΠΔΠΧ, σύμφωνα με το οποίο για την εγκατάσταση CCTV κάμερας σε πιλοτή απαιτείται η πλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων: η πρόβλεψη στον Κανονισμό της πολυκατοικίας ή η συναπόφαση των ενοίκων, η μη λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης για λογαριασμό της πολυκατοικίας, η εστίαση μόνο στο επιτηρούμενο όχημα και η τοποθέτηση ευδιάκριτης ενημερωτικής πινακίδας σε εμφανές σημείο του χώρου στάθμευσης. Οι προϋποθέσεις αυτές θα πρέπει αναλογικώς εφαρμοζόμενες να πληρούνται και στην περίπτωση λειτουργίας μιας dashcam κατά τη στάθμευση του οχήματος στον ίδιο χώρο. Ό,τι ισχύει για τη μια κάμερα βιντεοεπιτήρησης (CCTV) θα πρέπει να ισχύει και για την άλλη (dashcam). Σε διαφορετική περίπτωση, αν ήθελε γίνει δεκτό πως η λειτουργία της dashcam δεν υπάγεται στις προϋποθέσεις νομιμότητας της Αρχής, θα οδηγούμασταν στην αδικαιολόγητη αντίθεση μεταξύ δύο συστημάτων που επιτελούν τη ίδια λειτουργία και υπηρετούν τον ίδιο ακριβώς σκοπό.

Ομοίως εκτός οικιακής δραστηριότητας ευρίσκεται και η περίπτωση καταγραφής δημόσιου χώρου. Η περίπτωση αυτή, όπως έχει ήδη επισημανθεί, έχει προ πολλού κριθεί από την απόφαση Rynes του ΔΕΕ και έχει χαρακτηριστεί ως μια κανονική πράξη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, η οποία διέπεται από τις απαιτήσεις νομιμότητας του νόμου. Η καταγραφή δημόσιου χώρου έχει ειδική σημασία και ιδιαίτερη εφαρμογή στην περίπτωση μιας dashcam. Σε αντίθεση με μια σταθερή CCTV κάμερα επιτήρησης ή μια σταθερή θυροτηλεόραση, οι οποίες δύνανται κατ’ εξαίρεση και καθ’ υπέρβαση να εποπτεύουν χώρο πέραν των ορίων του ιδιωτικού, η dashcam έχει ως κύριο σκοπό της την καταγραφή δημόσιου χώρου. Είτε πρόκειται για έναν επαρχιακό δρόμο, είτε για εθνικό αυτοκινητόδρομο, αποστολή της dashcam είναι να καταγράφει τα σημεία στα οποία κινείται το αυτοκίνητο, προκειμένου να συλλέξει υλικό δυνητικώς χρήσιμο στον οδηγό του. Κατά τούτο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως μια dashcam, η οποία ενεργοποιείται όσο το όχημα βρίσκεται εκτός των ορίων της ιδιοκτησίας του χρήστη της, είτε αυτό κινείται στον δρόμο, είτε έχει σταθμεύσει σε δημόσιο χώρο, έχει τη δυνατότητα να συλλέγει και να επεξεργάζεται προσωπικά δεδομένα. Η συλλογή και επεξεργασία αυτή πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες νομιμότητας του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, κάτι που, όπως θα αναπτυχθεί ακολούθως, είναι εξαιρετικά δύσκολο.

Το τρίτο και τελευταίο κριτήριο είναι η δημοσιοποίηση του υλικού σε πρόσωπα πέραν του στενού οικογενειακού και προσωπικού περιβάλλοντος του χρήστη της κάμερας. Το κριτήριο αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον στις περιπτώσεις όπου η συλλογή του υλικού εντάσσεται καταρχήν στην εξαίρεση της προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει είτε όταν η dashcam χρησιμοποιείται για ταξιδιωτικούς- αναμνηστικούς σκοπούς, είτε όταν αυτή ενεργοποιείται μόνο εντός των ορίων της ιδιοκτησίας του χρήστη της. Οι περιπτώσεις αυτές, ακόμη και αν η κάμερα συλλέγει προσωπικά δεδομένα των προσώπων που κινούνται στο πεδίο λήψης της, δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα και δεν προϋποθέτουν την τήρηση των απαιτήσεων νομιμότητας του νόμου. Η εξαίρεση αυτή, ωστόσο, δεν διατηρείται στο διηνεκές, αλλά συναρτάται προς τη μελλοντική χρήση του υλικού που συλλέγεται. Το υλικό μιας αναμνηστικής λήψης με dashcam, όπως και μια απλή φωτογραφία που λαμβάνεται από ένα κινητό, παραμένει προσωπικό και οικιακό για όσο χρόνο αυτό διατηρείται εκτός της πρόσβασης τρίτων σε αυτό. Ως τρίτοι, εν προκειμένω, νοούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται εκτός του περιβάλλοντος του χρήστη του υλικού, οι άνθρωποι με τους οποίους αυτός δεν γνωρίζεται. Εάν ο χρήστης επιθυμεί να μοιραστεί την εμπειρία του με τους φίλους του, είτε σε μια οικιακή προβολή στο σπίτι του, είτε με μια ανάρτηση σε κλειστό κύκλο και περιορισμένο αριθμό φίλων στο Facebook, η πράξη του αυτή βρίσκεται επίσης εντός ορίων οικιακής δραστηριότητας. Αντίθετα όμως, εάν ο κάτοχος του υλικού αποφασίσει να το αναρτήσει στο κανάλι του στο YouTube ή στον λογαριασμό του στο TikTok, με σκοπό να μοιραστεί με άγνωστο αριθμό τρίτων προσώπων, τότε εξέρχεται την οικιακής εξαίρεσης και προβαίνει σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Αντίστοιχα, εάν ο κάτοχος του υλικού θεωρήσει σκόπιμο να προσκομίσει αυτό σε δημόσια αρχή ή στη δικαιοσύνη, άρα να το καταστήσει προσβάσιμο σε πρόσωπα εκτός του στενού περιβάλλοντός του, και πάλι βαρύνεται με τις υποχρεώσεις νομιμότητας του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων.

Γ. Οι συνέπειες της ένταξης στις απαιτήσεις νομιμότητας της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα.

Η στιγμή κατά την οποία η συλλογή προσωπικών δεδομένων ή η μεταγενέστερη χρήση των συλλεγέντων δεδομένων εξέρχεται της οικιακής εξαίρεσης και εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων είναι καθοριστική. Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων δεν προβλέπει την ειδικότερη αντιμετώπιση των πράξεων επεξεργασίας, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του προσώπου που τις διενεργεί ή τους σκοπούς της επεξεργασίας, ούτε επιφυλάσσει ηπιότερες ρυθμίσεις για την επεξεργασία δεδομένων που διενεργείται από φυσικά πρόσωπα. Μια dashcam που πραγματοποιεί συλλογή και επεξεργασία δεδομένων για λογαριασμό ενός φυσικού προσώπου και εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας προϋποθέτει την τήρηση όλων των υποχρεώσεων του υπευθύνου επεξεργασίας: τεκμηρίωση νομιμότητας (νομική βάση), σκοπός ρητός, καθορισμένος και νόμιμος, ελαχιστοποίηση των δεδομένων που συλλέγονται, ενημέρωση των υποκειμένων, υποχρέωση λήψης μέτρων ασφάλειας και εν τέλει υποχρέωση λογοδοσίας.

Κατά τούτο, οποιοσδήποτε αποφασίζει να τοποθετήσει μια dashcam στο όχημά του και να βγει στον δρόμο, πρέπει να γνωρίζει πως έχει την υποχρέωση αφενός να εκπληρώνει όλες τις απαιτήσεις νομιμότητας που θέτει ο νόμος, αφετέρου να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να αποδείξει την εκπλήρωση αυτή. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια πρόκληση, ειδικά με δεδομένο πως η τεκμηρίωση αυτή της νομιμότητας είναι σχεδόν αδύνατη.

Δ. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από μια dashcam

Όπως γίνεται παγίως δεκτό για όλους τους τύπους καμερών, η λειτουργία μας κάμερας προϋποθέτει τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων εικόνας, ενίοτε και ήχου. Τα δεδομένα εικόνας αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα όταν αυτά περιλαμβάνουν πληροφορίες που δύνανται να αποδοθούν σε ταυτοποιημένα ή ταυτοποιήσιμα πρόσωπα.[9] Περαιτέρω, όπως παγίως γίνεται δεκτό, η δυνατότητα ταυτοποίησης των προσώπων που καταγράφονται δεν αναφέρεται κατ’ ανάγκην στον χρήστη της κάμερας. Είναι προφανές πως αυτός που εγκαθιστά μια CCTV κάμερα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την ταυτότητα όλων των προσώπων που ενδέχεται να καταγραφούν από αυτή. Τούτο όμως δεν έχει καμία σημασία, ως προς την ένταξη των πληροφοριών που καταγράφονται στην έννοια των προσωπικών δεδομένων. Η ταυτοποίηση αυτή μπορεί να γίνει από τρίτα πρόσωπα, όπως ανθρώπους του οικογενειακού ή επαγγελματικού περιβάλλοντος των απεικονιζομένων προσώπων ή από την αστυνομική - δικαστική αρχή, στο πλαίσιο διερεύνησης συμβάντος. Ο ίδιος ο σκοπός άλλωστε της εγκατάστασης μιας κάμερας βιντεοεπιτήρησης συνηγορεί υπέρ του χαρακτηρισμού των πληροφοριών ως προσωπικών δεδομένων: Εφόσον μια κάμερα βιντεοεπιτήρησης εγκαθίσταται προς τον σκοπό της αναγνώρισης και του εντοπισμού των προσώπων που δυνητικώς θα πλήξουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του χρήστη της είναι προφανές ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται αποτελούν δεδομένα που αναφέρονται σε ταυτοποιημένα ή ταυτοποιήσιμα πρόσωπα.

Οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμογής σε κάθε τύπο κάμερας βιντεοεπιτήρησης, καταλαμβάνουν και τη χρήση των dashcams. Μια dashcam που τοποθετείται προς τον σκοπό του εντοπισμού και της καταγραφής συμβάντων και της συλλογής αποδεικτικού υλικού πραγματοποιεί συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, εφόσον το υλικό που συλλέγει δύναται να αποδοθεί σε φυσικά πρόσωπα που ταυτοποιούνται.

Προσωπικά δεδομένα αποτελούν καταρχήν οι αριθμοί κυκλοφορίας των οχημάτων που βρίσκονται στον δρόμο, πληροφορία η οποία αποτελεί πρώτιστο στόχο συλλογής μιας dashcam. Η πληροφορία αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι αποδίδεται στον κάτοχο του οχήματος, όπως αυτός δύναται ευχερώς να αναζητηθεί από τις οικείες βάσεις δεδομένων του Υπουργείου Μεταφορών, και όχι απαραίτητα στον οδηγό αυτού. Υπό την έννοια αυτή, η εικόνα ενός οχήματος που κινείται στο πεδίο λήψης της dashcam δύναται να περιλαμβάνει προσωπικά δεδομένα περισσοτέρων του ενός ατόμων: του οδηγού, των επιβατών, αλλά και του ιδιοκτήτη του οχήματος.

Προσωπικά δεδομένα αποτελούν και οι πληροφορίες που σχετίζονται με τα άτομα που τυγχάνει να περνούν μπροστά από το πεδίο λήψης της dashcam. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν καταρχήν την ίδια την εικόνα τους, ενώ από την αποκάλυψη της πληροφορίας αυτής μπορούν να συναχθούν πολύ περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα άτομα αυτά. Στην περίπτωση ενός οδηγού, η κάμερα δύναται να αποκαλύψει στοιχεία σχετικά με την οδηγική ή κοινωνική συμπεριφορά του, πληροφορίες οι οποίες αποτελούν πρόσθετα προσωπικά δεδομένα. Μια dashcam μπορεί να αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο ο οδηγός συμπεριφέρεται στον δρόμο, τη συμμόρφωσή του με τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας, την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του ως προς τις προϋποθέσεις νόμιμης κυκλοφορίας του οχήματος (ύπαρξη πινακίδων κυκλοφορίας, σήμανση τεχνικού ελέγχου του οχήματος, χρήση κράνους).

Στην περίπτωση των πεζών, οι πληροφορίες είναι ακόμη περισσότερες και μπορούν να φθάσουν μέχρι τις πιο εσωτερικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής τους: Πού βρίσκονται και με ποιον, τι φορούν, ποια είναι η συμπεριφορά τους στον δημόσιο χώρο. Από πού εξέρχονται (πχ. θρησκευτικός τόπος), αν εμφανίζουν χαρακτηριστικά που μπορούν να συνδεθούν με προβλήματα υγείας (πχ. περπάτημα με πατερίτσες), αν εισέρχονται σε κατάστημα με ερωτικά είδη ή εξέρχονται τρέχοντας από ένα πολυκατάστημα ηλεκτρικών ειδών. Όπως ισχύει με όλες τις κάμερες βιντεοεπιτήρησης, οι πληροφορίες που δύνανται να συλλεγούν δεν έχουν περιορισμό.[10]

Κατά την έννοια του άρθρου 4 στοιχ. 2 ΓΚΠΔ, ως επεξεργασία δεδομένων ορίζεται “κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή”. Μια κάμερα πραγματοποιεί επεξεργασία δεδομένων με τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων. Η επεξεργασία αυτή αρχίζει με τη συλλογή των δεδομένων, όπως αυτή επέρχεται από τη θέση της κάμερας σε λειτουργία και μπορεί να επεκταθεί σε πολύ περισσότερες αυτοτελείς πράξεις επεξεργασίας: πράξη επεξεργασίας συνιστά η αποθήκευση του βιντεοληπτικού υλικού στην εξωτερική μνήμη της συσκευής, όπως και η μεταφορά και αποθήκευση του υλικού αυτού στο κινητό του χρήστη ή στον οικιακό υπολογιστή του. Επεξεργασία δεδομένων συνιστά η διαβίβαση του υλικού στην ασφαλιστική εταιρεία, την αστυνομική αρχή ή το δικαστήριο, αλλά και η ανάρτησή του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, τόσο ως φωτογραφικό στιγμιότυπο, όσο και ως απόσπασμα αρχείου βίντεο.

Οι πράξεις επεξεργασίας αυτές είναι διακριτές και πρέπει να εξετάζονται αυτοτελώς. Κάθε πράξη επεξεργασίας έχει τον δικό της καθορισμένο, ρητό και νόμιμο σκοπό, για την εκπλήρωση του οποίου αυτή πραγματοποιείται, τη δική της νομική θεμελίωση και τις δικές της προϋποθέσεις νομιμότητας. Η τυχόν νομιμότητα της αρχικής συλλογής βιντεοληπτικού υλικού δεν νομιμοποιεί οποιαδήποτε περαιτέρω πράξη επεξεργασίας, χωρίς την πλήρωση των αναγκαίων εκ του νόμου απαιτήσεων. Αντίστροφα, η αρχικώς μη νόμιμη συλλογή δεδομένων εικόνας μέσα από μια κάμερα καθιστά παράνομη κάθε περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων, ακόμη και αν αυτή θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να δικαιολογείται.[11]

Δοθέντος πως μια dashcam που τίθεται σε λειτουργία πραγματοποιεί πράξεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, κεντρικό ρόλο στο περιβάλλον συμμόρφωσης του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων καλείται να επιτελέσει το πρόσωπο εκείνο που θα αναλάβει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας. Ως υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά το άρθρο 4 στοιχ. 7 ΓΚΠΔ, καλείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που καθορίζει τους σκοπούς και τον τρόπο[12] της επεξεργασίας, εν προκειμένω δηλαδή, το πρόσωπο που αποφασίζει την εγκατάσταση της dashcam και το ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας αυτής. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, το πρόσωπο αυτό θα είναι ο ιδιοκτήτης του οχήματος. Ο ιδιοκτήτης είναι αυτός που θα έχει κρίνει επί της αναγκαιότητας αγοράς και τοποθέτησης μιας κάμερας στο εσωτερικό του οχήματος, θα έχει καθορίσει το σημείο που αυτή θα εγκατασταθεί, το πεδίο λήψης της και θα έχει αξιολογήσει τους σκοπούς που επιδιώκονται, οι οποίοι πρωτίστως θα συνίστανται στην προστασία της ιδιοκτησίας του ή/και την υπεράσπιση των νομίμων συμφερόντων του σε περίπτωση συμβάντος.

Υπεύθυνος επεξεργασίας δύναται, υπό προϋποθέσεις, να είναι και ο οδηγός του οχήματος, στην περίπτωση όπου η αγορά και εγκατάσταση της κάμερας είναι αποτέλεσμα δικής του απόφασης. Όπως γίνεται δεκτό, ο καθορισμός του προσώπου που ενεργεί ως υπεύθυνος επεξεργασίας κρίνεται κατά περίπτωση και με τεκμήριο λειτουργικό. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο ιδιοκτήτης του οχήματος (φυσικό πρόσωπο ή εταιρεία) να μην έχει λόγο ως προς την εγκατάσταση της dashcam, η οποία έχει αποφασιστεί αποκλειστικά από το πρόσωπο που χρησιμοποιεί το όχημα για τις μετακινήσεις του.[13]

Η αναγνώριση και απόδοση του ρόλου του υπευθύνου επεξεργασίας είναι κρίσιμη, καθώς το πρόσωπο που θα αναλάβει τον ρόλο αυτό καλείται να συμμορφωθεί με ολόκληρο το κανονιστικό σύμπαν του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων. Ο ιδιοκτήτης του οχήματος, ο οποίος αποφασίζει την εγκατάσταση μιας dashcam, από την πρώτη στιγμή που τη θέτει σε λειτουργία αναλαμβάνει το σύνολο των υποχρεώσεων του ΓΚΠΔ. Οφείλει να έχει προσδιορίσει με σαφήνεια τον σκοπό της χρήσης της κάμερας,[14] σκοπός ο οποίος πρέπει να είναι καθορισμένος, ρητός και νόμιμος.[15]

Σε συνάρτηση με όλους αυτούς του σκοπούς, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει την υποχρέωση να προσδιορίσει την αντιστοίχως κατάλληλη νομική βάση, στην οποία θα θεμελιώσει την κάθε πράξη επεξεργασίας δεδομένων που θα πραγματοποιήσει. Πρόκειται για μια υποχρέωση άκρως απαιτητική, σε σημείο που να καθίσταται τουλάχιστον αμφίβολο αν μπορεί να επιτευχθεί από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί στο πλαίσιο μιας τέτοιας δραστηριότητας. Λαμβάνοντας ως δεδομένο πως η νομική βάση για τη συλλογή και αποθήκευση του υλικού δεν μπορεί παρά να είναι το έννομο συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας καλείται να αξιολογήσει αναλυτικά τα τρια κριτήρια του εννόμου συμφέροντος, όπως αυτά έχουν προσδιοριστεί από το ΔΕΕ:[16] σε τι συνίσταται το έννομο συμφέρον του, πώς τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα των προβλεπομένων πράξεων επεξεργασίας προς τον σκοπό της εκπλήρωσης του επιδιωκόμενου από το έννομο συμφέρον στόχου και γιατί το έννομο συμφέρον υπερέχει των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων προσώπων, που στην περίπτωση μιας dashcam είναι η απροσδιόριστη σε αριθμό ομάδα ανθρώπων που θα καταγράφονται εν αγνοία τους από ένα σύστημα βιντεοεπιτήρησης. Το έννομο συμφέρον αυτό δεν αρκεί να αξιολογείται· πρέπει να τεκμηριώνεται εγγράφως, ούτως ώστε να μπορεί να τεθεί στη διάθεση της εποπτικής αρχής, ανά πάσα στιγμή, ως στοιχείο συμμόρφωσης με την υποχρέωση της λογοδοσίας.

Επιπρόσθετα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει την υποχρέωση να προσδιορίσει με σαφήνεια τις περιόδους διατήρησης των δεδομένων που θα συλλέγονται· να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων αυτών· να εφαρμόσει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, “προκειμένου να διασφαλίζει και να μπορεί να αποδεικνύει” ότι η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων· να εφαρμόζει μέτρα προστασίας δεδομένων από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού· να καθορίσει την σχέση του με τον πάροχο υπηρεσιών λειτουργικότητας της εφαρμογής που θα χρησιμοποιείται για την επεξεργασία δεδομένων σε cloud, συνάπτοντας το αναγκαίο συμφωνητικό του άρθρου 26 ή 28· να γνωστοποιεί την παραβίαση των δεδομένων στην Αρχή, στην περίπτωση όπου χάσει την κάρτα μνήμης ή το hardware στο οποίο έχει αποθηκεύσει υλικό· να ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων κατά τον χρόνο συλλογής του υλικού και να δέχεται αιτήματα αυτών βάσει των άρθρων 15επ. ΓΚΠΔ. Ατυχώς για τον χρήστη της dashcam, ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων δεν εισήγαγε ήπιο πλαίσιο υποχρεώσεων για τα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν στο πλαίσιο προσωπικών σκοπών, αλλά βρίσκονται εκτός προσωπικής εξαίρεσης. Τα πρόσωπα αυτά φέρουν την υποχρέωση συμμόρφωσης με το σύνολο των απαιτήσεων της νομοθεσίας.

Τα ζητήματα αυτά, ωστόσο, είναι μάλλον υποθετικού χαρακτήρα, καθώς θα είχαν αξία στην περίπτωση όπου μια dashcam που καταγράφει δημόσιο χώρο θα μπορούσε να λειτουργεί νομίμως. Όπως θα καταδειχθεί στην επόμενη ενότητα, η νόμιμη λειτουργία αυτή δεν είναι δυνατή και δη για περισσότερους του ενός λόγους.

Ε. Τα ζητήματα (προβλήματα) νομιμότητας από τη χρήση dashcam

α. Η βιντεοσκόπηση δημόσιου χώρου

Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες της Ένωσης στις οποίες η λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης σε δημόσιο χώρο επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις και μόνο από τη δημόσια αρχή. Η οποιαδήποτε συζήτηση ως προς το πλαίσιο και τα όρια της νόμιμης λειτουργίας ιδιωτικών καμερών σε δημόσιο χώρο υπό το πρίσμα της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα (βλ. αναλογικότητα) είναι ουσιαστικά άνευ αντικειμένου· τούτο διότι παραβλέπει πως η λειτουργία αυτή απαγορεύεται ρητώς από τον ίδιο τον νόμο.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν.3917/2011, όπως αυτό διατηρείται μέχρι και σήμερα σε ισχύ, η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης σε δημόσιο χώρο επιτρέπεται για πέντε συγκεκριμένους λόγους (παρ.1) και μόνο από την κρατική αρχή (παρ.2). Αντίθετα, όπως ρητώς προβλέπει η παράγραφος 5 του ιδίου άρθρου, οι ιδιώτες επιτρέπεται να εγκαθιστούν και να λειτουργούν συστήματα επιτήρησης μόνο στους χώρους που αυτοί διαχειρίζονται και αποκλειστικά προς τον σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών.

Η ρύθμιση αυτή του εθνικού νομοθέτη, στον βαθμό που δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις προβλέψεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων,[17] είναι σαφής, ισχυρή και δεν επιδέχεται ερμηνευτική αμφισβήτηση, ενώ άλλωστε δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία.[18] Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, η λειτουργία μιας κάμερας βιντεοεπιτήρησης, η οποία επιτηρεί δημόσιο χώρο προσκρούει απευθείας στην απαγόρευση του νομοθέτη, χωρίς συνεπώς να απαιτείται εξειδίκευση των όρων της λειτουργίας αυτής υπό το πρίσμα των κανόνων του ΓΚΠΔ.

β. Η νομιμότητα της επεξεργασίας

Πρώτη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας είναι η νομιμότητα της επεξεργασίας. Πρόκειται για την εν στενή εννοία νομιμότητα της επεξεργασίας, ήτοι την υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας να θεμελιώσει την επεξεργασία των δεδομένων σε έναν από τους δικαιολογητικούς λόγους του άρθρου 6 ΓΚΠΔ, σε μια νόμιμη βάση.

Το ζήτημα της νόμιμης βάσης για τη συλλογή δεδομένων μέσα από ένα σύστημα βιντεοεπιτήρησης που εγκαθίσταται από ιδιώτη έχει λυθεί εδώ και πολλά χρόνια και – στην πραγματικότητα – αποτελεί ένα από τα ελάχιστα ζητήματα που δεν διχάζουν τη θεωρία, τη νομολογία και την πρακτική. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του συστήματος βιντεοεπιτήρησης αποκλείει εξ αρχής την επίκληση όλων των νομίμων βάσεων του άρθρου 6, πλην μίας: του εννόμου συμφέροντος του άρθρου 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ.

Μια κάμερα θα μπορούσε τυπικά να λειτουργήσει με βάση τη συγκατάθεση των υποκειμένων, ουσιαστικά όμως αυτό είναι αδύνατον. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την τεκμηρίωση από πλευράς υπευθύνου επεξεργασίας πως όλοι όσοι βρέθηκαν στο πεδίο λήψης της κάμερας, πρόσωπα άγνωστα σε αυτόν, είχαν προηγουμένως εκφράσει τη βούλησή τους να βιντεοσκοπηθούν. Η έκφραση βούλησης αυτή θα έπρεπε να είναι ρητή, υπό την έννοια ότι θα πρέπει με κάποιον τρόπο να αποδεικνύεται, και θα έπρεπε να είναι ελεύθερη, υπό την έννοια ότι η τυχόν άρνηση χορήγησης συγκατάθεσης δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση εισόδου στον επιτηρούμενο χώρο.

Τα προβλήματα αυτά παρατηρούνται σε πολλαπλάσιο βαθμό κατά τη λειτουργία μιας dashcam. Η λήψη συγκατάθεσης από τους πεζούς, τους ποδηλάτες και τους οδηγούς που βρέθηκαν στο πεδίο λήψης μιας κάμερας αυτοκινήτου είναι σαφώς αδύνατη, ενώ ακόμη και στην περίπτωση όπου η κάμερα καταγράφει αποκλειστικά πινακίδες αυτοκινήτων, η λήψη της συγκατάθεσης θα απαιτούσε τη δυνατότητα άμεσης ταυτοποίησης και εντοπισμού των ιδιοκτητών των αυτοκινήτων αυτών, κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί. Περαιτέρω, η συγκατάθεση στην dashcam δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει και για έναν πρόσθετο λόγο, σχετιζόμενο με τα ειδικά χαρακτηριστικά λειτουργίας της: σε αντίθεση με την κάμερα ενός καταστήματος, όπου η συγκατάθεση θα μπορούσε να δοθεί, έστω και εκβιαστικά, προκειμένου να εξασφαλίσει την είσοδο των υποκειμένων στο χώρο επιτήρησης, κανένας λόγος δεν θα μπορούσε να υποχρεώσει  - εξαναγκάσει τους ευρισκόμενους στον δημόσιο χώρο πολίτες να συναινέσουν στη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων τους από έναν συμπολίτη της. Είναι απολύτως βέβαιον ότι εάν κάποιος ζητούσε τη συγκατάθεσή τους προκειμένου να ενεργοποιήσει μια κάμερα που θα τους καταγράφει προκειμένου να διασφαλίζει τα συμφέροντα ενός τρίτου και άγνωστου σε αυτούς οδηγού, αυτοί όχι μόνο δεν θα την παρείχαν, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα καλούσαν και την αστυνομική αρχή.

γ. Το έννομο συμφέρον και η αναλογικότητα

Η νομική βάση του εννόμου συμφέροντος του άρθρου 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ αποτελεί την πιο ευρεία και την πιο ενδιαφέρουσα νομική βάση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων. Είναι ενδιαφέρουσα διότι το εφαρμοστικό της πεδίο είναι σχεδόν απεριόριστο, ενώ όμως παράλληλα οι προϋποθέσεις νόμιμης επίκλησής της την καθιστούν εξαιρετικά απαιτητική.

Οι προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος οριοθετήθηκαν από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφασή του στην υπόθεση Rīgas satiksme (C-13/16) την 4η Μαΐου 2017.  Όπως έκρινε το ΔΕΕ, αναφερόμενο στο αντίστοιχο άρθρο 7 της προϊσχύσασας Οδηγίας 95/46, η επίκληση του εννόμου συμφέροντος απαιτεί την πλήρωση τριών σωρευτικών προϋποθέσεων: «πρώτον, την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του τρίτου ή των τρίτων στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, δεύτερον, την αναγκαιότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος και, τρίτον, την προϋπόθεση ότι δεν προέχουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του προσώπου το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων».[19]

Οι προϋποθέσεις αυτές εξειδικεύτηκαν, ειδικά για την περίπτωση της λειτουργίας συστημάτων βιντεοεπιτήρησης, με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Asociaţia de Proprietari bloc M5A-ScaraA (C-708/18), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι:

- ως προς την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος, το έννομο συμφέρον αυτό «πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς κατά την ημερομηνία της επεξεργασίας και να μην έχει υποθετικό χαρακτήρα κατά την ημερομηνία αυτή»,

- ως προς την αναγκαιότητα της επεξεργασίας, κρίσιμα στοιχεία είναι αφενός το κατά πόσον ο επιδιωκόμενος σκοπός «θα μπορούσε εύλογα να επιτευχθεί κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό με άλλα μέσα τα οποία θίγουν λιγότερο τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα», αφετέρου η εκτίμηση της αναλογικότητας, «υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων ρυθμίσεων για την εγκατάσταση και λειτουργία της συσκευής αυτής, οι οποίες πρέπει να περιορίζουν τις επιπτώσεις επί των δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την αποτελεσματικότητα του επίμαχου συστήματος βιντεοπαρακολούθησης»,

- ως προς τη μη υπεροχή των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων, απαιτείται «στάθμιση των επίμαχων δικαιωμάτων και συμφερόντων σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της οικείας ειδικής περιπτώσεως», κρίσιμο στοιχείο της οποίας είναι και «οι εύλογες προσδοκίες του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, όταν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί ευλόγως να αναμένει τη μεταγενέστερη επεξεργασία τους». [20]

Παράλληλα, το ΔΕΕ επισημαίνει και κάτι εξαιρετικά σημαντικό, το οποίο θα επαναλάβει και σε επόμενες αποφάσεις του: Στην περίπτωση της αξιολόγησης των προϋποθέσεων του εννόμου συμφέροντος, η αναγκαιότητα της επεξεργασίας πρέπει να εξετάζεται από κοινού με την αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων.[21] Η παρατήρηση αυτή δεν είναι άνευ σημασίας στην περίπτωση των συστημάτων βιντεοεπιτήρησης· η ενσωμάτωση της αναλογικότητας/ελαχιστοποίησης στα κριτήρια του εννόμου συμφέροντος σημαίνει πως οποιαδήποτε υπέρβαση της αναλογικότητας πλήττει ευθέως τη νομική βάση, άρα και την ίδια τη νομιμότητα της λειτουργίας του συστήματος.

Ακόμη πιο εκτενής υπήρξε η ανάλυση των τριών προϋποθέσεων του ΔΕΕ που έγινε με τις Κατευθυντήριες Γραμμές 3/2019 του ΕΣΠΔ για τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης. Όπως προκύπτει από την ανάλυση του ΕΣΠΔ, η κρισιμότερη και δυσκολότερη προϋπόθεση, η οποία μπορεί να αποκλείσει τη λειτουργία μιας κάμερας ακόμη και όταν οι δύο προηγούμενες προϋποθέσεις πληρούνται, είναι η στάθμιση με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων που θα επιτηρούνται. Ως προς τη στάθμιση αυτή, το ΕΣΠΔ παρατηρεί ότι:

α) η στάθμιση των συμφερόντων είναι υποχρεωτική. Τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες, αφενός, και τα έννομα συμφέροντα του υπευθύνου επεξεργασίας, αφετέρου, πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται με προσοχή.

β) Ο συσχετισμός αφηρημένων καταστάσεων ή η σύγκριση παρεμφερών περιπτώσεων δεν είναι επαρκής. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να αξιολογεί τους κινδύνους παραβίασης των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Ως εκ τούτου, το καθοριστικό κριτήριο είναι η ένταση της παρέμβασης στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του ατόμου.

γ) Η ένταση εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το είδος των πληροφοριών που συγκεντρώνονται (περιεχόμενο των πληροφοριών), το πεδίο κάλυψης (πυκνότητα πληροφοριών, χωρική και γεωγραφική έκταση), τον αριθμό των ενδιαφερόμενων υποκειμένων των δεδομένων –είτε ως συγκεκριμένος αριθμός είτε ως αναλογία του σχετικού πληθυσμού– την υπό εξέταση κατάσταση, τα πραγματικά συμφέροντα της ομάδας των υποκειμένων των δεδομένων, τα εναλλακτικά μέσα, καθώς και τη φύση και το πεδίο εφαρμογής της αξιολόγησης των δεδομένων. Σημαντικοί παράγοντες στάθμισης μπορεί να είναι το μέγεθος του χώρου που βρίσκεται υπό επιτήρηση και ο αριθμός των υπό επιτήρηση υποκειμένων των δεδομένων. Η χρήση βιντεοεπιτήρησης σε απομακρυσμένη περιοχή (π.χ. για την παρακολούθηση άγριας πανίδας ή για την προστασία ζωτικών υποδομών όπως ιδιωτική ραδιοφωνική κεραία) πρέπει να αξιολογείται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι η βιντεοεπιτήρηση σε πεζοδρομημένη περιοχή ή σε εμπορικό κέντρο.

ε) Κατά την αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εύλογες προσδοκίες του υποκειμένου των δεδομένων τόσο κατά τη στιγμή όσο και στο πλαίσιο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ερμηνεία της έννοιας των εύλογων προσδοκιών δεν θα πρέπει να βασίζεται μόνο στις εν λόγω υποκειμενικές προσδοκίες. Αντιθέτως, το αποφασιστικό κριτήριο πρέπει να είναι εάν ένας αντικειμενικός τρίτος θα μπορούσε λογικά να αναμένει και να συμπεράνει ότι υπόκειται σε παρακολούθηση στην εκάστοτε κατάσταση. Τα υποκείμενα των δεδομένων μπορούν επίσης να αναμένουν ότι δεν θα παρακολουθούνται εντός δημοσίως προσβάσιμων χώρων, πολύ δε περισσότερο αν οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για ανάρρωση, αποκατάσταση και δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, καθώς και εντός χώρων στους οποίους οι άνθρωποι αναπαύονται και/ή επικοινωνούν, όπως καθιστικοί χώροι, τραπέζια σε εστιατόρια, πάρκα, κινηματογράφοι και γυμναστήρια. Σε αυτήν την περίπτωση, τα συμφέροντα ή τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων συχνά υπερισχύουν των έννομων συμφερόντων του υπευθύνου επεξεργασίας.

Παρατηρώντας κανείς τα κριτήρια αυτά, καταλήγει μετά βεβαιότητας πως η στάθμιση των συμφερόντων κατά τη χρήση μιας dashcam είναι σχεδόν αδύνατον να κλίνει υπέρ του χρήση της – υπευθύνου επεξεργασίας των δεδομένων.

Κατ’ αρχήν, ο αριθμός των υποκειμένων των δεδομένων είναι απολύτως αδύνατον να προσδιοριστεί, έστω και κατά προσέγγιση, γεγονός που καθιστά εξαρχής αδύνατη και την προσεκτική αξιολόγησης της έντασης της παρέμβασης, περαιτέρω δε και την στάθμιση των δικαιωμάτων. Κανένας οδηγός δεν μπορεί να προσδιορίσει την έκταση του χώρου που θα επιτηρήσει, τον αριθμό των υποκειμένων που θα καταγράψει ή τις κατηγορίες των υποκειμένων αυτών (παιδιά, άνθρωποι με κινητικά προβλήματα ή εμφανή προβλήματα υγείας, ηλικιωμένοι). Μια dashcam έχει τη δυνατότητα να καταγράφει τους πάντες, αρκεί να βρίσκονται σε δημόσιο χώρο, σε δρόμο, σε διάβαση πεζών, σε πεζοδρόμιο. Μια dashcam μπορεί να καταγράψει τον πολίτη που εισέρχεται στην οικία του, τον ασθενή που εξέρχεται από κλινική, τον πιστό που προσέρχεται σε ιερό ναό, τα παιδιά που επιβιβάζονται σε λεωφορείο.

Δεύτερο μείζον ζήτημα, οι εύλογες προσδοκίες των υποκειμένων. Οι εύλογες προσδοκίες δεν είναι το δυσκολότερο πρόβλημα της στάθμισης, όταν πρόκειται για τη βιντεοεπιτήρηση ενός εμπορικού καταστήματος. Πράγματι, οι περισσότεροι πελάτες καταστημάτων υποψιάζονται ή γνωρίζουν ή και αποδέχονται το ενδεχόμενο λειτουργίας καμερών βιντεοεπιτήρησης στους χώρους του καταστήματος. Αντιλαμβάνονται πως εισέρχονται σε έναν χώρο όπου υπάρχουν προϊόντα, γνωρίζουν πως είναι συχνό το φαινόμενο της παράνομης αφαίρεσης των προϊόντων αυτών και αναγνωρίζουν πως η βιντεοεπιτήρηση περιορίζεται στους χώρους που ανήκουν στην επιχείρηση ή τυγχάνουν διαχείρισης από τον επιχειρηματία και δεν εκτείνεται πέραν των χώρων αυτών. Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να ισχύσει στη λειτουργία μιας dashcam.

Στη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων από μια dashcam, οι πολίτες δεν βρίσκονται σε ειδικά οριοθετημένο ιδιόκτητο χώρο, αλλά στον δρόμο, στο πεζοδρόμιο ή ακόμη και στην αυλή του σπιτιού τους. Η παρουσία τους στον χώρο αυτό δεν σχετίζεται με την αγορά προϊόντων, αλλά καλύπτει οποιαδήποτε καθημερινή δραστηριότητά τους: την επιστροφή από την εργασία, την επίσκεψη σε σπίτι φίλων, την επικοινωνία με πρόσωπο του στενού περιβάλλοντος στη διάρκεια μιας βόλτας ή σε ένα παγκάκι, την ίδια την αναψυχή τους. Η κάμερα αυτή μπορεί να καταγράψει οποιαδήποτε πτυχή της καθημερινότητά τους, στην περίπτωση δε που η διαδρομή που ακολουθείται από το αυτοκίνητο είναι επαναλαμβανόμενη (όπως στην προφανή περίπτωση όπου ο χρήστης της dashcam καταγράφει το δικό του ημερήσιο πρόγραμμα), η κάμερα μπορεί να παρακολουθήσει και τις εναλλαγές στην καθημερινότητά τους αυτή.

Ακόμη χειρότερα, οι πολίτες – υποκείμενα των δεδομένων δεν έχουν γνώση της καταγραφής τους αυτής, αλλά ούτε και μπορούν να την διανοηθούν. Λίγες είναι οι περιπτώσεις όπου οι «εύλογες προσδοκίες» του εννόμου συμφέροντος μπορούν να είναι τόσο μειωμένες, όσο στην περίπτωση μιας κάμερας αυτοκινήτου. Κανείς δεν υποψιάζεται πως, ευρισκόμενος σε δημόσιο χώρο, μπορεί να παρακολουθείται και να καταγράφεται από εκατοντάδες ιδιωτικές κάμερες στο εσωτερικό διερχόμενων αυτοκινήτων· και αν το υποψιαζόταν, κανείς δεν θα το αποδεχόταν.

Το εντυπωσιακότερο όλων είναι πως, παρά την προφανή δυσκολία πλήρωσης των κριτηρίων στάθμισης που το ίδιο έχει θέσει, το ΕΣΠΔ αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο νόμιμης χρήσης των dashcams, μνημονεύοντας αυτές σε παράδειγμα:  «Αν εγκατασταθεί κάμερα-ταμπλό σε όχημα (π.χ. με σκοπό τη συλλογή στοιχείων σε περίπτωση ατυχήματος), είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι αυτή η κάμερα δεν καταγράφει συνεχώς ούτε την κυκλοφορία, ούτε και τα παρακείμενα πρόσωπα. Ειδάλλως, η βιντεοσκόπηση και η χρησιμοποίηση του βιντεοσκοπημένου υλικού ως αποδεικτικό στοιχείο στην πλέον θεωρητική περίπτωση τροχαίου ατυχήματος δεν μπορεί να αιτιολογήσει αυτή τη σοβαρή παρέμβαση στα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων».[22]

Η άποψη αυτή που μέσω παραδείγματος εκφράζει το Συμβούλιο είναι οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα. Απηχεί και αποτυπώνει την αμηχανία που χαρακτηρίζει αρκετές εποπτικές αρχές του ΓΚΠΔ, οι οποίες άλλωστε αποτελούν τα μέλη του, ως προς την ανάγκη εξεύρεσης τρόπου για νομιμοποίηση των dashcams, δια του περιορισμού του τρόπου λειτουργίας τους. Η λύση που επιχειρείται να δοθεί εστιάζει στην αναλογικότητα της επιτήρησης, η οποία όπως προαναφέρθηκε επηρεάζει και τη νόμιμη θεμελίωση της βιντεοεπιτήρησης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, μια κάμερα που «δεν καταγράφει συνεχώς» αποθηκεύει λιγότερα δεδομένα και επηρεάζει τα δικαιώματα μικρότερου αριθμού προσώπων, ως εκ τούτου μπορεί να θεωρηθεί πως διενεργεί επεξεργασία, η οποία είναι αναγκαία και αναλογική για την εκπλήρωση των σκοπών του οδηγού του οχήματος.

Η άποψη αυτή και τα προβλήματά της θα αναλυθούν εκτενέστερα σε επόμενη ενότητα.

δ. Η αρχή της διαφάνειας και η υποχρέωση ενημέρωσης των υποκειμένων

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη νομιμότητα της λειτουργίας των dashcams δεν είναι άλλο από την εκπλήρωση των απαιτήσεων διαφάνειας του άρθρου 5 παρ.1α ΓΚΠΔ. Το πρόβλημα αυτό προκύπτει τόσο στις έννομες τάξεις που περιορίζουν την επιτήρηση του δημόσιου χώρου, όσο και σε αυτές που την επιτρέπουν υπό προϋποθέσεις. Τίθεται ενώπιον των εποπτικών αρχών που είναι αρνητικές ως προς τη νομιμότητα των dashcams, αλλά και αυτών που κρίνουν τη λειτουργία τους ως υπό προϋποθέσεις νόμιμη: υπάρχει τρόπος να εκπληρωθεί η υποχρέωση ενημέρωσης των υποκειμένων των δεδομένων από ένα όχημα που κινείται;

Υπενθυμίζεται ότι μια εκ των θεμελιωδών απαιτήσεων νομιμότητας του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων και μια από τις αρχές νομιμότητας του άρθρου 5 είναι η διαφανής επεξεργασία. Η υποχρέωση διαφάνειας εξειδικεύεται στα άρθρα 12 επ. ΓΚΠΔ και συνίσταται στην υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας να παρέχει στα υποκείμενα των δεδομένων κάθε πληροφορία που σχετίζεται με την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων τους.

Η καταγραφή βιντεοληπτικού υλικού από μια dashcam συνιστά συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, τα οποία συλλέγονται από τα υποκείμενα των δεδομένων. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 13 ΓΚΠΔ, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά τη λήψη των δεδομένων αυτών, να παρέχει ενημέρωση για μια σειρά πληροφοριών, μεταξύ αυτών η ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του, οι σκοποί και η νομική βάση της επεξεργασίας, τα έννομα συμφέροντα που επιδιώκονται, οι αποδέκτες και το χρονικό διάστημα διατήρησης. Το ζήτημα που εγείρεται σε όλες τις περιπτώσεις συλλογής δεδομένων από κάμερα δεν είναι άλλο από το πώς είναι δυνατή η παροχή όλων αυτών των πληροφοριών και δη κατά τον χρόνο λήψης των δεδομένων, όπως ρητώς το άρθρο 13 απαιτεί. Η δυσχέρεια αυτή έχει αντιμετωπιστεί από το ΕΣΠΔ με την ερμηνευτικού χαρακτήρα λύση της ενημέρωσης δύο επιπέδων. Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές 3/2019 για τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης, στην περίπτωση συλλογής δεδομένων από κάμερα οι πληροφορίες του άρθρου 13 παρέχονται αρχικώς μέσω ειδικής σήμανσης (πινακίδας) και στη συνέχεια με παραπομπή του υποκειμένου σε αναλυτικό ενημερωτικό κείμενο.

Ακόμη και αυτή η πρακτική λύση όμως, η οποία διαμορφώθηκε για το πλαίσιο λειτουργίας των παραδοσιακών CCTV καμερών, δεν μπορεί να λειτουργήσει στην περίπτωση μιας dashcam που καταγράφει μέσα από κινούμενο όχημα. Ένα όχημα που κινείται δεν θα μπορούσε να φέρει την ειδική πινακίδα του πρώτου επιπέδου, με όλες τις πληροφορίες που έχουν κριθεί από το ΕΣΠΔ ως αναγκαίες, ενώ ακόμη και αν την έφερε κανείς δεν θα μπορούσε να τις διαβάσει.

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μια επισήμανση. Η ανάρτηση ενημερωτικών πινακίδων για τη λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης εξυπηρετεί δύο σκοπούς, ο ένας εκ των οποίων σχετίζεται με τα συμφέροντα και τους σκοπούς του υπευθύνου επεξεργασίας, ενώ ο δεύτερος πηγάζει ευθέως από τον νόμο.

Ο πρώτος σκοπός σχετίζεται ασφαλώς με την επιθυμία του ιδιοκτήτη ή διαχειριστή ενός χώρου να περιορίσει τα περιστατικά παρανόμων συμπεριφορών και να προασπίσει την ασφάλεια προσώπων και αγαθών. Στο πλαίσιο αυτό, η κάμερα, μέσω της ενημέρωσης για τη λειτουργία της, λειτουργεί αποτρεπτικά: στην είδηση της λειτουργίας της, η πλειοψηφία των επίδοξων «κακοποιών» θα αποθαρρυνθεί. Με τον τρόπο αυτό, η κάμερα επιτελεί ιδανικά τη βασική της αποστολή που είναι η προστασία των προσώπων και αγαθών χωρίς να χρειαστεί ποτέ να καταγράψει κάποιο συμβάν.

Ο δεύτερος σκοπός πηγάζει από τον νόμο και απευθύνεται σε όλους τους υπόλοιπους, πλην των σκεπτομένων να παρανομήσουν. Πρόκειται για την υποχρέωση διαφάνειας του άρθρου 5 παρ.1α ΓΚΠΔ. Οι επισκέπτες μιας πολυκατοικίας, οι πελάτες ενός καταστήματος, οι χρήστες ενός μέσου μεταφοράς έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν όχι μόνο την ύπαρξη της κάμερας, αλλά και τους όρους της λειτουργίας της: ποιος την έχει εγκαταστήσει, , για ποιο σκοπό, πού διαβιβάζονται τα δεδομένα που συλλέγονται και για πόσο χρόνο διατηρούνται. Οι πληροφορίες αυτές αποτελούν υποχρέωση του προσώπου που βρίσκεται πίσω από την κάμερα και δικαίωμα των προσώπων που βρίσκονται μπροστά από αυτήν.

Με τα δεδομένα αυτά, πινακίδες που αναρτώνται σε καταστήματα και περιορίζονται στην αναφορά περί λειτουργίας κάμερας, χωρίς τις πληροφορίες που το άρθρο 13 προβλέπει, δεν πληρούν τις απαιτήσεις της διαφανούς ενημέρωσης. Οι πινακίδες αυτές υπηρετούν το πρώτο κατά τα ως άνω σκοπό, ήτοι την αποτροπή παρανόμων πράξεων δια του εκφοβισμού των σκεπτόμενων να τελέσουν αυτές, αποτυγχάνουν όμως πλήρως ως προς τον δεύτερο σκοπό. Δεδομένου μάλιστα ότι ο δεύτερος σκοπός είναι αυτός που ενδιαφέρει από πλευράς δικαίου προστασίας προσωπικών δεδομένων, οι πινακίδες αυτές είναι σαφώς προβληματικές.

Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση κινούμενου οχήματος, ειδικά λαμβάνοντας υπόψιν πως έχουν υπάρξει εποπτικές αρχές του ΓΚΠΔ που έχουν υπαινιχθεί ή έχουν ευθέως αποδεχθεί το σύννομο μιας τέτοιας πρακτικής.

Μια τέτοια αρχή αποτελεί η ιρλανδική DPC, η οποία είναι ανοικτά θετική στη νομιμότητα καταγραφής δημόσιου χώρου από μια dashcam. Σύμφωνα με τη DPC, η εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφάνειας από μια κινούμενη σε όχημα κάμερα δεν είναι παρά ένα ζήτημα που «παρουσιάζει ορισμένες προκλήσεις». Οι προκλήσεις αυτές μπορούν επιτυχώς, κατά την αρχή, να αντιμετωπιστούν με την απλή τοποθέτηση ορατής σήμανσης (ή αυτοκόλλητου) που θα ενημερώνει πως το όχημα πραγματοποιεί βιντεοεπιτήρηση. Η σύσταση αυτή, που θυμίζει τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στην περίπτωση των οχημάτων χαρτογράφησης δημόσιου χώρου τύπου Google Street View, δεν επιδέχεται σοβαρής ανάλυσης ως προς τη συμβατότητά της με τις απαιτήσεις διαφάνειας του Γενικού Κανονισμού, αξίζει όμως ειδικής κριτικής ως προς το πρόβλημα που υποτίθεται πως επιλύει.

Όπως προαναφέρθηκε, η σήμανση για τη συλλογή δεδομένων από σύστημα βιντεοεπιτήρησης συνδέεται με το θεμελιώδες δικαίωμα του υποκειμένου να γνωρίζει όχι μόνο το ότι κάποιος προτίθεται να συλλέξει (ή ήδη συλλέγει) τα προσωπικά δεδομένα του, αλλά και ποιος και γιατί θα το κάνει αυτό. Παράλληλα, και επειδή το υποκείμενο έχει το δικαίωμα να εναντιωθεί στη συλλογή των δεδομένων του, η σήμανση και δη σε πρώτο επίπεδο πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει τα στοιχεία επικοινωνίας του προσώπου που έχει την ευθύνη για τη συλλογή αυτή.[23]

Η άποψη της ιρλανδικής εποπτικής αρχής πως ένα αυτοκόλλητο με εικονίδιο κάμερας, που τοποθετείται στο παρμπρίζ (ή σε οποιαδήποτε σημείο) ενός οχήματος και ενημερώνει για τη συλλογή δεδομένων, μπορεί να θεωρείται επαρκής ενημέρωση πρώτου επιπέδου δείχνει βαθιά άγνοια των στοιχειωδών εννοιών της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα, ή εμπρόθετη αδιαφορία για τις συνέπειες της παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων από την επιτήρηση πολιτών σε δημόσιο χώρο. Είναι μια άποψη που, ευτυχώς (για την ώρα τουλάχιστον) δεν ακολουθείται από άλλες εποπτικές αρχές της Ένωσης. Οι περισσότερες εποπτικές αρχές που βλέπουν θετικά τη λειτουργία των dashcams, απλώς σιωπούν ως προς το ζήτημα αυτό, γνωρίζοντας πως δεν έχει λύση.

Σαφώς ευκολότερα είναι τα πράγματα στην περίπτωση της χρήσης dashcam για την προστασία σταθμευμένου οχήματος. Στην περίπτωση αυτή, όπου σκοπός ο σκοπός της επεξεργασίας είναι διαφορετικός και τα υποκείμενα των δεδομένων μικρότερα σε αριθμό, η ενημέρωση είναι θεωρητικά εφικτή. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πληρότητα της ενημέρωσης αυτής αποτελεί η αναλογική εφαρμογή των κανόνων που διέπουν και τη λειτουργία των CCTV καμερών: ενημέρωση πρώτου επιπέδου με τα στοιχεία επικοινωνίας του ιδιοκτήτη – υπευθύνου επεξεργασίας και παραπομπή σε ενημέρωση δεύτερου επιπέδου με όλες τις πληροφορίες του άρθρου 13 ΓΚΠΔ.

ε. Τα δικαιώματα του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων

Η διαφάνεια του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων δεν εξυπηρετείται μόνο από την υποχρέωση ενημέρωσης του άρθρου 13 κατά τον χρόνο συλλογής των δεδομένων, αλλά και σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο το υποκείμενο των δεδομένων επιλέξει να τη ζητήσει. Πρόκειται ασφαλώς για το δικαίωμα πρόσβασης του άρθρου 15 ΓΚΠΔ. Το δικαίωμα πρόσβασης είναι ο λόγος για τον οποίο η ενημέρωση πρώτου επιπέδου στα συστήματα βιντεοεπιτήρησης πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου επεξεργασίας. Με τον τρόπο αυτό, το υποκείμενο μπορεί καταρχήν να ζητήσει αναλυτική πληροφόρηση για τη συλλογή των δεδομένων του και ακολούθως να ασκήσει οποιοδήποτε από τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο Γενικός Κανονισμός: τη χορήγηση αντιγράφου, τη διαγραφή και, φυσικά, την εναντίωση.

Η άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στο περιβάλλον της λειτουργίας μιας dashcam σημαίνει πως ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει καταρχήν θέσει στη διάθεση των υποκειμένων τα στοιχεία επικοινωνίας του. Το πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί από ένα όχημα σε κίνηση μόνο η ιρλανδική αρχή μπορεί να το φανταστεί. Διότι στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο είναι πρακτικώς αδύνατον. Περαιτέρω, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό πως η ενημέρωση για τα στοιχεία επικοινωνίας καθίσταται με κάποιον τρόπο εφικτή, το δικαίωμα πρόσβασης συνεπάγεται πως ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι σε θέση να εξετάσει και να ικανοποιήσει κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 ΓΚΠΔ το αίτημα που θα του υποβληθεί. Θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένα ενημερωτικό κείμενο με όλες τις πληροφορίες του άρθρου 15 (δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς πως το κείμενο αυτό θα πρέπει να υφίσταται, ως δεύτερο επίπεδο ενημέρωσης, ήδη κατά τον χρόνο έναρξης λειτουργίας μιας κάμερας), το οποίο θα προσαρμόζει κατάλληλα με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αιτήματος που έχει λάβει. Θα πρέπει να ζητά έγγραφο ταυτοποίησης του υποκειμένου και να προχωρά με τον τρόπο αυτό στη συλλογή πρόσθετων δεδομένων ενός συμπολίτη του, όπως θα πρέπει να είναι σε θέση να σταθμίσει το δικαίωμα του αιτούντος έναντι των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων προσώπων, στην περίπτωση όπου ζητείται η χορήγηση βιντεοληπτικού υλικού. Πρόκειται βέβαια για υποχρεώσεις που ούτε θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να αναλάβει ένας ιδιώτης που απλώς βρίσκει χρήσιμη την αγορά μιας κάμερας για την προστασία του οχήματός του.

ΣΤ. Η προσέγγιση των εποπτικών αρχών του ΓΚΠΔ

Όπως έχει αναφερθεί ήδη εισαγωγικώς, λίγα είναι τα ζητήματα που έχουν δυσκολέψει τις εποπτικές αρχές του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων όσο το ζήτημα της νόμιμης λειτουργίας μιας dashcam που καταγράφει χώρους εξωτερικά του οχήματος.

Για το ζήτημα της λειτουργίας της κάμερας προς τον σκοπό της παρακολούθησης της καμπίνας του οχήματος, όλοι συμφωνούν πως η απάντηση είναι απλή: όταν η κάμερα χρησιμοποιείται από έναν ιδιώτη στο πλαίσιο των καθημερινών δραστηριοτήτων του, η λειτουργία της κάμερας αποτελεί αποκλειστικά προσωπική ή οικιακή δραστηριότητα, η οποία βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού. Όταν, πάλι, η κάμερα χρησιμοποιείται από έναν επαγγελματία για την επιτήρηση της καμπίνας ενός ταξί ή ενός επαγγελματικού φορτηγού, τα πράγματα είναι και πάλι ευχερώς διαγνώσιμα. Η επιτήρηση και συλλογή δεδομένων των επιβατών ενός ταξί θα κριθεί, ως προς τη νομιμότητά της, με βάση τους γενικούς κανόνες που ρυθμίζουν τη λειτουργία ενός συστήματος βιντεοεπιτήρησης. Αντίστοιχα, η επιτήρηση του υπαλλήλου ενός ταξί ή του οδηγού μιας εταιρείας με επαγγελματικό όχημα θα κριθεί με βάση τις διατάξεις που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων των εργαζομένων. Πρόκειται για σχετικά απλές περιπτώσεις επεξεργασίας, υπό την έννοια ότι τα υποκείμενα των δεδομένων είναι σαφώς περιορισμένα, ως εκ τούτου η αξιολόγηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών τους είναι ευχερής.

Το ζήτημα περιπλέκεται σαφώς στην περίπτωση της κάμερας που καταγράφει πρόσωπα και συλλέγει προσωπικά δεδομένα σε εξωτερικούς χώρους του οχήματος και δη σε δημόσιο χώρο. Υπάρχει τρόπος να σταθμιστεί το δικαίωμα του χρήστη της κάμερας απέναντι στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων, όταν ο αριθμός αυτών δεν μπορεί ούτε κατά προσέγγιση να προσδιοριστεί; Είναι επιτρεπτό για το επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναγνωρίσουμε πως η συλλογή αποδεικτικού υλικού σε περίπτωση συμβάντος αρκεί για να νομιμοποιήσει την επιτήρηση δημόσιου χώρου; Γιατί να μην αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτό και σε όσους κινούνται πεζοί και ενδέχεται να εμπλακούν σε συμβάν που θα θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους; Αν δεχόμαστε πως ένας τέτοιος σκοπός νομιμοποιεί τη λειτουργία ιδιωτικών καμερών, πώς πρέπει να κρίνουμε την επιτήρηση των δημοσίων καμερών, όταν αυτή υπηρετεί ευρύτερους και σαφώς ισχυρότερους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος; Πώς μπορούμε να υποχρεώσουμε τον πολίτη σε συμμόρφωση με το εξαιρετικά απαιτητικό πλέγμα υποχρεώσεων του Γενικού Κανονισμού και πώς μπορούμε να ελέγξουμε τη συμμόρφωσή του αυτή;

Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που έχουν απασχολήσει, εδώ και χρόνια, τις εποπτικές αρχές της Ένωσης. Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν εύκολη απάντηση, υπό την έννοια πως η προφανής απάντηση δεν είναι ευχάριστη για όλους. Δεν είναι ευχάριστη για τους κατασκευαστές των dashcams, οι οποίοι επενδύουν σε έρευνα και τεχνολογία προκειμένου να λανσάρουν στην αγορά ολοένα και τελειότερες συσκευές, όπως δεν είναι ευχάριστη στους πολίτες που επιθυμούν να αγκαλιάσουν αυτή την τόσο προσιτή τις οικονομικές δυνατότητές τους και αποτελεσματική για τα συμφέροντά τους τεχνολογική λύση.

Απέναντι στα διλήμματα αυτά, οι περισσότερες εποπτικές αρχές μοιάζουν να βρίσκονται σε σύγχυση. Αναγνωρίζουν εμμέσως το ότι η νόμιμη λειτουργία των dashcams είναι πρακτικά αδύνατη, χωρίς όμως να το διατυπώνουν ευθέως. Παράλληλα και παρά την τεχνολογική εξέλιξη των συσκευών αυτών, αλλά και το σαφώς πιο απαιτητικό κανονιστικό πλαίσιο του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, κάνουν συνεχείς υποχωρήσεις σε σχέση με τις απαιτήσεις που θέτουν για τη νόμιμη λειτουργία αυτή. Εν τέλει, και προκειμένου να αφήσουν το πεδίο ανοικτό για ενδεχόμενη μελλοντική νομιμοποίηση των dashcams, παραβλέπουν το πρόβλημα της διαφάνειας, εστιάζοντας σχεδόν μονότονα στην αναλογικότητα. Σε περιπτώσεις όπως και αυτή, η αναλογικότητα είναι ένας βολικός τρόπος για να κάνεις συνεχή βήματα οπισθοχώρησης.

Κατηγορηματικά αρνητική θέση ως προς τη νομιμότητα λειτουργίας των dashcams έχει εκφράσει η εποπτική αρχή της Πορτογαλίας (CNPD), αν και όχι μέσα από επίσημο κείμενό της. Ερωτηθείσα από πορτογαλικό μέσο[24] ως προς το αν οι πολίτες μπορούν να τοποθετούν dashcams για να συλλέγουν αποδεικτικό υλικό, η CNPD απάντησε πως οι κάμερες αυτές απαγορεύονται από το άρθρο 19[25] του εθνικού νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο η βιντεοσκόπηση δημοσίων οδών μπορεί να γίνεται μόνο από κρατική αρχή. Αρνητική είναι και η εποπτική αρχή του Λουξεμβούργου (επίσης CNPD), η οποία, μέσα από τη θεματική ενημέρωση που παρέχει στον ιστότοπό της, αποκλείει το ενδεχόμενο νόμιμης λειτουργίας μιας dashcam. Σύμφωνα με την CNPD, η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις νομιμότητας του ΓΚΠΔ στην πράξη είναι πολύ δύσκολη. Η οικιακή εξαίρεση αποκλείεται λόγω της απόφασης Rynes του ΔΕΕ, οπότε απαιτείται καταρχήν η ύπαρξη νομικής βάσης. Μια τέτοια νομική βάση δύσκολα θα μπορούσε να υπάρχει, αν και θεωρητικώς θα μπορούσε να εξεταστεί η περίπτωση του εννόμου συμφέροντος, όταν η κάμερα λειτουργεί και καταγράφει για μικρά χρονικά διαστήματα, της τάξης των λίγων λεπτών. Ακόμη και στην υποθετική αυτή περίπτωση όμως, το ανυπέρβλητο πρόβλημα είναι η διαφάνεια. Στην πραγματικότητα, η εποπτική αρχή του Λουξεμβούργου αναρωτιέται, με ύφος σχεδόν υπαρξιακό, αν θα υπήρχε ποτέ ο τρόπος να δίνεται η αναγκαία ενημέρωση από μια κάμερα που χρησιμοποιείται με τον τρόπο αυτό.[26] Αρνητική φαίνεται και η γαλλική CNIL, η οποία δεν έχει πάρει σαφή θέση ως την ειδική κατηγορία των dashcams, έχει όμως διατυπώσει κατ’ επανάληψιν την άποψη πως η επιτήρηση στον δημόσιο χώρο είναι επιτρεπτή μόνο όταν γίνεται από τη δημόσια αρχή.[27]

Ομοίως αρνητική, αλλά για διαφορετικούς λόγους παρίσταται και η Επίτροπος Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων της Κύπρου. Σύμφωνα με την από 9-9-2019 ανακοίνωση της κυπριακής εποπτικής αρχής,[28] μοναδική νομική βάση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλα τα στάδια επεξεργασίας δεδομένων από μια dashcam (συλλογή, χρήση, αποθήκευση, διαβίβαση) είναι η συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων. Ελλείψει της συγκατάθεσης αυτής, η επεξεργασία “παραβιάζει τις αρχές της νομιμότητας, του περιορισμού του σκοπού και της ελαχιστοποίησης”, καθώς: (α) η εν στερείται νομικής βάσης, (β) το υλικό δεν συλλέγεται για καθορισμένο, ρητό και νόμιμο σκοπό και (γ) συλλέγονται/καταγράφονται υπερβολικές, μη συναφείς και μη αναγκαίες εικόνες τρίτων προσώπων. Η προσέγγιση αυτή είναι πρωτότυπη, καθώς αποκλίνει από τον κανόνα της νομικής βάσης του εννόμου συμφέροντος, που διέπει σχεδόν αποκλειστικά τη συλλογή δεδομένων από σύστημα βιντεοεπιτήρησης. Σε κάθε περίπτωση, με την κρίση της αυτή η κυπριακή εποπτική αρχή ουσιαστικά αποκλείει το ενδεχόμενο νόμιμης χρήσης dashcam σε εξωτερικούς χώρους του οχήματος, αφού η λήψη συγκατάθεσης των επιτηρούμενων προσώπων είναι προφανώς αδύνατη.[29]

Αρνητική είναι και η θέση της εποπτικής αρχής της Σλοβενίας (IP), η οποία έχει διατυπώσει την άποψη πως η χρήση των dashcams για τη συλλογή αποδεικτικού υλικού κατά κανόνα απαγορεύεται, καθώς πρόκειται για μια επεξεργασία που παραβιάζει την αρχή της ελαχιστοποίησης. Σύμφωνα με την από 17-10-2019 απάντηση της αρχής επί σχετικού ερωτήματος,[30] η χρήση μιας dashcam θα φαινόταν αναλογική στην περίπτωση όπου η καταγραφή αφορούσε την οδήγηση οχημάτων ειδικών κατηγοριών (πχ. πυροσβεστικά οχήματα, ασθενοφόρα), διαδρομές ιδιαίτερα επικίνδυνες ή μεταφορά υπό ειδικές συνθήκες. Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις αυτές, ωστόσο, θα ήταν δύσκολο να γίνει δεκτό πως η εγκατάσταση κάμερας απλώς για τον σκοπό της διευκρίνισης των συνθηκών και της συλλογής αποδεικτικού υλικού σε περίπτωση τροχαίου συμβάντος θα μπορούσε να δικαιολογεί την υπέρβαση της εύλογης προσδοκίας των πολιτών πως δεν θα επιτηρούνται απλώς και μόνο επειδή βρίσκονται σε δημόσιο χώρο. Η σλοβένικη αρχή προχωρά ένα βήμα πιο πέρα και διατυπώνει την άποψη πως η χρήση μιας dashcam ενδέχεται να απαιτεί και τη διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου, εφόσον με αυτήν πραγματοποιείται συστηματική παρακολούθηση δημοσίως προσβάσιμου χώρου.[31]

Ένα χρόνο αργότερα, απαντώντας σε παρόμοιο ερώτημα,[32] η IP επαναδιατυπώνει την αρχική της θέση, προσθέτοντας δύο νέες παραμέτρους που καθιστούν ακόμη πιο δύσκολη τη νόμιμη λειτουργίας της dashcam: α) η μοναδική νομική βάση είναι το έννομο συμφέρον, η τεκμηρίωση του οποίου μέσα από τις αναγκαίες σταθμίσεις αποτελεί ευθύνη του προσώπου που θα τοποθετήσει την κάμερα, β) το ίδιο αυτό πρόσωπο έχει την υποχρέωση να βρει τον τρόπο να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις ενημέρωσης του άρθρου 13 ΓΚΠΔ.

Συγκεχυμένη είναι η άποψη που διατυπώνεται από την εποπτική αρχή της Σουηδίας ΙΜΥ, η οποία συμμερίζεται τους προβληματισμούς της αρχής του Λουξεμβούργου, ως προς την ενημέρωση, χωρίς όμως να καταλήγει στα ίδια αποθαρρυντικά συμπεράσματα: Σύμφωνα με το ενημερωτικό κείμενο που έχει αναρτήσει στον ιστότοπό της,[33] η χρήση μιας dashcam δεν απαγορεύεται ρητώς από τον νόμο, ωστόσο πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις νομιμότητας του ΓΚΠΔ και της εθνικής νομοθεσίας για τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης. Απαιτητικότερη από τις απαιτήσεις αυτές κρίνεται η ενημέρωση των υποκειμένων, η οποία χαρακτηρίζεται ως “πολύ δύσκολη” στην εκπλήρωσή της όταν το όχημα βρίσκεται σε κίνηση. Αντίθετα, όταν η dashcam χρησιμοποιείται για τη συλλογή αποδεικτικού υλικού από σταθμευμένο όχημα, η παροχή ενημέρωσης κρίνεται ευκολότερη. Παρά τη διάκριση αυτή, η ΙΜΥ δεν παίρνει θέση ως προς τη νομιμότητα της επιτήρησης του δημοσίου χώρου, αντίθετα μάλιστα επιχειρεί να κατευθύνει τους υπευθύνους επεξεργασίας ως προς τη νομική βάση που θα πρέπει να επικαλεστούν και ως προς την αποθήκευση του υλικού. Η μοναδική πράξη επεξεργασίας που κατηγορηματικά απαγορεύεται από τη σουηδική αρχή είναι η ανάρτηση των συλλεγέντων δεδομένων στο διαδίκτυο, προς τον σκοπό της αναγνώρισης του δράστη ενός συμβάντος. Η προσέγγιση αυτή της ΙΜΥ αποτυπώνει τη γραμμή που ακολουθούν οι περισσότερες εποπτικές αρχές του ΓΚΠΔ και η οποία μπορεί να συμπτυχθεί στο τρίπτυχο: προειδοποίηση ως προς τα προβλήματα νομιμότητας, επισήμανση των ζητημάτων που πρέπει να προσεχθούν, επιφύλαξη για κρίση της νομιμότητας κατά περίπτωση.

Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της επαμφοτερίζουσας και ασαφούς προσέγγισης αυτής είναι οι εποπτικές αρχές των κρατιδίων της Γερμανίας και η αυστριακή DSB. Στη Γερμανία το ζήτημα της νομιμότητας λειτουργίας των dashcams απασχόλησε για πολλά χρόνια τις εποπτικές αρχές των κρατιδίων και δίχασε τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία καλούνταν να κρίνουν τη νομιμότητα του αποδεικτικού υλικού που είχε συλλεγεί από ένα τέτοιο σύστημα βιντεοεπιτήρησης. Εμβληματικές αποφάσεις, που επηρέασαν και τις εποπτικές αρχές εξέδωσαν το διοικητικό δικαστήριο του Άνσμπαχ[34] και του Γκέτινγκεν[35]

Στο πνεύμα των αποφάσεων αυτών, δεν ήταν λίγες οι εποπτικές αρχές που πήραν θέση σαφώς αρνητική απέναντι στη χρήση dashcam σε δημόσιο χώρο. Μεταξύ αυτών η αρχή της Σαξονίας (Sächsische Datenschutzbeauftragte), η οποία ήδη από το έτος 2013 είχε αποφανθεί[36] πως δεν υφίσταται υπέρτερο έννομο συμφέρον όταν πρόκειται για καταγραφή πολιτών σε δημόσιο χώρο: «το άτομο έχει το θεμελιώδες δικαίωμα να κινείται ελεύθερα στον δημόσιο χώρο, χωρίς να φοβάται ότι θα αποτελέσει το αντικείμενο παρακολούθησης, την οποία ακόμη και η αστυνομία επιτρέπεται να πραγματοποιεί υπό πολύ στενές προϋποθέσεις». Αντίστοιχη άποψη εξέφραζε και η εποπτική αρχή της Βαυαρίας (Bayerisches Landesamt für Datenschutzaufsicht), η οποία επικαλούμενη και την απόφαση του AG Ansbach παρατηρούσε πως το συμφέρον των πολιτών που βρίσκονται στον δρόμο να μην καταγράφεται σαφώς υπερισχύει των συμφερόντων του χρήστη μιας dashcam.[37]

Λύση στη διχογνωμία αυτό φάνηκε να δίνει η σημαντική απόφαση του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 15ης Μαΐου 2018.[38] Το BGH έκανε μια διάκριση μεταξύ νομιμότητας του αποδεικτικού υλικού και νομιμότητας στη συλλογή των δεδομένων, κρίνοντας πως το ένα δεν προϋποθέτει το άλλο. Σύμφωνα με την απόφασή του, το επίδικο αποδεικτικό υλικό είχε συλλεγεί από κάμερα που λειτουργούσε κατά παραβίαση των απαιτήσεων της νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, γεγονός όμως που δεν αποκλείει την αξιοποίησή του από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσκομίζεται, εφόσον πληρούνται οι οικείες δικονομικές προϋποθέσεις. Περαιτέρω, το BGH άφηνε σαφώς ανοικτό το ενδεχόμενο νόμιμης λειτουργίας των dashcams, με βάση προϋποθέσεις που σχετίζονταν με τον χρόνο εγγραφής και αποθήκευσης του υλικού.

Η απόφαση του BGH επέφερε διαφοροποίηση στην προσέγγιση των εποπτικών αρχών της Γερμανίας, οι οποίες ευθυγραμμίστηκαν άμεσα με την κρίση του δικαστηρίου. Η διαφοροποίηση αυτή αποτυπώθηκε ήδη με το από 28-1-2019 έγγραφο της Συνόδου των εποπτικών αρχών DSK,[39] στο οποίο συμφωνήθηκαν οι ελάχιστοι κανόνες που θα διέπουν εφεξής τη νομιμότητα της λειτουργίας των dashcams. Σύμφωνα με το DSK, η χρήση των dashcams είναι οριακά επιτρεπτή υπό το πλαίσιο της νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η νομιμότητα των συστημάτων αυτών, στην περίπτωση όπου χρησιμοποιούνται για την καταγραφή δημόσιου χώρου, πρέπει να κρίνεται με βάση το έννομο συμφέρον του άρθρου 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ. Αυτό σημαίνει ότι τα συμφέροντα του υπευθύνου επεξεργασίας που χρησιμοποιεί τη dashcam πρέπει να σταθμίζονται έναντι των συμφερόντων των προσώπων που επηρεάζονται από τη χρήση της, ενώ κρίσιμο ρόλο σε κάθε περίπτωση παίζει ο σκοπός της χρήσης.

Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις νομιμότητας με βάση τη στάθμιση αυτή δεν πληρούνται στην περίπτωση συνεχούς καταγραφής που γίνεται χωρίς λόγο, καθώς μια τέτοια επεξεργασία δεν είναι αναγκαία για την προάσπιση των συμφερόντων του οδηγού και τη διατήρηση αποδεικτικού υλικού, με αποτέλεσμα την υπεροχή των δικαιωμάτων των υπολοίπων χρηστών του δρόμου. Επιπρόσθετα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων που συλλέγει, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 12 επ. ΓΚΠΔ, ακόμη και αν αυτό παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, ειδικά στην περίπτωση κινούμενων οχημάτων.

Ως προς τη δυνατότητα νόμιμης, κατ’ εξαίρεση, χρήσης της κάμερας αυτοκινήτου, το DSK επικαλείται την απόφαση του BGH και παρατηρεί πως μια εξαίρεση μπορεί να υπάρξει, στην περίπτωση όπου οι τεχνικές δυνατότητες του συστήματος επιτρέπουν την εγγραφή υλικού μόνο για κάποια δευτερόλεπτα και μόνο κατά περίπτωση. Η εξαίρεση αυτή, όπως επισημαίνεται, δεν οδηγεί και σε εξαίρεση από την υποχρέωση ενημέρωσης των υποκειμένων των δεδομένων. Συμπερασματικά, η Σύνοδος των γερμανικών εποπτικών αρχών καταλήγει ότι, ανεξαρτήτως της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού μιας dashcam από τα δικαστήρια, οι εποπτικές αρχές έχουν την αρμοδιότητα να επιβάλουν αυστηρά πρόστιμα για τη μη νόμιμη εγκατάσταση και λειτουργία τους. Τα πρόστιμα αυτά, όπως με ύφος σχεδόν απειλητικό επισημαίνεται, ενδέχεται να εκμηδενίσουν το όποιο οικονομικό όφελος αποκόμισε ο χρήστης της κάμερας από το ποσό που του επιδικάστηκε δικαστικώς.

Παρεμφερής είναι η θέση της εποπτικής αρχής της Αυστρίας DSB, η οποία διατυπώνει την άποψη πως οι dashcams είναι κατά κανόνα παράνομες, αλλά όχι πάντοτε, γι’ αυτό και πρέπει να κρίνονται κατά περίπτωση. Σύμφωνα με τις οδηγίες που παρέχει η αυστριακή αρχή στον ιστότοπό της,[40] κρίσιμα στοιχεία για τη νομιμότητα είναι ο σαφής προσδιορισμός του σκοπού, ο περιορισμός του επιτηρούμενου δημόσιου χώρου στον απολύτως αναγκαίο, με το πεδίο λήψης να στρέφεται όσο πιο χαμηλά γίνεται και η επανεγγραφή του υλικού που δεν εξυπηρετεί τον σκοπό της συλλογής του αποδεικτικού υλικού. Όχι τυχαία, από τη σχετική ενημέρωση απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην ενημέρωση των υποκειμένων. Η προσέγγιση της DSB, ωστόσο, δεν ήταν πάντοτε αυτή: Όπως η ίδια αναγνωρίζει στην Ετήσια Έκθεση 2020,[41] η αρχική της άποψη πως η χρήση των dashcams είναι εκ προοιμίου παράνομη έχει πλέον μεταστραφεί σε μια case-by-case αξιολόγηση της νομιμότητας, σημαντικότερο κριτήριο της οποίας είναι η διάρκεια της πραγματοποιηθείσας εγγραφής.

Στην απόφαση 2020-0.535.661 της 5-10-2020, όπου επισημαίνεται η μεταστροφή αυτή, η αυστριακή αρχή έκρινε πως το συμφέρον του οδηγού μηχανής να καταγράψει σύντομη σκηνή ατυχήματος, προκειμένου να αποδείξει την υπαιτιότητα του καταγγέλλοντος οδηγού λεωφορείου, υπερέχει του δικαιώματος του τελευταίου να μην βιντεοσκοπείται. Οκτώ χρόνια νωρίτερα, με την από 12-7-2012 απόφασή της με αριθμό K600.319-005/0002-DVR/2012, η αυστριακή αρχή[42] είχε απορρίψει την αίτηση πολίτη για λειτουργία dashcam στο όχημά του, επισημαίνοντας ότι οι πολίτες μπορούν να επιτηρούν ιδιωτικούς χώρους, στους οποίους έχουν δικαιώματα, όχι όμως τον δημόσιο χώρο, δικαίωμα επιτήρησης του οποίου έχει μόνο η δημόσια αρχή. Παράλληλα, και επί του ζητήματος της αναλογικότητας της παραβίασης των δικαιωμάτων των πολιτών από την επιτήρηση, η αρχή παρατηρούσε ότι «κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας της παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων από σχεδιαζόμενη βιντεοεπιτήρηση, πρέπει να εξετάζονται οι περιοχές και τα σημεία εγκατάστασης της κάθε κάμερας. Στην περίπτωση φορητών καμερών, κάτι τέτοιο είναι εκ φύσεως δύσκολο να γίνει ex ante, και θα απαιτούσε εν λευκώ εξουσιοδότηση για οποιαδήποτε πιθανή τοποθεσία. Και για τον λόγο αυτό, η σχεδιαζόμενη χρήση φορητού συστήματος βιντεοεπιτήρησης πρέπει να θεωρηθεί ως μη αναλογική.»

Το 2018, εξετάζοντας αίτημα του άρθρου 36 ΓΚΠΔ για γνώμη της πριν από την επεξεργασία, η DSB ήταν και πάλι αρνητική στην εγκατάσταση μιας dashcam. Επικαλούμενη σχετική απόφαση του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της Αυστρίας,[43] η εποπτική αρχή γνωμοδότησε αρνητικά, μολονότι η σχεδιαζόμενη επεξεργασία θα ήταν σαφώς περιορισμένη. Σύμφωνα με την αίτηση, η κάμερα θα προχωρούσε σε αυτόματη διαγραφή των συλλεγέντων δεδομένων ανά 60 δευτερόλεπτα, ενώ θα αποθήκευε υλικό μόνο σε δύο περιπτώσεις: στην περίπτωση συμβάντος και για χρόνο 60 δευτερολέπτων πριν και μετά από το συμβάν αυτό και στην περίπτωση χειροκίνητης ενεργοποίησης της ειδικής λειτουργίας εκτάκτου ανάγκης (emergency SOS button). Ευθυγραμμιζόμενη με το VwGH, η αυστριακή αρχή έκρινε πως η δυνατότητα χειροκίνητης παράκαμψης των ρυθμίσεων περιορισμένης λειτουργίας προκαλεί ανισορροπία στην αναλογικότητα, καθώς η έκτακτη λειτουργία θα μπορούσε να ενεργοποιείται οποτεδήποτε, επιφέροντας ως αποτέλεσμα τη μόνιμη αποθήκευση του υλικού ακόμη και χωρίς την τέλεση συμβάντος. Αυτό που διαπίστωσε δηλαδή η DSB ήταν πως η απλή ύπαρξη της τεχνικής δυνατότητας για ενεργοποίηση της συνεχούς καταγραφής πρέπει να είναι αυτή που τελικά καθορίζει την αναλογικότητα και άρα τη νομιμότητα του συστήματος βιντεοεπιτήρησης. Πρόκειται για το γνωστό δίλημμα, που διαχρονικά έχει προβληματίσει και δυσκολέψει τις εποπτικές αρχές και τα δικαστήρια κατά τον έλεγχο των ιδιωτικών καμερών: όταν κρίνεις επί της νομιμότητας μιας κάμερας αρκεί η σκοπούμενη επεξεργασία, όπως αυτή προβάλλεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ή πρέπει να κρίνεις και με βάση τα τεχνικά χαρακτηριστικά της συσκευής και τις δυνατότητες που αυτή παρέχει;

Την ίδια χρονιά, αίσθηση προκάλεσε το πρόστιμο της αυστριακής αρχής σε Ούγγρο πολίτη, στο αυτοκίνητο του οποίου η αστυνομία εντόπισε την ύπαρξη δύο καμερών, οι οποίες κατέγραφαν τον δημόσιο χώρο μπροστά και πίσω από το όχημα.[44] Αξιολογώντας το αποδεικτικό υλικό που της διαβιβάστηκε από την αστυνομική αρχή, σύμφωνα με το οποίο οι κάμερες ενεργοποιούνταν και κατέγραφαν με ανίχνευση κίνησης, η DSB έκρινε πως οι κάμερες αυτές πραγματοποιούσαν παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Σύμφωνα με την απόφασή της, οι χρήστες του δρόμου, οι οποίοι καταγράφονταν από τις εντοπισθείσες κάμερες δεν ανέμεναν ευλόγως την καταγραφή αυτή, ειδικά όταν αυτή λάμβανε χώρα ανεξαρτήτως τέλεσης συμβάντος. Κατά συνέπεια, η επεξεργασία αυτή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος του υπευθύνου επεξεργασίας και παραβίαζε τις αρχές του άρθρου 5 και τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ.1 ΓΚΠΔ. Συμπερασματικώς, η DSB επαναλάμβανε τη θέση της πως δεν αναγνωρίζει το έννομο συμφέρον για την καταγραφή δεδομένων μέσω μιας dashcam, όταν πρόκειται για σύστημα που λειτουργεί ανεξάρτητα από την τέλεση συμβάντος.

Θετική ως προς τη νόμιμη χρήση των dashcams είναι η εποπτική αρχή της Ρουμανίας (ANSPDCP), η οποία έχει τη γνώμη πως η χρήση της dashcam εντάσσεται, σε κάθε περίπτωση, στην προσωπική/οικιακή εξαίρεση, ως εκ τούτου δεν συνοδεύεται από απαιτήσεις νομιμότητας της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα.[45]

Θετική, αλλά για άλλους λόγους, είναι και η ισπανική AEPD, η οποία φτάνει μάλιστα μέχρι το σημείο να κάνει προληπτική αξιολόγηση της νομικής βάσης του εννόμου συμφέροντος. Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις για τη βιντεοεπιτήρηση που έχει εκδώσει,[46] η χρήση κάμερας για τη συλλογή αποδεικτικού υλικού στην περίπτωση τροχαίου συμβάντος είναι νόμιμη και θεμελιώνεται στη νομική βάση του εννόμου συμφέροντος, το οποίο εν προκειμένω συνίσταται στο συνταγματικής περιωπής δικαίωμα του πολίτη στη δικαστική προστασία.

Ζ. Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, δεν μπορεί να μην παρατηρηθεί καταρχήν το εξής: το ζήτημα της νομιμότητας των dashcams αποτελεί τον ελέφαντα στο δωμάτιο για τις περισσότερες εποπτικές αρχές του Γενικού Κανονισμού. Όλοι βλέπουν το πρόβλημα, κανείς όμως δεν θέλει να το αναδείξει.

Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και πολλαπλό: μια dashcam καταγράφει δημόσιο χώρο, άρα συλλέγει προσωπικά δεδομένα αγνώστου αριθμού πολιτών και δη για την υποθετική περίπτωση της τέλεσης τροχαίου συμβάντος. Ως εκ τούτου, η μεν επεξεργασία βρίσκεται εκτός οικιακής εξαίρεσης, λόγω ΔΕΕ, η δε νομιμότητα απαιτεί την τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος.

Περαιτέρω, ακόμη και αν δεχθεί κανείς πως το έννομο συμφέρον του χρήστη είναι υπέρτερο των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων, ως αποτέλεσμα της ήπιας και χρονικά περιορισμένης χρήσης του συστήματος, είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθεί λύση ως προς το ζήτημα της ενημέρωσης.

Η ενημέρωση αυτή αποτελεί στοιχείο της αρχής της αντικειμενικότητας, καθώς τα πρόσωπα έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να γνωρίζουν τη λήψη των δεδομένων τους, αλλά και της αρχής της διαφάνειας, σύμφωνα με την οποία τα υποκείμενα δικαιούνται να λαμβάνουν συγκεκριμένες πληροφορίες ως προς τη λήψη αυτή.

Το ζήτημα της χρήσης των dashcams δεν είναι αμιγώς νομικό, είναι μάλλον δικαιοπολιτικό. Ως προς το νομικό σκέλος, ουδεμία πειστική ερμηνεία έχει διατυπωθεί σχετικά με τη δυνατότητα εκπλήρωσης των απαιτήσεων νομιμότητας του ΓΚΠΔ. Ως προς το δικαιοπολιτικό σκέλος όμως, τα πράγματα είναι σαφώς πιο σύνθετα.

Οι εποπτικές αρχές του ΓΚΠΔ αναγνωρίζουν την προφανή χρησιμότητα των συσκευών αυτών και αποδέχονται αυτονοήτως τη νομιμότητα της κυκλοφορίας και πώλησής τους. Γνωρίζουν πως οι συσκευές αυτές επιτελούν μια κατεξοχήν προσωπική λειτουργία, δεσμεύονται όμως από την κρίση του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία η επιτήρηση δημόσιου χώρου αποκλείει την εξαίρεση της προσωπικής δραστηριότητας. Γνωρίζουν πως οι dashcams πρέπει να λειτουργήσουν σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, όπως όμως γνωρίζουν και πως οι απαιτήσεις αυτές δεν μπορούν να εκπληρωθούν από φυσικά πρόσωπα (πολίτες) και δη για μια κάμερα εντός κινούμενου οχήματος.

Η εξίσωση αυτή δεν έχει ασφαλή λύση· για την ακρίβεια, δεν έχει καμία λύση. Στο πλαίσιο αυτό, η απάντηση που δίνεται από τις περισσότερες αρχές προστασίας δεδομένων της Ένωσης σε πολίτες που αναζητούν τρόπους νόμιμης χρήσης μοιάζει απλοϊκή και επιτηδευμένα αφελής: κάντε ό,τι καταλαβαίνετε, αναλάβετε τις ευθύνες σας και μην επιμένετε να ζητάτε απαντήσεις που δεν θα σας αρέσουν.

Photo by Xingye Jiang on Unsplash

 

[1] LG Heilbronn, Urteil vom 03.02.2015 - I 3 S 19/14, διαθέσιμη σε https://openjur.de/u/760779.html

[2] Σε αυτό βοηθά και η επίκληση της υποχρέωσης λογοδοσίας του ΓΚΠΔ: με βάση την επίκληση αυτή, οι εποπτικές αρχές δεν έχουν λόγο να κρίνουν εκ προοιμίου τη νομιμότητα μιας πρακτικής επεξεργασίας δεδομένων, καθώς η κρίση αυτή αποτελεί υποχρέωση του κάθε υπευθύνου επεξεργασίας.

[3] 3.6.6.3. Συστήματα καταγραφής οδικών ατυχημάτων

[4] 3.6.3.3. Θέματα νομιμότητας ως προς την τοποθέτηση κάμερας σε αυτοκίνητο ή μηχανή για καταγραφή τυχόν ατυχήματος

[5] Στη διεθνή πρακτική έχουν καταγραφεί περιπτώσεις πολιτών που είχαν εγκαταστήσει dashcam για να επιτελέσουν καθήκοντα βοηθού της Τροχαίας. Χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση είναι η υπόθεση του επίμονου πληροφοριοδότη, η οποία καταγράφεται στις Ετήσιες Εκθέσεις 2019 και 2020 της εποπτικής αρχής της Σαξονίας. Η αρμόδια αστυνομική αρχή του γερμανικού κρατιδίου λάμβανε από πολίτη καταιγισμό αναφορών για παραβάσεις των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, οι οποίες αναφορές συνοδεύονταν πάντοτε από σύντομο βιντεοληπτικό υλικό που είχε ληφθεί από το εσωτερικό οχήματος. Οι παραβάσεις βεβαιώνονταν, παράλληλα όμως οι καταγγελίες διαβιβάζονταν στην εποπτική αρχή του ΓΚΠΔ λόγω του παρανόμου της συλλογής και επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων των καταγγελλομένων. Μετά από έκδοση εντάλματος έρευνας στην οικία του προσώπου που υπέβαλε τις καταγγελίες, κατά την οποία διαπιστώθηκε ο όγκος των δεδομένων που τηρείτο, καθώς και οι πράξεις επεξεργασίας που προηγούνταν της διαβίβασης του υλικού, ο Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων της Σαξονίας επέβαλε στον χρήστη της κάμερας διοικητικό πρόστιμο 1.000 ευρώ. Όπως χαρακτηριστικά επισημαινόταν, η παρακολούθηση του οδικού δικτύου για τη διαπίστωση της τήρηση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας αποτελεί αποκλειστικό καθήκον της δημόσιας αρχής, στο οποίο αυτή δεν υποκαθίσταται από πολίτες.

[6] Amazon driver breaks down the A.I. system watching workers for safety violations like drinking coffee while driving and counting the times they buckle their seatbelt: https://fortune.com/2023/02/27/amazon-delivery-driver-breaks-down-ai-sur...

[7] Αντίθετα με την προσωπική χρήση για αναμνηστικούς λόγους, η εγκατάσταση dashcam για τη συλλογή αποδεικτικού υλικού εμφανίζει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Όπως είχε επισημάνει χαρακτηριστικά η αυστριακή DSB (απόφαση K600.319-005/0002-DVR/2012) «η επιτήρηση της κυκλοφορίας ή των εξωτερικών σημείων ενός οχήματος χαρακτηρίζεται από την σαφή πρόθεση της δημιουργίας αποδεικτικού υλικού για ενδεχόμενη διαβίβαση στην αστυνομική αρχή, τα δικαστήρια κοκ. Ο σκοπός του αιτούντος (τη χορήγηση άδειας για λειτουργία της κάμερας) δεν είναι να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα που συνέλεξε αποκλειστικά για προσωπικού ή οικογενειακούς λόγους. Ο αιτών ενδιαφέρεται να καταγράφει τα τροχαία συμβάντα που αφορούν τον ίδιο ή το όχημα που αυτός οδηγεί, προκειμένου να καταγράφει κάθε παράβαση (πχ. αλλαγή λωρίδας) ή να αποδεικνύει την υπαιτιότητα στα ατυχήματα. Σύμφωνα με την αίτηση και τη δική του δήλωση, προβλέπεται η διατήρηση του αποδεικτικού υλικού και η διαβίβαση των δεδομένων σε δημόσιες αρχές, εισαγγελίες και δικαστήρια, ως εκ τούτου αυτή αποτελεί σκοπό της υποβαλλόμενης αίτησης. Σε κάθε περίπτωση, αυτό αποκλείει την αποκλειστική χρήση για προσωπικούς σκοπούς».

[8]Ως συστήματα βιντεοεπιτήρησης, στα οποία περιλαμβάνονται ιδίως τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης, ορίζονται τα συστήματα που είναι μόνιμα εγκατεστημένα σε ένα χώρο, λειτουργούν συνεχώς ή σε τακτά χρονικά διαστήματα και έχουν τη δυνατότητα λήψης ή / και μετάδοσης σήματος εικόνας ή / και ήχου από τον χώρο αυτό προς έναν περιορισμένο αριθμό οθονών προβολής ή / και μηχανημάτων καταγραφής (πρβλ. και υπ` αρ. 2/2010 Γνωμοδότηση της Αρχής, σκέψη 8). Η μετάδοση της εικόνας μπορεί να γίνεται με απευθείας σύνδεση της κάμερας στην οθόνη προβολής ή / και στο μηχάνημα καταγραφής ή μέσω εσωτερικού δικτύου ή μέσω διαδικτύου για περιορισμένο όμως αριθμό νομιμοποιούμενων προς τούτο αποδεκτών.

 

[9] Σχετ.: ΑΠΔΠΧ Οδηγίες 1122/2000 και 1/2011: «τα δεδομένα ήχου και εικόνας, εφόσον αναφέρονται σε πρόσωπα, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», ΔΕΕ Rynes C-212/12, σκ. 22: «Συνεπώς, η εικόνα ενός προσώπου την οποία καταγράφει μία κάμερα συνιστά δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως στον βαθμό που παρέχει τη δυνατότητα ταυτοποιήσεως του συγκεκριμένου προσώπου».

[10] Η αυστριακή αρχή DSB με ενδιαφέρον επισημαίνει ότι, αν και αυτό φαίνεται πάντοτε να μας διαφεύγει, το πρόσωπο που παρακολουθείται περισσότερο από μια dashcam είναι ο ίδιος ο χρήστης της. [DSB, Newsletter DSB 1/2015, Videoüberwachung – Dashcam]

[11] Όπως έχει χαρακτηριστικά κρίνει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα: “Η μη νόμιμη αρχική συλλογή και διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα π.χ. στον υπολογιστή ή τον διακομιστή της εταιρίας, καθιστά ομοίως παράνομη την οποιαδήποτε μεταγενέστερη ή και περαιτέρω (με διαφορετικό δηλαδή σκοπό προς τον αρχικό κατ’ άρ. 6 παρ. 4 ΓΚΠΔ) διακριτή και αυτοτελή επεξεργασία των ίδιων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως στην περίπτωση της αντιγραφής και αποθήκευσής τους σε έτερο ψηφιακό αποθηκευτικό μέσο (π.χ. usb stick, server, pc κ.λπ.), αλλά και σε εκείνη της διαβίβασης και χρήσης τους, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία θα πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής μιας νόμιμης βάσης του άρθρου 6 παρ. 1 ΓΚΠΔ, όπως π.χ. εκείνης του εδαφίου στ’, αφού η μη τήρηση των αρχών επεξεργασίας του άρθρου 5 παρ. 1 ΓΚΠΔ δεν θεραπεύεται από την ύπαρξη νόμιμου σκοπού και νομικής βάσης (βλ. αιτιολογική σκέψη υπ’ αρ. 4 της παρούσας και πρβλ. ΑΠΔΠΧ 38/2004).” (ΑΠΔΠΧ 43/2009)

[12] Ορθότερα, τους σκοπούς και “τα μέσα” της επεξεργασίας, σύμφωνα με την ακριβή απόδοση του αγγλικού κειμένου.

[13] Ως υπεύθυνος επεξεργασίας θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να θεωρηθεί και η ασφαλιστική εταιρεία, όταν αυτή υποχρεώνει τον ιδιοκτήτη στην εγκατάσταση κάμερας. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ιδιοκτήτης του οχήματος δεν έχει λόγο ως προς τον καθορισμό των σκοπών και των μέσων της επεξεργασίας, αφού τα ζητήματα αυτά καθορίζονται από τρίτο πρόσωπο και αποτελούν συμβατικές υποχρεώσεις του.

[14] Στο τριμηνιαίο ενημερωτικό σημείωμα 1/2015, η αυστριακή αρχή DSB παρατηρούσε πως ο καθορισμός του σκοπού αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για τη λειτουργία των καμερών. Όπως παρατηρείτο, χωρίς επεξήγηση του σκοπού από τον χρήστη της κάμερας μπορεί κανείς μόνο να υποθέσεις ποια θα είναι η χρήση των δεδομένων που θα συλλεγούν. Ο καθορισμός του σκοπού, ωστόσο, είναι κρίσιμος και για την αξιολόγηση της νομιμότητας της επεξεργασίας, αφού άλλωστε συνδέεται και με τη νομική βάση. [DSB, Newsletter DSB 1/2015]

[15] Ζήτημα για παράδειγμα θα μπορούσε να τεθεί ως προς το αν η καταγραφή παραβάσεων του ΚΟΚ και η ενημέρωση των αρμοδίων αρχών δια της διαβίβασης υλικού αποτελεί νόμιμο σκοπό.

[16] Και αναλύονται εκτενέστατα από το ΕΣΠΔ στις Κατευθυντήριες Γραμμές 3/2019 για τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης

[17] Ο οποίος δεν περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις για τη βιντεοεπιτήρηση.

[18] Η απαγόρευση της βιντεοεπιτήρησης δημόσιου χώρου προβλέπεται σε σειρά εννόμων τάξεων της Ένωσης, αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που εποπτικές αρχές, όπως η πορτογαλική, δεν δέχονται τη δυνατότητα της, έστω και υπό αυστηρές προϋποθέσεις αναλογικότητας, νόμιμης λειτουργίας των dashcams.

[19] ΔΕΕ C-13/16 Rigas satiksme, σκ. 28

[20] βλ. και αιτ.σκ.47 ΓΚΠΔ: «Εν πάση περιπτώσει η ύπαρξη έννομου συμφέροντος θα χρειαζόταν προσεκτική αξιολόγηση, μεταξύ άλλων ως προς το κατά πόσον το υποκείμενο των δεδομένων, κατά τη χρονική στιγμή και στο πλαίσιο της συλλογής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μπορεί εύλογα να αναμένει ότι για τον σκοπό αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί επεξεργασία. Ειδικότερα, τα συμφέροντα και τα θεμελιώδη δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων θα μπορούσαν να υπερισχύουν των συμφερόντων του υπευθύνου επεξεργασίας, όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το υποκείμενο των δεδομένων δεν αναμένει ευλόγως περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων του

[21] ΔΕΕ C-13/16 Rigas satiksme, σκ. 48, επίσης C-252/21 Meta Platforms, σκ. 109

[22] ΕΣΠΔ, Κατευθυντήριες Γραμμές 3/2019, σκ. 35

[23] Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πως η απλή ενημέρωση των υποκειμένων ως προς τη λειτουργία κάμερας εντός του οχήματος καλύπτει την απαίτηση της θεμιτής επεξεργασίας, όχι όμως και την απαίτηση της διαφάνειας, η οποία συνοδεύεται από τις προϋποθέσεις του άρθρου 13 ΓΚΠΔ.

[24] https://poligrafo.sapo.pt/sociedade/artigos/filmar-pessoas-na-rua-com-um...

[25] Το άρθρο 19 του πορτογαλικού νόμου 58/2019 ρυθμίζει τη νομιμότητα των συστημάτων βιντεοεπιτήρησης.

[26] Παρόμοια και η άποψη της εποπτικής αρχής του Λιχτενστάιν (Datenschutzstelle-DSS). Όπως επισημαίνεται, θα μπορούσε κανείς να εξετάσει το έννομο συμφέρον του χρήστη της dashcam στην περίπτωση όπου αυτή πραγματοποιεί εγγραφή μόνο για λίγα δευτερόλεπτα πριν και μετά το συμβάν και υπό την προϋπόθεση ότι θα είχαν ληφθεί τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που δεν επιτρέπουν τη χειροκίνητη παράκαμψη της λειτουργίας αυτής. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή όμως, η εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης είναι πρακτικά αδύνατη, για το λόγο αυτό η DSS καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι dashcams δεν μπορούν νομίμως να χρησιμοποιηθούν. [DSS – Dashcams]

[27] La vidéosurveillance – vidéoprotection sur la voie publique, διαθέσιμο σε: https://www.cnil.fr/fr/la-videosurveillance-videoprotection-sur-la-voie-publique

[28] Ανακοίνωση Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σχετικά με τη χρήση dash cams (καμερών-ταμπλό), διαθέσιμη σε https://www.dataprotection.gov.cy/dataprotection/dataprotection.nsf/All/943410C63CF6430CC2258470003F0A71?OpenDocument

[29] Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η κυπριακή εποπτική αρχή είχε υιοθετήσει μια προσέγγιση σαφώς φιλικότερη προς τους χρήστες των καμερών, κρίνοντας ότι: «Σε δημόσιους χώρους πρέπει να αναμένουμε ένα χαμηλότερο επίπεδο προστασίας της ιδιωτικής μας ζωής, από αυτό που μας προσφέρει η οικία μας». Παράλληλα, ως προς το ειδικότερο ζήτημα της ανάρτησης βιντεοληπτικού υλικού στο YouTube, η αρχή είχε παρατηρήσει ότι αυτή επιτρέπεται όταν γίνεται στο πλαίσιο της πρακτικής του name it and shame it. Δεδομένου ότι η ανάρτηση ως σκοπό έχει «να δοθεί στη δημοσιότητα μια πράξη που αντιβαίνει το Νόμο ή τα χρηστά ήθη, κατά κανόνα υπερέχει των δικαιωμάτων, συμφερόντων και θεμελιωδών ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων και επιτρέπεται χωρίς τη συγκατάθεσή του». [Ετήσια Έκθεση 2015: 4.6.5. Δημοσίευση στο YOUTUBE βίντεο από κινητά τηλέφωνα, dash cams ή drones]

[30] Uporaba avtokamer v osebnih vozilih (0712-1/2019/2307), διαθέσιμο σε https://www.ip-rs.si/mnenja-gdpr/6048a38d454fd

[31] Άρθρο 35 παρ.3γ’ ΓΚΠΔ.

[32] Kamera za snemanje prometa in obvestilo udeležencev v prometu (07121-1/2020/1423), διαθέσιμο σε https://www.ip-rs.si/mnenja-gdpr/6048a57a3969c

[33] Drönare och bilkameror, διαθέσιμο σε https://www.imy.se/privatperson/kamerabevakning/dronare-och-bilkameror/

[34] VG Ansbach, Urteil vom 12.08.2014 - AN 4 K 13.01634, διαθέσιμη σε https://openjur.de/u/712019.html

[35] VG Göttingen Beschl. v. 12.10.2016, Az.: 1 B 171/16, διαθέσιμη σε https://voris.wolterskluwer-online.de/browse/document/6fc8bba6-7489-4d0d-a0fb-da50e2adc1e7

[36] 6. Tätigkeitsbericht des Sächsischen Datenschutzbeauftragten, διαθέσιμο σε https://www.datenschutz.sachsen.de/download/taetigkeitsberichte/Taetigkeitsbericht_6_noeB_2011_2013.pdf

[37] 7. Tätigkeitsbericht des Bayerischen Landesamtes für Datenschutzaufsicht für die Jahre 2015 und 2016, 19.6 Verfolgung unzulässiger Dashcam-Nutzung durch Aufsichtsbehörde, διαθέσιμο σε https://www.lda.bayern.de/media/baylda_report_07.pdf

[38] BGH, Urteil vom 15.05.2018 - VI ZR 233/17, διαθέσιμη σε https://juris.bundesgerichtshof.de/cgi-bin/rechtsprechung/document.py?Gericht=bgh&Art=en&nr=85141&pos=0&anz=1

[39] Positionspapier zur Unzulässigkeit von Videoüberwachung aus Fahrzeugen (sog. Dashcams), διαθέσιμο σε https://www.datenschutzkonferenz-online.de/media/oh/20190128_oh_positionspapier_dashcam.pdf

[40] Διαθέσιμες σε https://www.dsb.gv.at/download-links/fragen-und-antworten.html#Dashcams

[41] Datenschutzbericht 2020: 23. Bescheid vom 5.10.2020, GZ: 2020-0.535.661 (Verwendung einer Dashcam nicht überschießend), διαθέσιμη σε https://www.dsb.gv.at/dam/jcr:ad90690f-1d10-4e8f-8ed6-b489e888c30f/Datenschutzbericht%202020.pdf

[42] Τότε DSK, Datenschutzkommission.

[43] Verwaltungsgerichtshof, απόφαση Ro 2015/04/0011 της 12-9-2016, διαθέσιμη σε https://www.ris.bka.gv.at/JudikaturEntscheidung.wxe?Abfrage=Vwgh&Dokumentnummer=JWR_2015040011_20160912J06

[44] Απόφαση DSB-D550.084/0002-DSB/2018, διαθέσιμη σε: https://www.ris.bka.gv.at/Dokument.wxe?ResultFunctionToken=10705da1-a893-4a15-a9e2-957f8b757abb&Position=1&SkipToDocumentPage=True&Abfrage=Dsk&Entscheidungsart=Undefined&Organ=Undefined&SucheNachRechtssatz=True&SucheNachText=True&GZ=&VonDatum=01.01.1990&BisDatum=22.07.2023&Norm=&ImRisSeitVonDatum=&ImRisSeitBisDatum=&ImRisSeit=Undefined&ImRisSeitForRemotion=Undefined&ResultPageSize=100&Suchworte=DSB-D550.084%2f0002&Dokumentnummer=DSBT_20180927_DSB_D550_084_0002_DSB_2018_00

[45] Dacă ai o cameră video montată pe bordul mașinii, trebuie să respecți GDPR? Ce zic autoritățile de la noi, διαθέσιμο σε https://www.avocatnet.ro/articol_55396/Dac%C4%83-ai-o-camer%C4%83-video-montat%C4%83-pe-bordul-ma%C8%99inii-trebuie-s%C4%83-respec%C8%9Bi-GDPR-Ce-zic-autorit%C4%83%C8%9Bile-de-la-noi.html

[46] AEPD - Guía sobre el uso de videocámaras para seguridad y otras finalidades

Δημήτρης Βέρρας

Η μικρή και κλειστή οικογενειακή ανώνυμη εταιρία

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Οι πρόσφατες τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικας και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας